Further tags

  1. Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
    Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
    Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.

  2. Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
    Συνώνυμα: γίνεται.

  3. Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

  4. Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.

  1. Ως πότε θα κάθεσαι και θα τον παίζεις απ' το πρωί ώς το βράδυ ρε μαλάκα; Τριάντα χρονώ γαϊδούρι; Πιάσε καμιά δουλειά να γίνεις άνθρωπος.

2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.

(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.

  1. - Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
    - Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...

  2. Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλέβω κάτι (συνήθως μικρό αντικείμενο).

- Πού το βρήκες ρε μαλάκα το ροζ το άιποντ; Καταρχήν, πού βρήκες τα λεφτά να τ' αγοράσεις, και δεύτερον, ρ ό ζ ;!...
- Ποιος σού 'πε οτι τ' αγόρασα ρε μαλάκα. Το σούφρωσα χθες απο την δικιά μου. Λες να το βάψω πλάκα-πλάκα να μην το πάρει πρέφα;...
- ...

Συνώνυμα: σκουφώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.

Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω στην κλειτορίδα λίγο πριν τη διείσδυση.

  2. Η παλινδρομική κίνηση του πέους επάνω σε άλλα μέρη του γυναικείου (ή ανδρικού για την... άλλη ομάδα) σώματος για πρόκληση πλήρους στύσης.

- Και τι έγινε μόλις άνοιξαν οι πόρτες; Μπήκες με φόρα;
- Όχι ρε μαλάκα... δούλεψα λίγο πινέλο πρώτα. Έτσι, για την καύλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά, κλατάρω.

Προέλευση:

Η μπιέλα είναι ένα εξάρτημα της μηχανής, συνήθως κυλινδρικό, με το οποίο μεταβιβάζεται η κίνηση από ένα τμήμα της μηχανής σε άλλο (από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη).

Όταν η μπιέλα «χτυπήσει», χαλαρώνουν οι σχέσεις στην τοποθέτηση των τμημάτων της κι ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος μεταλλικός θόρυβος απ' τον κινητήρα, που σημαίνει ότι αν δεν πάει για επισκευή θα τον πάρουμε στο χέρι.

- Πού είναι ο Μίμης να τον βάλω στα καλάθια; Κώλωσε;
- Άσε ρε το μαλάκα... πήγε να παίξει προχτές με κάτι πιτσιρικάδες και χτύπησε μπιέλα. Είναι για την ηλικία μας αυτά;

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.

Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.

Έτσι εφευρέθηκε το μουστάκι. (από Galadriel, 13/02/09)ετς! (από MXΣ, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς χύμα στρατιώτης, δεν τον αγγίζει τίποτα και δεν χαλίεται με τίποτα.

Ο εφιάλτης του κάθε καραβανά.

- Χτες στην βραδινή αναφορά ο Γεωργίου κοιμόταν και δεν σηκωνόταν με τίποτα από το κρεββάτι!
- Ναι ρε, δεν καταλαβαίνει τίποτα, μεγάλο χυμείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.

- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθαρισμός / ξεχορτάριασμα του στρατοπέδου.

Ο Νικολάου και ο Δημητρίου θα πάνε μετά την αναφορά για αποψίλωση.

Got a better definition? Add it!

Published