Further tags

Εν ολίγοις ότι το μουνί τραβά καράβι.

- Ρε, έχεις δει των Κώστα;
- Άσε, πήγε για μπάντζι τζάμπιν με αυτή τη Γαλλίδα που γνώρισε στο Μαγγανάρι... Τί να σου πω ρε Μπάμπη;
- Τί να μου πεις; Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το 'χει σύρει...

(από Vrastaman, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τράβηξα από τα μαλλιά μέχρι εκεί που δεν παίρνει άλλο, τόσο που απέτυχε.

- Τι έγινε με τον Βασίλη; Πηδηχτήκατε;
- Μπα, δεν έκατσε η κατάσταση, το γαμήσαμε και ψόφησε.
- Μαλακία.

To origamiσα και ψόφησε (από Khan, 28/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, γαμάω. Ειδικότερα, γαμάω μέχρις εξαντλήσεως κάποια σχετικά άβγαλτη ψωλίτσα ή, συνηθέστερα, ένα τεκνό που αφελώς νόμιζε ότι θα σπρώξει και μετά έμεινε να μονολογάει «αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». (Παραδείγματα 1 & 2)

Νομίζω ότι η φόρτιση της λέξης έχει μια αντίφαση. Από τη μια, το πούπουλο παραπέμπει σε κάτι ανάλαφρο, έως και παιχνιδιάρικο. Από την άλλη, το πρόθεμα ξε- εδώ είναι, θα έλεγα, και στερητικό και επιτατικό - βγάζω τα πούπουλα ένα-ένα μέχρι και το τελευταίο - και, βέβαια, η ίδια η αναφορά στο πουλί (κοτόπουλο;) παραπέμπει σε κάτι αδύναμο, σε άθυρμα και στην κατά κράτος επιβολή.

Όμως, και γιατί ντε και καλά αντίφαση; Έχω ακουστά ότι στην συνεύρεση η άσκηση εξουσίας δεν αποκλείει απαραίτητα το παιχνίδι.

Άλλες μεταφορικές σημασίες της λέξης έχουν ενταχθεί στην καθομιλουμένη και στερούνται αργκοτικού ενδιαφέροντος. Π.χ. ξεπουπουλιάζω σημαίνει και εξαντλώ κάποιον οικονομικά, του τα τρώω μέχρι μίας. (Παρ. 3 & 4) Είναι επίσης και ενα μπανάλ και εύκολο κλισέ των αθλητικογράφων όταν αναφέρονται σε ευρεία ήττα μιας ομάδας που έχει κάτι φτερωτό στο όνομα ή στα σύμβολά της - λ.χ. οι δικέφαλοι αετοί ΑΕΚ και ΠΑΟΚ, οι Πετεινοί της Τότεναμ, το Περιστέρι στο μπάσκετ κ.ο.κ. (Παρ. 5)

  1. Το Λιτσάκι; Το ξεπουπούλιασα, προχτές. Το κωλαράκι τσούζει ακόμα...

  2. Και λοιπόν, είμαστε με τη Νικόλ στο Αύτανδρο ψες και μπαίνουνε δυο τεκνά... έτσι, βλαχαδερά ήτανε αλλά μπάνικα, με δυο γκιόσες, αρραβωνιάρες ήτανε, δεν ξέρω τι ήτανε, να κόψουνε κίνηση θέλανε και καλά, και αρχίζει η Νικόλ το παιχνίδι και να μη στα πολυλογώ, σε μισή ώρα φύγανε, σε μια ώρα νατα πάλι τα τεκνά χωρίς τα βρωμόμουνα και να κεράσουμε ποτό μας λένε, να κεράστε παιδιά... ε, να μη στα πολυλογώ, κατάλαβες, αυτή η περιέργεια τα έφαγε, πήγαμε πάνω στο σπίτι και τα ξεπουπουλιάσαμε, σου λέω, τα ξεπουπουλιάσαμε, σταμάτα μωρή λυσσάρα, της λέω της Νικόλ, άστα τα παιδιά, πρώτη φορά είναι, αλλά αυτή κρατημό δεν είχε, κρατημό...

  3. Aσπρομάλλης γέροντας, με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, εξομολογείται ότι παντρεύτηκε μια Oυκρανέζα, που αφού τον ξεπουπούλιασε, «βρήκε έναν γκόμενο» και τον άφησε στους πέντε δρόμους. (από εδώ)

  4. Με τον ΟΤΕ τα έχω από τότε που άλλαξε τον τρόπο τιμολόγησης (κάπου το 1998/1999) και μας ξεπουπούλιασε... Δεν ξεχνάω πόσα μας πήρε τότε με το νταβατζιλίκι του και περιμένω να τον γειώσω με την πρώτη ευκαιρία (ήδη τον έχω γειώσει μερικώς με εναλλακτικό φορέα και φραγή σε μερικά σταθερά). (από εδώ)

5α. Πάλι το ξεπουπουλιάσαμε το δικέφαλο κοτόπουλο. (από εδώ, Ολυμπιακός-ΠΑΟΚ 2-0)

5β. Με στόφα πρωταθλήτριας η Μάντσεστερ... ξεπουπούλιασε τους «πετεινούς». (από εδώ, Μαν.Γ-Τότεναμ 5-2)

5γ. Ο Ολυμπιακός ξεπουπούλιασε τους «Αετούς» της Λισαβόνας. (από εδώ, Ολυμπιακός-Μπενφίκα 5-1)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Γκάζι, γνωστό και ως Γκαζοχώρι, υπήρξε μια από τις πρώτες μπουδελογειτονιές στην Αθήνα της Μπελ Επόκ. Ωσεκτουτού, γκαζοχωρίτισσες αποκαλούσαν τις πουτάνες στην αθηνέζικη αργκό της εποχής.

- Το 1910 εγκαταστάθηκε εκεί η πλειονότητα των οίκων ανοχής με αποτέλεσμα η Γκαζοχωρίτισσα να καταστεί συνώνυμο της ιερόδουλης. Αν και κακόφημη συνοικία όμως, δεν παρουσίασε ποτέ υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας.
(Αυγή)

- Με το όνομα «γκαζοχωρίτης» αποκαλείτο ο τακτικός θαμώνας των οίκων αυτών, ενώ «γκαζοχωρήτισσα» η κάθε ιερόδουλος που δούλευε εκεί.
(Βικούλα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ευτυχές γεγονός, το οποίο διακόπτει μια παρατεταμένη αγαμία. Η χρήση του αφορά και άνδρες και γυναίκες, αλλά ειδικά για γυναίκες χρησιμοποιείται σε φράσεις που χαρακτηρίζουν κάποια ως ανέραστη γεροντοκόρη.

  1. - Μητσάρα, τι έγινε τελικά εχθές; Το πήρες το γκομενάκι;
    - Ναι ρε. Μετά το μπαρ πήγαμε σπίτι της.
    - Άντε ρε πούστη, είδες κι εσύ χαρά στα σκέλια σου μετά από 6 μήνες και βάλε.

  2. - Ρε συ, λες να έχει γκόμενο η θεία;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτή έχει να δει χαρά στα σκέλια της από την εποχή του Περικλή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα από την ανεπανάληπτη ταινία Αλοίμονο στους νέους με τον Δ. Χορν που έγινε έκφραση. Χρησιμοποιείται από μεσόκοπους ή ώριμους άνδρες όταν αναφέρονται σε σεξουαλικές περιπτύξεις τους με πιπίνι(α).

Στο καφενείο:
- Ρε Θανάση κοίτα αυτό το μικρό που περνάει. Α ρε και να το 'βαζα κάτω.
- Και τι θα του έκανες ρε μάυρε, αφού δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
- Μωρε ας μου καθότανε και χράτσα - χρούτσα θα το κανόνιζα.
- Σιγά ρε μη σπάσεις καμιά μασέλα.

(από dimitriosl, 19/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ερωτικά κατορθώματα άρρενος ή θήλεος, οι ερωτικής φύσης ατασθαλίες, συχνά με κάποια νότα παρανομίας (ερωτικής πάντοτε).

- Είδα τον Δημήτρη πρωκτές. Καμμένος εντελώς, δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του.
- Αφού κάνει όλο ζημιές, πού χρόνος για φαΐ, πού χρόνος για ύπνο;

Χαρά Βέρρα (από vikar, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κωλοδάχτυλο αφενός είναι βεβαίως βεβαίως ένα από τα δάχτυλα του χεριού μας, όπως δεν μάθαμε στην Ανθρωπολογία στο σχολείο, αφεδύο είναι κατάσταση / πράξη, αφετρίτου είναι χειρονομία-βρισιά. Είναι μια πολυσήμαντη λέξη την οποία δεν έτυχε να εκθέσει κανείς εδώ, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο συσλανγκιστής Βράσταμαν, νονός του λημμάτου.

α. το δάχτυλο περ σε

Είναι το καλό το δαχτυλάκι. Το τρίτο και το μακρύτερο. Αυτό με το οποίο δεν ευλογούν οι παπάδες, αλλά είναι ευλογία για τον προστάτη -για τους άντρες. Είναι ο μέσος δάκτυλος του χεριού μας. Το τρίτο δάχτυλο για τους πιανίστες -και νομίζω για όλους τους μουσικούς. Ο λόγος που ονομάζεται και κωλοδάχτυλο είναι η περίσταση στην οποία πρωταγωνιστεί και την οποία συμβολίζει.

β. η κατάσταση

Στη γυναίκα:
Για τις γυναίκες, καθώς και για τον/την παρτενέρ στο σεξ που τους το βάζει, η διείσδυση του δακτύλου αυτού στον πρωκτό (ή και άλλου δακτύλου αν δεν βολεύει, πχ παίζει και ο αντίχειρας όταν το κωλοδάχτυλο δεν είναι στον κώλο αλλά στο μουνί, προς θεού όμως όχι αφού προηγουμένως έχει μπει στον κώλο, υποθέτω τα ξέρουμε πια αυτά), για τις γυναίκες λοιπόν, είναι άλλη μια καλή πηγή ηδονής, τουλάχιστον στη φάση των προκαταρκτικών, αν όχι και καθόλη τη διάρκεια του σεχ. Αφορά την άλλη δίοδο λοιπόν, και συμπληρώνει την ηδονή που προκαλείται με θωπείες κλπ στην υπόλοιπη περιοχή. Εννοείται ότι αν ο/παρτενέρ δεν το έχει σκεφτεί, μπορεί η γυναίκα να το βάλει και μόνη της, άμα λάχει.

Το κωλοδάχτυλο είναι ίσως ιδανικότερο και ηδονικότερο τής απόλυτης παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, γιατί δεν πονάει. Αποτελεί δε άριστο τρόπο μύησης και προετοιμασίας της υποψηφίου προς διακόρευσιν κώλοτρυπίδος. Πλην αλλ' όμως υπάρχουν τόσο σφιγμένοι κώλοι που το κωλοδάχτυλο δεν τους διαπερνά με καμία...

Στον άντρα:
Αυτό το παραπάνω, παραδόξως, δεν συμβαίνει ιδιαιτέρως στους άνδρες, οι οποίοι ως επί το πλείστον (ως επί το πλείστον, είπα!) το παίρνουν και το καλοπαίρνουν το κωλοδαχτυλάκι. Και δεν συζητάμε για τους ομοφυλοφιλόφιλόφιλους.

Για την χρήση και την κατάχρηση του κωλοδάχτυλου στον κώλο του πούστη (αχ ας με ξανασχωρέσουν οι ομό φίλοι μου, αφού αυτοί τα λένε ωμότερα από μας ντε...), καλύτερα να μας πει κάποιος που το ξέρει από χέρι, δηλ. κάποιος που την τρίζει την όπισθεν, δηλαδή κάποιος ομοφυλόφιλος που δεν ντρέπεται (με τόσα που έχουν ειπωθεί εδώ μέσα) να το δηλώσει και να μας πει αυτά που δεν ξέρουμε. Αλλιώς θα αρκεστείτε στις πενιχρές μου γνώσεις, τουτέστιν στο ότι έχω ακουστά πως η χρήση του κωλοδάχτυλου βοηθάει στην αποφυγή του καρκίνου του προστάτη (μάλλον γιατί ο προστάτης είναι κει κοντά και ερεθίζεται και αιματούται και του κάνει καλό, τι άλλο να πω). Η δική μου όμως η θεωρία είναι ότι ο προστάτης παθαίνει βλάβη όταν δεν καλογαμά ο άντρας ή δεν γαμά καθόλου, αλλά γιατρός δεν είμαι και δεν μπορώ να έχω άποψη.

γ. η χειρονομία

Ισούται με την βρισιά «άει και γαμήσου γαμημένε μαλάκα θα σου σκίσω τον κώλο παλιόπουστα και τη μάνα που σε πέταγε και της θειας σου το μπογαδοκόφινο κλπκλπκλπ», την οποία και συνοδεύει καμιά φορά.

«Βγάζω κωλοδάχτυλο» = ξεχωρίζω το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μου απ' όλα τα άλλα (είτε κλείνοντας τη γροθιά μου και αφήνοντάς το να περισσεύει, ή γέρνοντάς το προς τα μέσα της παλάμης ενώ τα άλλα κοιτάνε τον θεό) και το δείχνω στον άλλον σαν απειλή, ή σαν βρισιά, ή με έκφραση εκδίκησης στη μούρη κλπ. Το κουνάω, δε, καλά-καλά προς το μέρος του ή, απλά κι όμορφα, δείχνω ότι τσακ! του το καρφώνω. Η κατεύθυνσή της κίνησης προέρχεται είτε από κάτω προς τα πάνω, είτε από πάνω προς τα κάτω, είτε από μας προς το άτομο.

Συμβουλή: μην βγάλετε ποτέ κωλοδάχτυλο σε οδηγό πούλμαν. Η υποφαινομένη το έκανε μια φορά (με όλο της το δίκιο, είναι γεγονός, αλλά δεν αρκεί αυτό) και ακολούθησε τρελό χολλυγουντιανό ανθρωποκυνηγητό μέσα στη Μεσογείων, μέρα μεσημέρι, με παρολίγο τραγικό, αλλά τελικά ευτυχές, τέλος (=τη γλίτωσα).

Συμβουλή β, ας την ξαναπώ καλού κακού:
προτού το κωλοδάχτυλο μετατραπεί σε μουνοδάχτυλο, πλύντε το ή, πιο απλά (μη γίνει και θέ(α)μα), μην το χρησιμοποιήσετε, βάλτε άλλο στη θέση του...

- Τι έχεις ρε μαλάκα και βογκάς;
- Τι νά 'χω ο κακομοίρης, βγήκα χθες με την Ιλιάνα και εκεί που με τσιμπούκωνε ωραία-ωραία μέσα στο αυτοκίνητο, χάααπ! μου χώνει ένα κωλοδάχτυλο, μου γάμησε τις αιμορροΐδες ρε πστ, τα είδα όλα, ούρλιαζα μισή ώρα από τον πόνο! και σήμερα δε μπορώ να περπατήσω ρε πστ!
- Βρε βρε βρε το Λιανάκιιιι!
- Τι βρε βρε βρε ρε μαλάκα άρρωστε, πονάω σου λέω, την αγαρμπομούνα μου μέσα! Αααααααχχχ!

βλ. και κλάβρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified