Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.
Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)
Got a better definition? Add it!
Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.
- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες.
- Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».
Got a better definition? Add it!
Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.
- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;
Got a better definition? Add it!
Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι και προκοπή.
(Αγλαΐα) - Καραγκιόζηηη! Πού είσαι άντρα μου λεβέντη κι αχαΐρευτε;
Got a better definition? Add it!
Η κοινωνική κριτική. Ο όρος προέρχεται από τα κουτσόμπολα, που είναι τα μπαλκόνια στα στενά σοκάκια της Κέρκυρας. Οι κυράδες βγαίνανε σ'αυτά και κουβεντιάζανε.
- Εμπάτε μέσα να μαγειρέψετε κι αφήστε το κουτσομπολιό!
βλ. και αυτί της γής, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολόι, κατίνα, η, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός βαθμός, το Απόλυτο (αφού ο Χριστός είναι το Υπέρτατο Όν).
- Αυτός δεν ακούει Χριστό! (= δεν ακούει τίποτα και κανέναν)
- Τα φάγανε όλα, δεν έμεινε Χριστός! (= δεν έμεινε απολύτως τίποτα)
Got a better definition? Add it!
Ταχύ, άψογο, με γρηγοράδα και ακρίβεια.
- Μου τό 'φτιαξες το αυτοκίνητο μαστορα;
- To δοκίμασα κιόλας. Φυσέκι πάει!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.
-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!
Got a better definition? Add it!