Further tags

Πολυχρηστικός όρος που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σε πλειάδα παρεμφερών αργκοτικών εκφράσεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, τα ράμματα παραπέμπουν στην ξεσκισμένη κωλοτρυπίδα που έχει επειγόντως τη χρεία τους.

  1. Πήγα για ράμματα = έφαγα ήττα, έπαθα νίλα, τον ήπια. Λέγεται κατά κανόνα εκ των υστέρων. Αν π.χ. μια γκόμενα σου ρίξει άκυρο ή σε σχολάσει, τότε μπορούμε να πούμε -αναλόγως και τη σοβαρότητα της κατάστασης- ότι είσαι για να πας να κάνεις ράμματα, ή ότι σ' έστειλε για ράμματα.

  2. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Βαρύτατη απειλή που αντικαθιστά το τετριμμένον «θα σε γαμήσω». Καθώς δεν εμπεριέχει κάποια αμέσως υβριστικήν λέξιν, η απειλή καθίσταται πιο υποδόρια και, υπό προϋποθέσεις, περισσότερο σοβαρή. Εκτεταμένη βερσιόν της, είναι και το υπό του hodja αναρτηθέν έχω ράμματα για τη σούφρα σου. Στην τελευταία περίπτωση, φρονώ πως η απειλή πάλιν αποδυναμώνεται εξαιτίας της αμέσου αναφοράς εις την ροδέλα και του μακροσκελούς της εκφράσεως, πράγματα που την φέρουν εγγύτερα στη σφαίρα της γραφικότητος.

  3. Θα σου κάνω / θα σε στείλω για ράμματα. Φαινομενικώς όμοια με την προηγούμενη, λέγεται υπό εξημμένου τινός αρσενικού προς το αντικείμενο του πόθου του (γυναίκα ή πούστη). Το εν λόγω σερνικόν διαφημίζει ούτως τας σεξουαλικάς του επιδόσεις (αντοχή, τεχνική, μέγεθος φαλλού κλπ), προϊδεάζοντας τον/την σύνευνόν του περί των σεισμικών δονήσεων που θα επακολουθήσουν. Εις ιστορικόν χρόνον, χρησιμοποιείται μεταξύ επιβητόρων προς κομπασμόν.

- Άσε, χτες είχαμε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαιρούλα. Μιλάμε πως δεν τη γάμησα απλά, την έστειλα για ράμματα.

  1. Της Παναγιάς τα ράμματα. Εξαιρετικά βλάσφημη βερσιόν του ανώδυνου «της Παναγιάς τα μάτια», η οποία θα άξιζε ίσως να τύχει αυτοτελούς πραγμάτευσης. Τα όμματα (μάτια) ευκόλως τρέπονται εν τη ρύμη του λόγου εις ράμματα. Χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το γνωστό, ως κατακλείδα δλδ προτάσεων που απαριθμούν τα μέρη ενός συνόλου.

- Και σκάω που λες στα έβερεστ και χτυπάω ένα τοστάκι με τα πάντα όλα μέσα: τυρί, μπιφτέκι, λουκάνικο, ομελέτα, μπέϊκον, τηγανητές, ρώσικη, τυροκαυτερή, της παναγιάς τα ράμματα να πούμε!!

Σε ακόμη πιο καμμένες καταστάσεις, προσκολλάται ως πασπαρτού στο τέλος μιας οποιασδήποτε άσχετης φράσης. Το υπονοούμενο είναι grosso modo και εν συντομία το εξής: η Παναγία ήταν παρθένα από μπρος (άμωμος σύλληψις κλπ) τίποτα όμως δεν την εμπόδιζε να τον τρώει από πίσω...

- Την τράβηξα στο διάλειμμα στις τουαλέτες του 3ου, μου τον πήρε στο στόμα και στο καπάκι της τον φόρεσα, της παναγιάς τα ράμματα, τι να σου λέω τώρα!

Σ.ς.: Κατ' άλλη άποψη πρόκειται για τα ράμματα από την παρθενοραφή που χρειάστηκε να κάνει μετά το ξεπέταγμα του θείου βρέφους. Η ερμηνεία αυτή είναι και η μόνη πραγματικά βλάσφημη, καθότι αρνείται το θεμελιώδες δόγμα της Θείας Ενσάρκωσης. Αποτελεί εμμέσως μια θεολογική θέση κι όχι ένα απλό χοντροκομμένο αστείο.

  1. - Μαλάκα μου τι παλούκια θέματα ήταν αυτά που έβαλε στα Λατινικά; Πήγαμε για ράμματα, κανονικά όμως.

  2. - Φιλαράκι, ακόμα μια φορά να κάνεις πως κοιτάς τη γκόμενά μου και θα σε στείλω για ράμματα.

  3. - Μωρό μου, όλες αυτές τις μέρες που λείπεις ούτε μαλακία δεν έχω τραβήξει, τα φυλάω όλα τα φλόκια για πάρτη σου. Και στο λέω να το ξέρεις, πως όταν βρεθούμε, σε βλέπω να πηγαίνεις για ράμματα απ' τον πούτσο που θα σου ρίξω.

  4. - Το 'χω κάνει τούμπανο το αμαξάκι, τι αεροτομή του 'χω χώσει, τι φιμάτα τζάμια, τι εξάτμιση, τι ζάντες 18άρες. Της παναγιάς τα ράμματα του 'χω ρίξει απάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημο ανώμαλο χούι ελαφρώς διεστραμμένων των πενήνταζ, εξήνταζ και εβδομήνταζ. Είναι η πρακτική κατά την οποία επωφελείται κάποιος από την πολυκοσμία και «κολλάει» σε πισινά γυναικεία, ανδρικά ή εφηβικά, με σκοπό τον επιτόπιο αυνανισμό, ή ακόμη και ετεροχρονισμένο, εφόσον οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Συνήθης τόπος άσκησης του «κολλητηρίου» ήταν τα λεωφορεία, αλλά οι μάστορες του είδους το εξασκούσαν στα πιο απίθανα μέρη (ουρά στο ΙΚΑ, αίθουσες δικαστηρίων κλπ). Απ' όσο ακούω, το φαινόμενο απαντάται, σπανιότερα πάντως, και στις μέρες μας.

  1. Φύγε βρε ανώμαλε μη σου σκάσω καμιά τσαντιά! Πρωί πρωί, πού τη βρίσκεις την όρεξη για κολλητήρι;

  2. - Άσε ρε Λίτσα, μπήκα στο λεωφορείο και μου 'κανε κάποιος κολλητήρι, αλλά είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
    - Βρε μπας και σ' άρεσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρη πρόβλεψη, που προέρχεται από το γνωστό «θα πεις το ψωμί ψωμάκι», δηλαδή θα πεινάσεις. Αντίστοιχη έκφραση, «θα δεις το μουνί με το κυάλι» ή «με το μακαρόνι το νούμερο 6» (δηλ. μετά κόπου και από απόσταση).

Ομοίως, η έκφραση αναφέρεται σε επικείμενη πείνα (σεξουαλική) του δέκτου, της οποίας η διάρκεια παραμένει ακαθόριστη και οφείλεται σωρευτικώς ή διαζευκτικώς είτε σε εγκατάλειψή του από τη γκόμενα (ή το αντίστροφο) είτε σε ακαταδεξία του να πάρει κάνα μπάζο, να ξεχαρμανιάσει. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να οφείλεται και σε γεγονότα εξωτερικά της θελήσεώς του ή του γυναικείου φύλου (π.χ. μάντρωμα σε φυλακή, γκαζάδικο, βασική εκπαίδευση κλπ).

Οπότε καλείται ο προς ών η έκφραση, να κάνει τα κουμάντα του (δηλ. ταχεία εξεύρεσις συντρόφου, ειδάλλως μια είναι η εναλλακτική-βλ. τραγουδάκι Λ. Κηλαηδόνη):

[i]«Υπάρχει και κάτι, που δίχως δραχμή
Μπορεί και σε φτιάχνει την ίδια στιγμή
Υπάρχει και κάτι που ήταν ήδη γνωστό
Προτού το τρομπόνι το πούνε πνευστό
Μην πεις ότι δεν ξέρεις για ποιο σου μιλώ
Και σ' όλους να ξέρεις, κάνει καλό!»[/i]

Εξ άλλου, το Υπουργείον Υγείας συνιστά και επισήμως σε ενημερωτικά φυλλάδια προς αποφυγήν της εξαπλώσεως σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων –μεταξύ άλλων– την «αποχήν» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό).

Εκτός πια κι αν τη γυρίσει τη φυλλάδα, (οπότε πάμε σε άλλο κεφάλαιο)...

Σχετικά με το αναγκαίο δίπολο ψωμί-μουνί, έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης. Στο πρώτο χρωστάμε το ζην, στο δεύτερο το ευ ζην (κι ας λέει άλλα ο Κοτζάμ-Αλέκος).
Αρκεί να σημειωθεί οτι ο Διογένης ο Κυνικός μαλακιζόμενος δημοσία στην Αγορά υπό τα όμματα (και τα σκώμματα) των συμπολιτών του, έριξε ατάκα που έσβησε με μια διπλοκαμπανιά το Μαρξ και το Φρόυντ πριν ακόμα γεννηθούν: «Μακάρι να μπορούσαμε να τρίβαμε και την κοιλιά μας έτσι και να ψευτοχορταίναμε»...

Άλλωστε ο σοφός ιταλικός λαός δεν ξεχωρίζει τις δυο (βασικότατες) ανάγκες, θυμοσοφώντας με καημό: Si lavora-si fatica, per la panza e per la fica (=πρέπει να το πολεμήσεις, για να φας και να γαμήσεις)! Λένε επίσης για το κέντρο της δημιουργίας: Cinque minuti per uscirci – una vita intera per rientrarci (=πέντε λεπτά να βγεις – μια ολόκληρη ζωή να παλεύεις να ξαναμπείς)...

Αντίδοτο, εκ μέρους του εκ πεποιθήσεως ή εκ περιστάσεως σολοντάπη (=μαλακία στα βαθιά ελληνικά), η χιουμοριστική φράση: «Εγώ την γυναίκα των ονείρων μου, την έχω στο χέρι». Αν σκαμπάζει κι από οικονομικούς όρους, ο συμπαθής μαλάκας μας, σε περίπτωση σεμνής υποδείξεως από φίλο του να κάνει τα στραβά μάτια και να πηδήξει κάνα ευκολάκι να ξεθολώσει, μπορεί να ισχυρισθεί ευθαρσώς, ως άλλος Βαρβαρέσσος: «Δεδομένης της κρίσεως, από την υποτίμησιν (των κριτηρίων) προτιμώ τον εσωτερικόν δανεισμόν!» που συνοδεύεται από ταυτόχρονη σχετική χειρονομία ανεβοκατεβάσματος της κλειστής γροθιάς του.

Βέβαια, υφίσταται και αντεπιχείρημα, αφού κάτι λέει ο John Meynard Keynes περί «σκληρού νομίσματος», «διολισθήσεως» και άλλα τέτοια, αλλά άμα ο άλλος δεν ακούει...

Εις την ανεκτικήν κοινωνία μας, υπάρχει χώρος και για τον ιδεολήπτη μαλάκα, αφού κι ο «όλα τα σφάζω» (αγγλ. fuck anything with a pulse), μπορεί να καταστεί καταγέλαστος λόγω των επιλογών του.

Παρ' όλα αυτά, οι Εγκλέζοι λεν «once a malakas always a malakas», το οποίο μονιμοποιείται κατ' επετηρίδα σε «a malakas at 40 is a malakas for ever»!

  1. — Τί έγινε με τη Τζένη ρε, πλακωθήκατε έμαθα;
    — Άστηνε να φύγει, τη μαλάκω...
    — Κρίμα κι ήταν ωραίο μωρό... Και πώς θα τη βγάλεις τώρα ρε συ; Με σουηδική γυμναστική;
    — Ναι ρε, να δώ και τον κόπο μου!
    — Να σου γνωρίσω την Καιτούλα; Μια χαρά κοπέλα...
    — Ποιά ρε; Εκείνο το πατζούρι; Να μένει το βύσσινο!
    — Ρε θα πείς το μουνί μουνάκι ρεεεεε!
    — Ας το πώ!
    — Ε, τί να σου πώ; Κάτσε βγάλε ρόζους τότε...

  2. (Μεταγωγών):
    — Γιατί τόσο μινόρε, αν επιτρέπεται;
    — Μου ρίξανε του Χριστού τα χρόνια οι πούστηδες!
    — Τί έκανες ρε φίλε;
    — Αδίκημα...
    — Θα κάνεις έφεση, νταγιάντα!
    — Εφετείο ήτανε! Άσε, θα πώ το μουνί μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε ότι κάποια μας φωτογραφίζει όταν φαίνεται το βρακί ή (ακόμα καλύτερα) το μουνί της καθώς κάθεται ανέμελα με ανοιχτά τα πόδια.

Όπως με όλες τις μορφές φωτογράφισης, μερικές είναι αυθόρμητες κι άλλες στημένες.

Συνειρμικό ασίστ από τα σχόλια του Πονηρόσκυλου εδώ.

- Αίαντα, για γύρνα διακριτικά στο τρεις η ώρα...η Σβετλάνα μάς φωτογραφίζει.

- Ἂτσα ἑξώμουνο μίνι ἡ Φωτεινοῦλα, Ἁλλῖβε!

Κλασική φωτογράφιση της Sharon Stone, καικαλά όχι στημένη. (από Vrastaman, 04/11/09)"Φωτογράφε, όλη την τέχνη σου να βάλεις", αφιερωμένο στην Φαιη Σκορδά και την Πετρούλα Κωστίδου (από Khan, 04/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικό υπονοούμενο για ύποπτη ή παράνομη ερωτική συνεύρεση. Εκφέρεται κυρίως με δηκτική διάθεση συνοδευόμενη από αρκετό φθόνο, και συνήθως αφορά σε άτομα του στενού φιλικού ή οικογενειακού περιβάλλοντος (σύζυγος, κόρη, γκόμενα κλπ).

  1. - Η Μαρία πήγε στη Ρώμη με το αφεντικό της για «δουλειές». Μου την έχει δώσει!
    - Μήπως είσαι παράξενος;
    - Στο ίδιο δωμάτιο μένουν ρε μαλάκα, τι λες εσύ, το βράδυ να παίζουν τις κουμπάρες;

  2. - Η Δέσποινα είναι κλειδωμένη στο δωμάτιό της με το Γιώργο δυο ώρες.
    - Λες να πηδιούνται;
    - Όχι, παίζουν τις κουμπάρες. Άιντε, σύνελθε!

Παίζουμε τις κουμπάρες; (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ὅπως εἶναι γραμμένο, εἴτε εἶναι λάθος, εἴτε πρόκειται γιὰ σλαγκισμένη προφορὰ τοῦ κοινοῦ «Ἔ, ἄει καὶ γαμήσου...» (από τον ορισμό του aias.ath).

Kι όμως, περιέχει ένα σλανγκικό έρμα, αφού:

  • το «ειά και γαμήσου» φανερώνει περισσότερη περιφρόνηση από το απλό «άει γαμήσου» προς το άτομο στο οποίο εκστομίζεται,
  • απαντάται και στον πιο ξυσοκάρυδο τύπο «ειά και γά»/
  • εμπεριέχει το ρίσκο της απάντησης-τάπωμα (ή γείωσης κατά vikar) «Πάρ 'τη και κοιμήσου», οπότε αξίζει (τουλάστιχο) μνείας.

Λημπούμεραγκ: αίας.αθ

- Ρὲ φιλάρα, κοίτα νὰ ποῦμ', δὲν βγαίνει ὅπως τὄπαμε χθὲς, νὰ ποῦμε. Ρίξε κάτι παραπάνω νὰ μείνῃ συρμαγιὰ καὶ γιὰ πάρτη μας, νὰ ποῦμε.
- Ἔ, ειἄ καὶ γαμήσου σκατόλουστρε, μὲ τὰ κορδελάκια σου...

φερτε τα πσαρια! (από BuBis, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified