Η φράση μας έρχεται απ' το Βυζάντιο και σχετίζεται με τη διαπόμπευση των τιμωρημένων (μέθυσοι, αντάρτες, μοιχοί, λαμόγια της εποχής, κλπ) στο γάιδαρο καβάλα, όπου τους διαπόμπευαν χτυπώντας τους. Όσο για τους βυζαντινούς, την έβρισκαν άγρια να πηγαίνουν στις πλατείες και να παρακολουθούν τέτοιες «πολιτιστικές εκδηλώσεις».

Επειδή το κούρεμα ήταν δηλωτικό μεγάλης προσβολής, οι πρωταγωνιστές αυτών των παραστάσεων (οι τιμωρημένοι... ντε) κουρεύονταν πριν διαπομπευτούν.

[I]Πότε λέγεται η ατάκα [/i];
Όταν μια λεκτική αντιπαράθεση καταλήγει σε αδιέξοδο. Είναι σαν να καταδικάζουμε κάποιον επειδή είπε κάτι προσκρούει στην δεοντολογία μας και του αξίζει η διαπόμπευση ... Λέμε τώρα! Για αυτό και του λέμε να πάει να κουρευτεί.

[I]Γιατί εκφέρεται η συγκεκριμένη ατάκα[/i];
Για να απαξιώσουμε τις συγκεκριμένες απόψεις του. Γι αυτό θέλουμε και καλά να απαλλαγούμε από την επίδραση του, εγκλωβίζοντας την (φυλακίζοντας την) και καλά ώστε να μην επιδρά πλέον πάνω μας. Παράλληλα εκτονωνόμαστε. (βλ. παρ. 1,2).

[I]Πώς μπορεί ο άλλος να αντιδράσει όταν ακούσει την ατάκα;[/i];
Παίζεται. Εξαρτιέται από το χαρακτήρα, την ηλικία, την προηγούμενη σχέση των εμπλεκομένων αλλά και από τη σημαντικότητα του θέματος. Έτσι:

Παρατήρηση: Δεν είναι απίθανο αργότερα, να σκεφτούμε αλλά και να ξανασκεφτούμε την προηγούμενη συμπεριφορά του. Οπότε, ο εγκλωβισμός της αρνητικής επίδρασης, που λέγαμε παραπάνω, πάει περίπατο.

Σημείωση:
1. Εναλλακτικά, μπορεί να λεχθεί ως: «άει να κουρεύεσαι!», «πήγαινε κουρέψου», «τράβα κουρέψου» κ.α..

  1. Η έκφραση «άστον να κουρεύεται» έχει ανάλογη σημασία, δηλαδή: Παράτα τον τον μαλάκα, χες' τον, γράφτον εκεί που δεν πιάνει μελάνι, μην του δίνεις σημασία, ησύχασε εγκλωβίζοντας (φυλακίζοντας) την όποια κακή επίδραση του πάνω σου, ώστε να ησυχάσεις και να ηρεμήσεις. (βλ. παρ. 3).

Ωστόσο ενδέχεται επίσης να λέμε εμμέσως και στο συνομιλητή μας: Νταξ... έχεις πρόβλημα με το μαλάκα, μας τα πες, σ' ακούσαμε, αλλά πλιζ μη μας τα πρήζεις άλλο.

  1. - Ίσα μωρή αδερφή Τερέζα.... άσε τα παλικάρια να σφαχτούν με την ησυχία τους. Κάτι τέτοια έκαναν και οι Λουδοβίκοι, με τα σεις και τα σας και όταν ήρθαν οι βάρβαροι, κατέβασαν τα βρακιά....
    - Ρε άντε κουρέψου.
    Δες

  2. Άντε κουρέψου που θα πουλήσεις και εξυπνάδα. Κνώδαλο.
    Δες

  3. Ρε εσύ... πολύ σκοτίστηκες με το μαλάκα. Ας' τον να κουρεύεται... Νισάφι πια!

Ταινία: Νόμος 4000. Η φάση του κουρέματος του τεντιμπόη (από GATZMAN, 08/11/09)Άντε cut your hair, ρε (από Jonas, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προσγειώνει σκληρά στην πραγματικότητα κάποιον που δεν διαθέτει την απαραίτητη εγρήγορση (π.χ. κοιμήσης, αργόστροφος κλπ) ή επιδεξιότητα (π.χ. ατσούμπαλος, άγαρμπος κλπ) ή ρώμη (κακαντράκι, φιλάσθενος κλπ) ή εμφάνιση (χλωμός, κουρασμένος κλπ), προκειμένου ν’ ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις μιας ομάδας ή παρέας.

Οι περισσότεροι αθρώποι, αγωνιούντες μην χαρακτηρισθούν αποσυνάγωγοι (ξέροντας τί τους περιμένει), μοχθούν ν’ αποδείξουν στην κοινότητα ότι διαθέτουν τουλάχιστον μιαν από τις παραπάνω αρετές επιβίωσης (είτε κραυγάζοντας την ειδίκευσή τους – είτε υποτιμώντας των άλλων). Μερικοί τις καλλιεργούν κιόλας.

Η έκφραση απηχεί την αντίληψη ότι η μαλακία αδυνατίζει και το σώμα και το πνεύμα (το ίδιο κάνει, αλλ’ όχι αντίστροφα).

Η Φύση (και η κοινωνία) ξερνάει τον αδύναμο. Η συμπόνια δεν πασπαλίζει πάντα το ψωμί της ανάγκης.

Πάντως, ο αρχιδεσμοφύλακας ενός ξερονησιού στην Γαλλική Γκυιάνα, πιστός στον Κανονισμό που επιτάσσει ένα minimum ενδιαφέροντος από καθήκον, σύστησε στον Papillon (F.J. Schaffner 1973), να μαλακίζεται όσο το δυνατόν λιγότερο, για να μη ρέψει εντελώς, (δεδομένων των -ούτως ή άλλως- απάνθρωπων συνθηκών) κατά την διάρκεια της διετούς (!) απομόνωσής του, παραβλέποντας ωστόσο, τα καταπραϋντικά ψυχικά ευεργετήματα των κατά μόνας ηδονών...

Βλ. εδώ για την κοινωνικά απαιτούμενη ετοιμότητα και εδώ για τις συνέπειες της έλλειψής της.

  1. - Πάμε το βράδυ στης Νανάς;
    - Πήγαμε!
    - Πάρε και τον Μπάμπη μήπως θέλει να ’ρθει!
    (ο αφηρημένος):
    - Ρε για δεν πάμε καμιά μπουρδελάδα καλύτερα;
    - Από μαλακία έρχεσαι; Τί λέμε τόσην ώρα; Συγκεντρώσου!

  2. - Μην το πειράζεις αυτό, μου το ’φερε ο πατέρας μου απ’ την Αίγυπτο!
    - Κράκ!
    - Ωχ! Σόρρυ μου ’πεσε...
    - Ρε κουλαρία, από μαλακία έρχεσαι; Δεν ακούς που σου μιλάνε;

  3. - Δώσε χέρι ρε ν’ ανέβω στη βάρκα! Δεν μπορώ να κρατηθώ, γλιστράω!
    - Βόηθα τονε ρε μια, να βάλω μπρος!
    - Ωωωωχ! Δε γίνεται ρε, ασήκωτος είναι ο πούστης...
    - Από μαλακία έρχεσαι ρε παράλυτο; Άντε απ’ την άλλη μη μπατάρουμε, θα τονε τραβήξω εγώ...

  4. - Πώς είσαι έτσι ρε, τί μάτια είν’ αυτά; Από μαλακία έρχεσαι;
    - Άσε ρε, ξενύχτησα χτες, έγινα λιώμα και στα ξίδια, γάμησέ τα...
    - Εμένα μου λες; Κόφ’ την πρωϊνή ρεεεεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Έκφραση υστερίας και απόγνωσης, ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ νέων, φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων, ελευθέρων επαγγελματιών και νιόπαντρων.

Ξεπροβάλλει αυθόρμητα στα χείλη μετά από στιγμές έντονης πίεσης και απογοήτευσης, όταν έχει γαμηθεί η κατάσταση, η γυναίκα σου (με άλλον), η δουλειά σου και γενικώς τα πάντα. Έτσι το μόνο που δεν έχει γαμηθεί είναι το τίποτα, συνεπώς δια της άτοπου, γαμιούνται τα πάντα.

Σημαντικό είναι ότι τα πάντα δεν γαμιούνται πάντα, αλλά ορισμένες μόνο φορές, εξ ου και η έκφραση: «Είναι φορές που γαμιούνται τα πάντα».

  1. Έκφραση θαυμασμού μετά από παρατήρηση ωρών εκπαιδευτικής τηλεόρασης για την αναπαραγωγή των ασπρόμαυρών αιλουροπόδων άρκτων (οικογένεια Ursidae, γένος Ailuropoda, είδος Melanoleuca).
  1. -Τι λέει ρε Αλέκο;
    - Άσε ρε φίλε... Η γυναίκα με παράτησε, το φορτίο ακόμα να εκτελωνιστεί, δεν έχω φράγκο και η Ηρακλάρα χάνει στην έδρα μας από τον Κιλκισιακό! Άσε σου λέω, γαμιούνται τα πάντα.

  2. (Στο ζωολογικό κήπο):
    Γιαννάκης: Μαμά, μαμά!
    Μαμά: Τι 'ναι παιδί μου;
    Γ.: Κοίτα;
    Μ.: Πού;
    Γ.: Να εκεί! Γαμιούνται τα πάντα!»

(από Khan, 03/02/10)Η αισιόδοξη σκέψη της ημέρας: Αν όλα τα προηγούμενα χρόνια "γαμιούνταν τα πάντα", κάποια στιγμή θα γεννήσουν κιόλας. (από Khan, 28/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.

Σημασίες

α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.

Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).

Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).

β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.

Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.

γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).

Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).

Φετιχιστικά

Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)

Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).

Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...

ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)

(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση δεν απευθύνεται κατ' ανάγκη προς άτομα που τον παίρνουν κι απ' τ' αυτιά. Είναι ένας λεπταίσθητος τρόπος να διαμαρτυρηθείς για την μπουνταλάδικη μειωμένη ακουστική αντίληψη του συνομιλητή σου, ιδίως στην περίπτωση που η προσπάθεια χαμηλόφωνης επικοινωνίας σε κρίσιμο ζήτημα αποτυγχάνει επανειλημμένα.

Συνώνυμη φράση: βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά.

Ηχηρή (...) βρισιά γιατί θίγει σωματικό έλλειμμα του υβριζομένου - όπως μας μαθαίνανε να πραγματολογούμε και τον Οιδίποδα στο σχολειό (τη φάση που λέει ο Οιδίποδας στον Τειρεσία «τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τ' όμματ' ει»).

- (χαμηλόφωνα) Κόψ' τις ρε φίλε που σηκώνονται να πάνε στη μπάρα και καλά...
- Τι;
- Πίσω σου ρε μαλάκα λέω, πάνε...
- Τι μου λες ρε μαλάκα....
- Ε γαμώ τ' αυτιά σου ρε Κρέοντα...

(από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει την δυσαρέσκειά μας τόσο για τα πολιτικά τεκταινόμενα της χώρας όσο και για την «εξυπηρέτηση» μας από δημόσιες υπηρεσίες.

- Πώς να πάει έτσι μπροστά η χώρα, γαμώ τα υπουργεία σας;

- 500 δικαιολογητικά για μια απλή αίτηση, γαμώ τα υπουργεία σας!

Σχετικό: γαμώ + αντικείμενο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ακραίας δυσαρέσκειας και θυμού για μια συνεχιζόμενη δεινοπάθηση ή ταλαιπωρία που υφιστάμεθα.

Η αιτία της αγανάκτησής μας μπορεί να είναι κάποιος συνάνθρωπός μας (παρ.1), η θεά τύχη που μας έχει μονίμως κλασμένους (παρ.2), η άτιμη κενωνία, ο ανάστροφος Ερμής, το Ελ Νίνιο, ο Χατζηπετρής κ.λπ, κ.λπ. - υπάρχει πάντα κάτι να κατηγορήσει κανείς.

Η φάση προφέρεται συνηθέστερα κοιτώντας ψηλά και πολλές φορές μέσα από τα δόντια.

  1. Πάλι το έχασε με κενό τέρμα; Πάλι γλαρόσουπα φάγαμε, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ;

  2. Όχι ρε μπούστη μου, πάλι πηγμένος ο περιφερειακός, πάλι δυό ώρες θα κάνουμε να φτάσουμε σπίτι, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ.

Γενικότερα δες γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο light και λιγότερο βλάσφημη απόδοση του «γαμώ την Παναγία μου», η οποία επιτρέπει στο χριστεπώνυμο πλήθος να εκτονώνεται χωρίς όμως να καίει το μεταθανάτιο πολιτικό του κεφάλαιο.

Παραλλαγές περιλαμβάνουν το γαμώ την πανακόλα καθώς και το «γαμώ τον Αγιατολλάχ μου» που οι παλαιότεροι ίσως θυμούνται από τα χρόνια της Ισμαμικής Επάστασης στο Ιράν.

«Τα μουνιά καπέλα, οι πάρε τ΄ αρχίδια μου
Οι την Παναχαϊκή μου και τα χεζοβολιά
Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα
Του κώλου τα εννιάμερα κι οι γάμησέ τα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς

Την Παναχαϊκή μου! (από Vrastaman, 21/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified