Δημοτικοί αστυνόμοι (παιδιά της Ντόρας Μπακογιάννη).
.....
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!
Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.
Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).
Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;
(Locomondo)
Από το σπίτι δεν θα βγω
Πίνω μπάφους και παίζω προ
Δεν έχω χρόνο για το μωρό
Πίνω μπάφους και παίζω προ
Που θα βρω αναπληρωματικό
Πίνω μπάφους και παίζω προ
Έχω κλειστό το κινητό γιατί
Πίνω μπάφους και παίζω προ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σφιγγοκωλάριος ονομάζεται ο «μη μου άπτου», συνήθως δύστροπος / γκρινιάρης άνθρωπος, ο οποίος είναι κολλημένος με το savoir vivre και τους τύπους γενικότερα.
Εκεί που άκουγα (insert band) στο λεωφορείο, έρχεται ένας σφιγγοκωλάριος και μου λέει «σας παρακαλώ, ενοχλούμεθα σφόδρα από τον θόρυβο που εξέρχεται από τα ακουστικά σας...».
Μάλλον εκ του σφιχτού κώλου, βλ. αντίθεση με σφουγγοκωλάριος. Βλ. και πρωκτικάντζα
Got a better definition? Add it!
Κάτι είναι μούφα όταν είναι ψεύτικο ή φτιαχτό ή δεν είναι καλό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάτι που γίνεται βιαστικά, στο πόδι.
-Όταν σχολάσουμε πάμε σε καμια ταβερνούλα;
-Μπα δεν πεινάω πολύ... Αν είναι να τσιμπήσουμε κάτι τσακ μπαμ.
Βλ. και σχετικά λήμματα στο πιτς-φιτίλι, καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος / σούμπιντος, ο, σφαιράδην
Got a better definition? Add it!
Αυτός που τρέχει παντού, έχει πολλές δουλειές και προσπαθεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Βγαίνει από τον γνωστό λαστιχένιο ήρωα Ιταλικών κόμικς.
- Έχουν πέσει όλες οι υποχρεώσεις... Εξεταστική την παρασκευή, πάρτυ το σουκού, και φιλοξενώ την αδελφή μου που ήρθε για δουλειές. Τιραμόλα θα γίνω αυτή τη βδομάδα!!
Σύγκρινε: Βέγγος.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.
βλ. και χριστιανοσλάνγκ
Got a better definition? Add it!