Selected tags

Further tags

Τρέχα γύρευε τρεχαγυρευόπουλος, καλά νταξ, πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το, άντε βγάλε άκρη, κττ.

- Άμα μου τη φέρει θα έχει να κάνει μαζί μου ο μουνίκακας...
- Καλά, Λούης θα γίνει κι άντε μετά πιάσε τον κασίδη και πάρ του τα μαλλιά...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη του Αριστοφάνη, από το έργο Ειρήνη. Κυριολεκτικά σημαίνει οπίσθια τόσο σπάνια ωραία, που τα βρίσκεις μια φορά στα 5 χρόνια.

- Πω πω ρε φίλε, τι παιδί είναι αυτό, κοίτα ένα κώλο!
- Θεϊκός λέμε, σκέτη πρωκτοπεντετηρίς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαγικό κουτάκι που περιέχει όλα όσα θεωρούνται χρήσιμα από πότες μερακλήδες και με άποψη, για το επιστημονικό στρίψιμο ενός καλού γάρου, δηλαδή χαρτάκια, τζιβανόχαρτα, τρίφτης, και φυσικά, το σταφ.

- Έχει κανένας εισιτήριο να φτιάξω τζιβάνα;
- Τι εισιτήριο ρε καρμίρη, έχω τζιβανόχαρτα, πιάσε την τζιβανοκασέλα, δίπλα στο στέρεο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tο μαύρο κακής ποιότητας, το χόρτο - χόρτο, ή μπαμπάνα. Προφ λόγω της οπτικής ομοιότητας, αλλά και από απόπειρες να πλασαριστεί το μυρωδικό για χόρτο, από εξυπνάκηδες σε πιτσιρικάδες.

Είχε μάλιστα παρατηρηθεί σε πάρτι, γνωστοί κωλοπαιδαράδες να περνούν ικανό χρόνο στην κουζίνα ψάχνοντας τα ντουλάπια για να βρουν ρίγανη ή τσάι και το ρολό με το αλουμινόχαρτο και μετά να προσπαθούν να μας το πουλήσουν ως «πράμα ΑΑ».

- Πούντο γάρο ρε μαλάκα;
- Τόσβησα ρε μαλάκα, έπιασε τζιβάνα.
- Ε, τι κάθεσαι, ρε μαλάκα, στρίψε άλλο ένα!
- Καλά, φέρε το δικό σου, το δικό μου μου βγήκε ρίγανη. - Α ρε μαλάκα τρακαδόρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνοντας ότι δεν μυρίζω τη μπόχα. Έτσι μόνο καταφέρνω, εφόσον η στιγμή το επιτάσσει, να πραγματοποιήσω κάτι εξαιρετικά δυσβάσταχτο.

Πολύ φορέθηκε η έκφραση αυτή στις φετινές επαναληπτικές εκλογές.

- Τελικά θα ψηφίσεις ή κλασικά αποχή;
- Θα ψηφίσω γαμώ την ώρα μου μέσα...
- Τι;
- Με κλειστή τη μύτη, τον ΧΨΖ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σφίγγομαι, ζορίζομαι.

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΡΓΚ.......ΙΙΙΙΙΙΙΡΓΚ....ΣΓΚΡΟΥΝΤ!!!!!
- Τι τανιέσαι ρε;
- Άσε... Έφαγα ένα κιλό λαπά το μεσημέρι και δεν μπορώ να χέσω... Μπετότουβλο θα βγάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική αργκό των ενδόξων Σωμάτων Ασφαλείας της χώρας, σε χρήση κατά τις δεκαετίες '50-60.

Αν και πρόκειται περί κομιλφό καθαρευούσης, δεδομένης της τυποποίησής της, η φράση μάλλον θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως επαγγελματική αργκό των δυνάμεων της Τάξης, τόσο της κοινωνικής όσο και της σχολικής.

Όπως προκύπτει από τα χρονολογικώς ταξινομημένα παραδείγματα, η φράση ουδέποτε περιέπεσε σε αχρηστία, αν και στα σχετικώς πρόσφατα χρόνια εχρησιμοποιείτο μάλλον υπογείως. Μέχρι των ημερών Ελληνίδος υφυπουργού, διά χειλέων της οποίας η φράση επιτέλους απήλαυσε της προσηκούσης, επισήμου αναγνωρίσεως.

Συνήθη υποκείμενα του ρήματος ήταν οι εγκληματίες που υπέπιπταν στο σοβαρότατο παράπτωμα του περιπάτου. Οι αρμόδιοι για τη σύλληψη των παραβατών εκτελούσαν τα καθήκοντά τους με υπερβάλλοντα ζήλο, σε σημείο που τους διέφευγαν άλλοι εγκληματίες οι οποίοι περιεφέροντο ουχί ασκόπως αλλά με απολύτως συγκεκριμένο σκοπό. Όπως πχ ο πατήρ του λημματογράφου, ο οποίος, μεσούσης της δεκαετίας του '50, συνήθιζε να περιφέρει εντός (έτι σωζόμενης) ξύλινης βαλίτσας τα τυπογραφικά στοιχεία του τότε παράνομου «Ριζοσπάστη», παραμένων εν τούτοις ασύλληπτος (μουάχαχαχαχαααααααα).

  1. Η παιδονομία όμως της Χίου είναι συνδεδεμένη με ένα και μόνο όνομα: Θεόφιλος! Φόβος-τρόμος! Ο κόμης Δράκουλας του Αρρένων [...] πρώην αστυνομικός [...] «αθόρυβος» και «ακαριαίος» [...] σοβαρός, βλοσυρός [...] δε χαριζόταν [...]

...συνελήφθη υπό του Καθηγητού κ. ... περί ώραν 4 (απογευματινή) και 20' εν τη τοποθεσία Κοντάρι να αφοδεύει πίσω από θάμνον. Ποινή: 7 ημέρες (Σ.Σ. σκατόμπατσος)
...Συνελήφθησαν υπό των παιδονόμων περί ώραν 8 και 45' παρακολουθούντες έργον ακατάλληλον εν τω κινηματογράφω «ΡΕΞ». Ποινή: 5 μέρες. (Σ.Σ. κουλτουρόμπατσος)
...διότι περιεφέρετο ασκόπως εις την Απλωταριάν. Ποινή: 1 ημέρα. (Σ.Σ. πάμε τσάρκα πέρα στο χαφιέ-τσιφλίκι) Πού

  1. Μπαράκια δεν υπήρχαν τότε στη Χαλκίδα. Όποιος τολμούσε να κυκλοφορήσει μετά το σούρουπο, τον μπαγλάρωναν κάτι τύποι [...] του μαθητικού της Ασφάλειας [...]
    «ΠΕΡΙΕΦΕΡΕΤΟ ασκόπως»...Δεν υπήρχε μεγαλύτερη κατηγορία! Δηλαδή να βγαίνεις βόλτα ενώ είχε δύσει ο ήλιος [...] Μέσα! Στο μπουντρούμι να τους σπάσουν τον τσαμπουκά [...] γυρνάς

  2. Η υφυπουργός Εργασίας [...] είπε ότι θα γίνεται «διακρίβωση στοιχείων και διακρίβωση του τι ζητάς...Ή δύνασαι να απελαθείς, λόγω των νόμων, ή δεν είναι δυνατή η απέλαση».
    Όπως η ίδια ανέφερε, όσοι στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων δεν θα μπορούν να περιφέρονται ασκόπως. ρε τσογλάνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μου αρέσει, μου τραβάει την προσοχή, τρώω κόλλημα να το αποκτήσω. Η περίπτωση του να μην είναι χρυσός οτιδήποτε γυαλίζει, δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Μιλάμε για νέτη-σκέτη καύλα, και ως γνωστόν, όταν σκεφτόμαστε με το κάτω κεφάλι, πολλές φορές τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα επιθυμούμε.

Δεν ξέρω αν η έκφραση είναι ακριβώς σλανγκ (αν είναι, μάλλον ως μαθητική τέτοια θα πρέπει να καταγραφεί), δεν ξέρω πού η σλάνγκ συνορεύει με την καθομιλουμένη και πού αλληλοεπικαλύπτονται οι κύκλοι, δεν ξέρω από θεωρίες γλωσσολογίας.

Το λήμμα ανεβαίνει μόνο και μόνο για χάρη του παραδείγματος, στο οποίο δίνεται μια άκρως γοητευτική και καυλιάρικη εξήγηση της προέλευσής του. Δεν ξέρω αν είναι βάσιμη, αλλά πώς να το πω, μου γυάλισε ρε παιδί μου...

Ααααχ η στραγγαλισμένη καύλα, ααααχ τα λεκιασμένα στο σκοτάδι σεντόνια....

Η αναφορά και μόνο στα ερωτικά θέματα μυρίζει αποβολή.
Οι μαθητές που βγαίνουν στα παράθυρα του Αρρένων, κάνοντας νοήματα και χειρονομίες στις μαθήτριες που εμφανίζονται απέναντι στα παράθυρα του Θηλέων τιμωρούνται με τουλάχιστον 5 μέρες. Αυτό βέβαια συμβαίνει σπανίως διότι έχει κανονιστεί τα διαλείμματα των δύο σχολείων να έχουν δέκα λεπτά διαφορά. Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και τα καθρεφτάκια και κάνουμε σήματα με τα κορίτσια (αυτό θα πεί «μου γυάλισε»). Αν συλληφθείς χαριεντιζόμενος «έξω» διεξάγεται ανάκριση [...] εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει απρόσκλητος σε μια παρέα και σε ξενερώνει.

Επίσης αυτός που έχει «μπαστακωθεί», βλ. μπαστακώνομαι, κατσικώνομαι επίμονα και πεισματικά σε μια θέση, έχοντας γίνει ενοχλητικός.

  1. - Πώς περάσατε χτες το βράδυ;
    - Πώς να τα περάσουμε ρε συ που είχαμε τον μπάστακα όλη την ώρα μες στα πόδια μας; Ούτε μια κουβέντα της προκοπής δεν μπορούσαμε να πούμε.

  2. Αφού στο 'χω πει ρε, όταν γράφω δε θέλω να κάθεσαι σα μπάστακας πάνω απ' το κεφάλι μου! Δε μπορώ να συγκεντρωθώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified