Selected tags

Further tags

Πέρα από την κυριολεκτική του σημασία, δηλώνει επίσης και ότι έχω περιέλθει σε κατάσταση πνευματικής σύγχυσης (ή και πεο- μπλοκαρίσματος αν πρόκειται για άντρα), μπροστά σε ένα θέαμα εκτυφλωτικής ομορφιάς ή κεραυνοβόλας γκαύλας.

Κοινώς, έμεινα σέκος, τα είδα όλα, έμεινα, έπεσα ξερός, μου ήρθε κοκομπλόκο.

- Στην ΝΕΤ καθόταν πίσω από γραφείο που τα έκρυβε όλα. Τώρα στον ΣΚΑΪ όταν έχει καλεσμένους κάθεται μαζί τους σε καναπέ, ρίχνει κάτι σταυροποδάρα και χάνεις το φως σου.
(από το νέτι περί της Πόπης Τσαπανίδου)

- male_20: re paidia eida mia kopela sto shisha 28 xronwn kai mou eipe oti einai par8ena kai htan koukla dhladh exasa to fws mou!!!
(από γνωστό φορούμιο)

Ποπάρα (από Vrastaman, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον υποτιθέμενο χαιρετισμό μεταξύ αλεπούδων, κουναβιώνε και λοιπών γουνοφόρων ζουδίων πριν ξεμυτίσουν από την φωλιά τους: αν μας τσακώσουν αδέλφια το χάσαμε το τομάρι μας, ραντεβού στα γουναράδικα!

Αγαπημένη έκφραση του Άρη Βελουχιώτη, την ξεστόμιζε πριν εκδράμει σε παράτολμη αποστολή με το κονσερβοκούτι ανά χείρας. Ο Άρης τελικά κατέληξε στα γουναράδικα, δοσμένος στεγνά από τα συντρόφια του.

- Οι σκατομπατσοι τολμησαν να βγαλουν και ανακοινωση με την οποία μας ενημερωνουν πως θα εξεταστεί το … ενδεχομενο να ευθύνονται αστυνομικοί για τον τραυματισμό του ανθρωπου! Όχι ρε συγχρονοι ταγματασφαλιτες! Αφηστε το… Μη το ψαξετε καθολου. Μονος του πήγε και έπεσε πάνω στο αναποδο γκλοπ του μπατσου ή στη φυσουνιερα του. Αφηστε το… Γνωστο μαγειρεμα. Αλλα να εχετε στο νου σας πως και οι μολοτοφ χανουν το δρομο τους. Ραντεβού στα γουναράδικα που θα σας πάρουμε τα δικά σας τομάρια. (εδώ)

- Στην αρχή μας απειλούσαν με κρεμάλες, στη συνέχεια είπαν να πάρουν τα κονσερβοκούτια και ακούγοντας τον ύμνο του ΔΣΕ ψάχνουν τον τέταρτο γύρο. Είναι πραγματικά θλιβερό να βλέπεις πόσο μικροπολιτικά και ελαφρά στήνετε, κυρίως διαδικτυακά ένα εμφυλιακό σκηνικό. Με πόση ευκολία όλοι αυτοί οι ψευτοεπαναστάτες κάνουν λόγο «για ραντεβού στα γουναράδικα» και για την εκδίκηση του Μελιγαλά. (εκεί)

- Σήμερα, στην περίοδο της τριπλής κατοχής (Ecofin, ΕΚΤ, ΔΝΤ), κάποιοι σίγουρα θα αντισταθούμε (δίνοντας ραντεβού στα γουναράδικα). Παράλληλα, θα εμφανιστούν οι αντίστοιχοι «δoσίλογοι» (συνδικαλιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.). Η ελπίδα μας είναι πως σε αυτή την Αντίσταση, δεν θα χάσουμε πάλι, ούτε οι «προσκυνημένοι» θα επικρατήσουν ξανά.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο τύπος που κάθεται όλη μέρα (τεμπέλης), χωρίς να κάνει τίποτα ή που έχει πάει για δουλειά χωρίς όρεξη και απλά... βροντάει! Συνώνυμο του ψωλοβρόντης.

Τί έγινε ρε.... τι κάνεις εδώ;! Δουλειά δεν έχεις ή απλά βροντάς;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιώθω μεγάλη αηδία ή φρίκη.

(Σ.ς.: Προσοχή, ποτέ έντερα).

- Θράσος «αντάρτη κο-κο-κο», νενέκου, που σου γυρίζει τ' άντερα.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα πέφτουλα σε Ισπανίδες τουριστριούλες ακολουθούμενη ενίοτε από πονηρό γελάκι καθότι ο μούτσος παραπέμπει σε άλλα παλαμάρια.

Ετυμολογία: από το ισπανικό te quiero mucho.

Βασικά Ισπανικά για μπουρδελιάρηδες
Πείτε και κανένα Te quiero mucho (Τε κιέρο μούτσο) ή κανένα πιο λαϊτ... Te gusto mucho (τε γούστο μουτσο) ή στην χειρότερη mucho gusto (χάρηκα για τη γνωριμία) τι σόϊ greek lovers είσαστε;

(από Khan, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μένω με το στόμα ανοιχτό, μένω άναυδος, δεν πιστεύω στ' αυτιά μου, μένω μαλάκας.

Καλά φίλε, είδα χτες την Μαρία βαμμένη, φτιαγμένη, με τα μίνια της και έπαθα πλάκα!

Μπράβο ρε συ, δεν σου το ΄χα να της την πέσεις της δίμετρης Σουηδέζας, έπαθα πλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.

Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.

Le pont, γαλλιστί. (από Vrastaman, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μακάρι να μη συμβεί αυτό που μόλις είπες».

Η προτροπή έχει να κάνει με τη δεισιδαιμονία ότι καμιά φορά μπορεί να συμβεί κάτι μόνο και μόνο επειδή το είπε κάποιος, ειδικά όταν αυτός είναι Μητσοτάκης.

- Λες να γυρίσει ο στρατηγός και να μας πιάσει που την κοπανήσαμε;
- Δάγκωσε τη γλώσσα σου ρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λειτουργεί ως επιφώνημα, και εκφράζει έκπληξη ή απογοήτευση, ή θυμό, ή, ή, ή... Ο τονισμός κατά την εκφορά ποικίλλει και εξαρτάται απ' το νόημα.

Εκτοξεύεται ως απειλή κατά παντός υπευθύνου ή συμπληρώνεται με εξ ίσου ασαφείς διασαφηνίσεις όπως «να γαμήσω κάναν κώλο παιδικόνε» ή ό,τι εμπνευστεί ο μπινελικωτής επιτόπου. Αν και μάλλον η έννοια αλλοιώνεται με τα συμπληρώματα διαστροφής.

Συγγενή και τα μη γαμήσω, α να σε γαμήσω..., να σου γαμήσω, το ουγκχ (σε μη μπινελίκι), αλλά πλήρως άσχετο το ποιον πρέπει να γαμήσω.

  1. (στο ποδήλατο, βλέπει το πορτοκαλί να γίνεται κόκκινο, γαμιέται για να προλάβει να μην τον πατήσουνε και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  2. (στο ποδήλατο, βλέπει το λεωφορείο να πλησιάζει επικίνδυνα και λέει:)
    - Να γαμήσωωωωω....

  3. (ξυπνάει στο φορείο και λέει ζαλισμένος)
    - Πώ να γαμήσω...

  4. - Και για λέγε ρε συ, σου αρέσουν οι Pain of Salvation;
    - Μόνο το one hour by the concrete lake.
    - Ασταδγιάλα ρε πρωτοδισκάκια.
    - Μα αυτός είναι ο δεύτερος...
    - Ού να γαμήσω...

  5. Ανακοινώνονται τα νούμερα του λόττο και έχει πιάσει τα διπλανά:
    - Να γαμήσω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο υποστηρίζει φανατικά ή είναι εθισμένο ψυχικά ή και οργανικά με μια κατάσταση, μια έννοια, ή ένα σύνολο.

Τόσο πολύ είναι φανατισμένο ή εθισμένο που αν η πεποίθησή του αυτή κυκλοφορούσε σε χρώμα δε θα το 'χε σε τίποτα να μπογιατιστεί με αυτήν.

Συνώνυμα: πωρωμένος, κολλημένος κ.α..

  1. - Και τι ομάδα είσαι του λόγου σου;
    - ΠΑΟΚ. Βαμμένος.

  2. - Καλά ρε πόσα εκατομμύρια (σ.σ.: δραχμές) έχασε ο Τάκης στα χαρτιά;
    - Και πόσα θα χάσει ακόμα δε λες; Βαμμένος τζογαδόρος βλέπεις.
    - Ναι, αλλά πόσα έχασε;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified