Selected tags

Further tags

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα ή μικρή συσκευή.

- Χρειάζομαι καινούργιο blue-tooth, αυτό το ματζαφλάρι χάλασε, δεν δουλεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kλάνω (για μωρά ή παιδάκια).

Έκανες προυπ; Μύρισε!

(από HODJAS, 08/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικότατη έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι μάγκες στους τεκέδες για άτομα που θεωρούσαν ψευτόμαγκες και ψευτονταήδες.

- Όχι ρε και να φοβηθώ το Δημητράκη. Αυτός είναι «κλάσε μάγκα να φουμάρω».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός με το μεγάλο παχύ μουστάκι.

- Πήγαινε στοn γέρο απέναντι και πες του να μας ανοίξει την πόρτα.
- Αυτόν με το καπέλο ή τον άλλον που είναι σαν φώκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι και προκοπή.

(Αγλαΐα) - Καραγκιόζηηη! Πού είσαι άντρα μου λεβέντη κι αχαΐρευτε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοινωνική κριτική. Ο όρος προέρχεται από τα κουτσόμπολα, που είναι τα μπαλκόνια στα στενά σοκάκια της Κέρκυρας. Οι κυράδες βγαίνανε σ'αυτά και κουβεντιάζανε.

- Εμπάτε μέσα να μαγειρέψετε κι αφήστε το κουτσομπολιό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός, το Απόλυτο (αφού ο Χριστός είναι το Υπέρτατο Όν).

  1. - Αυτός δεν ακούει Χριστό! (= δεν ακούει τίποτα και κανέναν)

  2. - Τα φάγανε όλα, δεν έμεινε Χριστός! (= δεν έμεινε απολύτως τίποτα)

Άμα κοροϊδεύεις τον υπερθετικό βαθμό, θα πας στην κόλαση. Τέλος. (από Galadriel, 31/03/09)hasta la vista babe! (από BuBis, 13/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταχύ, άψογο, με γρηγοράδα και ακρίβεια.

- Μου τό 'φτιαξες το αυτοκίνητο μαστορα;
- To δοκίμασα κιόλας. Φυσέκι πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.

-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified