Further tags

Είδος αλωπεκίας ανδρογενετικού τύπου (φαλάκρας) στην οποία η εναπομένουσα τριχοφυΐα περιορίζεται στη βρεγματική (πλαϊνή) και ινιακή (πίσω) χώρα του τριχωτού.

Η ποικιλία αυτή της φαλάκρας αποκαλείται τάργκα επειδή θυμίζει έντονα τα γνωστά ημι-κάμπριο αυτοκίνητα που φέρουν το ίδιο όνομα.

Ορισμένοι κάτοχοι τάργκα με χαμηλή αυτοπεποίθηση καταφεύγουν στην έσχατη λύση της φλοκάτης .

Σκηνή από εξέταση στο εργαστήριο Bermann Kord:

- Γιατρέ μου το τάργκα μου κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πλήρες κάμπριο. Για την ώρα εφαρμόζω πατέντα φλοκάτης, αλλά σε λίγο θα πρέπει να χτενίζω και τα φρύδια μου από πίσω. Στο δρόμο μου φωνάζουν «καλώς το coupé cabriolé
- Μη ανησυχείτε κύριε Βρασίδα. Η τελευταία μας μέθοδος συνίσταται σε μεταμόσχευση τριχών από την βουβωνική χώρα και είναι λίαν αποτελεσματική. Θα σας κάνουμε και δώρο ειδικό χτενάκι για το νέο σας άφρο.

Ferrari Dino Targa (από Vrastaman, 18/09/08)Κλασσικό τάργκα (από Vrastaman, 18/09/08)ΘΟΥ-ΒΟΥ τάργκα (από Vrastaman, 18/09/08)Georgakis Targa (από Vrastaman, 18/09/08)911 Targa! Ta spaei! (από Vrastaman, 18/09/08)Ύποπτο μαλλί. Λέτε εκτός από Τράγκας να είναι και Τάργκας? (από Vrastaman, 18/09/08)μωρ ψάχω εκείνη το φωτό που του χεζε ένα πουλί την καούκα κι εκείνος χαμπάρι... (από xaxac, 18/09/08)(από dryhammer, 16/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχαρο και πολύ, μα πάρα πολύ, ψηλό άτομο. Το αντίθετο δηλαδή της μισοριξιάς.

- Κάθε ταβανόσκουπα στην Ελλάδα το παίζει μοντέλα και μας πουλάει μούρη! Μαζεύω τα μπογαλάκια μου και την κάνω για σεξουαλικός μετανάστης στην Ουκρανία.
- Γάμησέ τα, τσιμπητέ, θα φας γλάρο! Όλες οι καλές Ουκρανές έχουν εκκενώσει την χώρα για Δυτική Ευρώπη και Μέση Ανατολή -εκεί έμειναν μόνο κάτι ραδιενεργά μπάζα!

Ταβανόσκουπα (από Vrastaman, 26/09/08)Ceci n\'est pas une tavanoskoupa! (από Vrastaman, 26/09/08)

Δες και ξαραχνιάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λαϊκός είναι προσδιορισμός για τον άνθρωπο με λαϊκά γούστα και συνήθειες.

Εδώ δε μιλάμε φυσικά για τον όρο λαϊκός γενικά, αλλά για τον προσδιορισμό που συνήθως δίνεται σε ανθρώπους που έχουν τέτοια γούστα και συνήθειες, ενώ όμως εργάζονται, συχνάζουν, εμπλέκονται ή είναι αποδεκτοί σε χώρους που δε φημίζονται για τη λαϊκότητά τους –στους οποίους χώρους ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα και γι΄αυτό και του κολλάει ο χαρακτηρισμός «του λαϊκού». Μιλάμε για το χαρακτηρισμό που δίνεται συνήθως με αυτή τη διατύπωση «ο Χ ο λαϊκός», π.χ. ο «Χρήστος ο λαϊκός», το οποίο για συγκεκριμένους χώρους και παρέες μένει συνήθως σκέτο ως «ο λαϊκός».

1.1. Με άλλα λόγια, ένας νταλικέρης, οικοδόμος, χασάπης, ψαράς, τυροπιτάς, μπαρμπέρης, υδραυλικός, μπογιατζής, λαϊκατζής, ταρίφας, επαγγελματίας αλογομούρης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκός, αφού λίγο πολύ εξυπακούεται ότι είναι. Π.χ. η φράση «λαϊκός ταρίφας» ή «ο ταρίφας ο λαϊκός» ακούγεται γελοία, λόγω πλεονασμού.

1.2 Ένας τραπεζικός υπάλληλος, ωστόσο, ή δικηγόρος, ή γιατρός, ή και νοσηλευτής ακόμα, ένας βιβλιοπώλης, φοιτητής, καθηγητής σε σχολείο και σπανιότερα σε πανεπιστήμιο, ένας μηχανικός, φαρμακοποιός, μουσικός φιλαρμονικής, πληροφορικάριος κ.τ.ό., μπορούν να είναι «λαϊκοί» ακριβώς επειδή οι πλειοψηφικοί άλλοι σε αυτούς τους χώρους δεν είναι.

Για να ξεχωρίζουμε τους λαϊκούς τύπου 1.1. από τους λαϊκούς τύπου 1.2., και χωρίς άλλη πρόθεση (no shit), θα γράφουμε τους τελευταίους εντός «».

1.3. Οι «λαϊκοί» απαντούν σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ασφαλώς ο αριθμός τους φθίνει (καθώς οι νέοι που έχουν τα φόντα να γίνουν «λαϊκοί» γίνονται κάγκουρες ή μάλλον τρέντουλες, ή δε γίνονται καθόλου λαϊκοί). Απαντούν έντονα στην ηλικιακή ομάδα 45–65, υπάρχουν αρκετοί στα 35–45, αλλά πού και πού ξεπετάγεται κάποιος και στις χαμηλότερες ηλικίες. Υπάρχουν ασφαλώς και «λαϊκοί» αρκετοί μεταξύ των αιώνιων φοιτητών.

  1. Ειδική κατηγορία «λαϊκών» είναι οι αριστεροί και αναρχικοί λαϊκοί, οι οποίοι ξεχωρίζουν γιατί είναι ένα κλικ πιο κοντά στην εργατική τάξη, ένα κλικ λιγότερο αμπελοφιλόσοφοι, και ένα κλικ περισσότερο σεξιστές –στο λόγο τουλάχιστον– απ' ό,τι επιβάλλει η πολιτική ορθότητα ή/και η γραμμή στους χώρους αυτούς. Σε αυτούς τους χώρους, μπορεί κάποιος να χαρακτηρίζεται «λαϊκός», επειδή (ή μάλλον αν και) ασκεί λαϊκό επάγγελμα, κι έτσι ακριβώς ξεχωρίζει από τους φοιτητές και τους άλλους διανοουμενίζοντες που συνήθως είναι ενεργοί εκεί –θα πρέπει, όμως, ο «λαϊκός» να έχει και λαϊκές συνήθειες (βλ. παρακάτω) για να του κολλήσει ο τίτλος, απλά το λαϊκό επάγγελμα δεν αρκεί αλλά και δεν αποκλείει τον τίτλο.

2.1. Να τονιστεί ότι πολλοί εργατοπατέρες είναι λαϊκοί τύποι, συνήθως όμως αυτοί χαρακτηρίζονται περισσότερο ως λαμόγια επειδή, πέραν των άλλων, χρησιμοποιούν τη λαϊκότητά τους για να αποκτήσουν έρεισμα και απήχηση –και όχι μόνο.

    1. Ο λαϊκός που περιγράφουμε εδώ δε βλέπει τη λαϊκότητα εργαλειακά ή τουλάχιστον δεν τη χρησιμοποιεί με πολύ χυδαίο τρόπο, επειδή ακριβώς η λαϊκότητα δεν είναι επιλογή του, αλλά γεννήθηκε με αυτήν ή έστω ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κάλεσμα προς αυτήν –έτσι, τη σέβεται, και τη χρησιμοποιεί, ίσως, μόνο για να μην του τα πρήζουν περισσότερο απ' όσο πρέπει με μανιαμουνιές, σε εργασιακούς ή πολιτικούς χώρους.

2.3. Q: Μπορεί ένας δεξιός να είναι «λαϊκός»; Α. Ναι, αν δεν είναι αγριοχρίστιανος ή Ελληνάρας μέχρι αηδίας (τότε είναι απλά λαϊκιστής, βλ. «εκμεταλλεύομαι τη λαϊκότητά μου για ίδιον όφελος»).

2.4. Q. Μπορεί ένας κουκουές; Ναι, αν του αρέσει περισσότερο ο Ζαγοραίος από τη Φαραντούρη και το παραδέχεται –αλλά αν είναι ο «λαϊκός» της κοβα όντως θα παραδέχεται επίσης και ότι το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

2.5. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο «λαϊκός» έχει πολιτισμική αν όχι και πολιτική συγγένεια με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Για το χαρακτηρισμό όμως ενός χ ΠΑΣΟΚου ως «λαϊκού» θα πρέπει να υπάρχει περισσότερη λαϊκότητα απ΄ότι λαϊκισμός. Με τον εξαχρειωνισμό του Σημίτη, ο λαϊκός αν δεν μετεξελίχθη σε λαμόγιο, είναι πολύ πιθανό όντως να είναι γνωστός ως «ο λαϊκός».

  1. Πολιτίκ ή απολιτίκ, και ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επαγγέλματος και κοινωνικής τάξης, ο «λαϊκός» συγκεντρώνει κάποια ή όλα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά.

3.1. μιλάει λαϊκά, αναμιγνύει δηλαδή στο λόγο του μάγκικες εκφράσεις, από τη νύχτα, το τζόγο, την αργκό της πιάτσας κάποιων δεκαετιών πριν. Καμιά φορά και φράσεις από την αγροτοκτηνοτροφική ζωή, ή από χειρωνακτικά επαγγέλματα (οικοδομή πιο πολύ). Δεν είναι όμως επιδεικτικός με τη γλώσσα και κυρίως αποπνέει ότι μπορεί να σταθεί τόσο στο λιμάνι όσο και στο σαλόνι.

3.2. ακούει λαϊκά, παλιά (πέραν του Ζαγοραίου, επίσης ο Καζαντζίδης είναι οκ, αλλά κυρίως Μαργαρίτη, Μενιδιάτη, Διονυσίου ασφαλώς) και νέα κατηγορίας σκυλάδικου (λιγότερο όμως –ίσως Τερζή, άντε Γονίδη, ίσως Τερλέγκα, όχι όμως Μελά και από Μητροπάνο τα μη κουλτουρέ). Αν έχει καταγωγή από επαρχία, ακούει και δημοτικά. Δεν ακούει ρεμπέτικα (αυτά είναι για φοιτητές), δεν πίνει μπάφους (άν έχει καβαντζώσει τα 40), έχει όμως, ωστόσο, μια γενναία τάση για αλκοολίκι.

3.3. Έχει περάσει τα νιάτα του στα μπουζούκια και στη γύρα γενικότερα, έχει καταστραφεί τουλάχιστον μια φορά από κουμάρι, ώσπου διορίστηκε κάπου ή τέλειωσε τη σχολή και μπήκε στην παραγωγή ή άνοιξε μαγαζί και ψιλοηρέμησε. Πλέον, είναι καφενόβιος με στέκι. Ξέρει και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες και τα καζίνα –ανάλογα με το βαλάντιο. Στην Αθήνα μπορεί να είναι και ερασιτέχνης πλέον αλογομούρης.

3.4. Ντύσιμο: φοράει πουκάμισο πάντα, αλλά ποτέ γραβάτα. Το πουκάμισο κλασικό. Το χειμώνα σακάκι, ή δερμάτινο μπουφάν (όχι παλτό), από μέσα πουκάμισο, ζωσμένο. Υφασμάτινα παντελόνια κυρίως, αλλά και τζιν. Ένα μεγάλο δαχτυλίδι επίσης σύνηθες, όχι όμως στους πολιτικοποιημένους (οι οποίοι φοράνε εξίσου συχνά με πουκάμισο και μπλουζάκι πόλο).
3.4.1. Τσιγάρο ελληνικό, όπως και ο καφές. .

3.5. Οδηγεί παλιά σχετικά μοντέλα από μάρκες αξιόπιστων αυτοκινήτων, κυρίως Γερμανικά (ίσως είχε κάνει και Γερμανία): bmw, opel, όχι όμως μερσεντέ.
3.5.1. Οδηγεί επίσης ακομπλεξάριστα παπί ή και βέσπα.

3.6. (Ανάλογα και με την ηλικία) υπήρξε γυναικάς και νταλκαδιάρης, αν και όχι απαραίτητα Ο γόης –δεν τις άφηνε όμως και αδιάφορες της γυναίκες. Στη σύζυγο τα έχει φορέσει πολλάκις αλλά δεν το ξέρει κανείς –αυτή το υποψιάζεται αλλά τον γουστάρει. Οι πλέον αυθεντικοί έχουν χωρίσει και ξαναπαντρευτεί μία έστω φορά και πληρώνουν διατροφή ή έχουν εξώγαμο.

  1. Οι λαϊκοί του είδους που περιγράφουμε, αν και έχουν καταφέρει να σταθούν σε πλήθος επαγγελματικούς και κοινωνικούς χώρους, είναι δεδομένο ότι μπορούν να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ανθρώπους του είδους τους (λαϊκούς και «λαϊκούς», δλδ.).

4.1. Ο «λαϊκός» δεν είναι απαραίτητα ο σούπερ κιμπάρης, αλλά σίγουρα δεν είναι και γύφτος. Κυρίως δεν είναι επιδεικτικός, ενώ είναι μερακλής. Είναι γενικά λογοτιμήτης.

4.2. Ένα επίσης γερό κριτήριο είναι ότι ο «λαϊκός» δεν έκανε ή δε θα κάνει πολλά λεφτά στη ζωή του, ούτε όμως και πείνασε/θα πεινάσει –κυρίως επειδή το χαρτί το σκορπάει. Γενικά, θεωρείται σωστός, κυρίως γιατί αυτό που κάνει το κάνει καλά. Ωστόσο, η λαϊκότητά του κάνει και πολύ κόσμο να στραβομουτσουνιάζει, κυρίως βέβαια τους πορδήθεν.

Αν ο «λαϊκός» θα επιβιώσει θα το δούμε. Υφίσταται πολλές πιέσεις και τα πράγματα είναι άσχημα.

[I]Ζητώ συγγνώμη για το σεντόνι, ελπίζω να έγινα κατανοητός με αυτήν περιγραφή ενός ιμπρεσιονιστικού ανθρωπότυπου . Ο λόγος ύπαρξης του εκτενούς και ενδεχομένως χασμουρητικού ορισμού είναι να συμβάλει στην αποφυγή καταχρήσεων του όρου «λαϊκός» στην περιγραφή λαϊκιστών, λαμογιών ή απλώς κάφρων[/I].

  1. - Καλά δικέ μου ο καρδιολόγος που εγχείρισε τον παππού κορυφή, πολύ «λαϊκός»... μέσα στο χειρουργείο λέει είχε χαμηλά Ζαγοραίο και άκουγε...
    - Άντε ρε... Και στο ιατρείο μέσα τον Αντρέα κορνίζα;
    - Αφού, μετά το Γιακούμπ, αυτός τον έβλεπε...

  2. - Πάλι ο Γιάννης ο «λαϊκός» τ' ακούει αυτά; Τι είναι, μπλάκμαν;
    - Χαμήλωσε το ρε Τζοοον...
    - Τζον: Αφού κύριοι το γνωρίζετε, όταν μελετώ δικογραφίες θέλω ν' ακούω το Στελάρα μου...

  3. Ο μαθηματικός μας ωραίος τύπος... Έρχεται κάθε μέρα με το παπί αλλά στην τρίχα... Και κάνει και γαμώ τα μαθήματα.
    - Αυτό το άφτερ σέιβ όμως ρε πούστη...
    - Έ είναι «λαϊκός» ο τύπος... Την κάσκα του την είδες, αντίκα...

  4. Έσκασε στη συνέλευση ο Πέτρος ο «λαϊκός»... Σούζα όλοι νά 'βλεπες, ακόμα και οι Δαπιτόφλωροι...
    - Έκλεισε με τσιτάτο από Μαργαρίτη;
    - Όχι, Λένιν, κατ΄εξαίρεση...

"Ο ά(ν)θρωπος ο λογικός είναι τύπος λαϊκός" (από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.

- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!

(από Khan, 23/07/09)(από vikar, 29/05/12)

Δες και γουτσισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified