Selected tags

Further tags

Γιαγιαδισμός, το λέμε όταν θέλουμε να αποφύγουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι περί τίνος πρόκειται και τον φωτογραφίζουμε με την περιγραφή μας. Παλιότερα απλώς δεν θα ανέφερες το χωριό προέλευσης του περί ου ο λόγος. Σήμερα κάνεις αμένσιοτο.

Πάσα (Δ.Π.): allivegp

1. Οι ολιγάρχες (όνομα και μη χωριό) «σκούπισαν» μετοχές διασποράς και warrants.

2. Νομίζει ότι Schaubühne είναι μάρκα γερμανικής κουζίνας, το Musee du louvre γαλλικά σοκολατάκια και η λέξη actor του θυμίζει μονο την ελληνική κατασκευαστική εταιρεία όνομα και μη χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σημαντικό κυρίως μέρος μιας διαδικασίας, το κλου ή η σημαντική πληροφορία που μέχρι να φτάσουμε σε αυτήν χρειάζεται μια εισαγωγή. Πρόκειται για μεταφορά από τραπέζια, λ.χ. εορταστικά τραπέζια, την Τσικνοπέμπτη ή το Πάσχα όπου αργεί να σουβλιστεί το αρνί, και μέχρι τότε τρώμε διάφορα ορεκτικά, αλλά ο κόσμος αδημονεί να φτάσουμε στο ψητό. Η έκφραση είναι συνήθως μπαίνω στο ψητό και συχνά το λέμε σε κάποιον που μέχρι να φτάσει στο σημαντικό θέμα της συζήτησης ή της υπόθεσης χρονοτριβεί με κορδελάκια και τσιριτσάντζουλες.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

Μπορώ να πω ότι γάμησε στεγνά. όπως έγραψε και ο συνχιπχοπας, πολύ καλή ατμόσφαιρα και χιούμορ, η δράση για μένα άργησε λίγο να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των 3D καθώς μέχρι να μπει στο ψητό η ταινία περνάει λίγος χρόνος. (Εδώ).

Σύνθεση της Καλυψούς Λάρα (από Khan, 20/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική λολαδερή ανταπόκριση σε πορδικό ή μουνοκλάνι.

Πέον να καταγραφεί ότι συχνά εκφέρεται κι από μπαγαποντοκλάστες.

1.
Ποιος δεν γελούσε μικρός στο άκουσμα ενός... πριτς! Στο κάτω κάτω, στον απόπατο καταθέτουμε καθημερινώς τον... εσωτερικό μας κόσμο!!! Με τις υγείες μας...

2.
Δυστυχώς ο θεός με έπλασε με αυτές τις προδιαγραφές. Να κλάνω συχνά και πολλές φορές δυνατά αν και πάντα με τρομερή δυσωδία. Στο σπίτι η γυναίκα μου η Σωσώ με έχει μάθει και όταν κλάνω πάντα μου λέει : «Με τις υγείες σου».

  1. με τις υγείες του...
    (Τζίζας, στο λήμμαν κομπολογάτη)

  2. μου είπαν ότι στην Νότιο Αφρική υπάρχει η τυπική χαιρετούρα
    - kani klani;
    - Mouni klani!
    δεν έχω ιδέα αν ευσταθεί, αλλά το καταθέτω. σημαινει «τι κάνεις; καλά» ή κάτι τέτοιο. (ironick, εδώ - νταξ, δεν έχει σχέση με το λήμμαν, αλλά έκλασα στο γέλιο)

Got a better definition? Add it!

Published

Γουτσιστική προσφώνηση αγαπημένου προσώπου, τουρκικής προέλευσης.

Μπορεί να σημάνει τον μικρό, γλυκούλη και χαϊδεμένο. Μερικές φορές ο τζουτζούκος είναι υπέρ το δέον χαϊδεμένος, οπότε είναι μαμόθρεφτος και μπουμπούκος. Άλλωστε πρόκειται για έκφραση που μπορεί μια μαμά να απευθύνει προς τον κανακάρη της, ή που μπορούμε να απευθύνουμε και προς ένα χαριτωμένο κατοικίδιο ζωάκι, και κατ' επέκταση προς ερωτικό σύντροφο γουτσιστικώς. Οπότε πολλές φορές χρησιμοποιείται ειρωνικά για άτομο φλώρο και μπουχέσα.

Ομοίως η τζουτζούκα είναι η αγαπημένη, η γλυκιά, αλλά μπορεί να είναι και η ζουμπουρλού.

  1. Η γλυκούλα κι ο τζουτζούκος (ερωτικό διήγημα):
    [...] Το κουδούνι χτύπησε κι εκείνη έτρεξε να ανοίξει, αφού έβαλε πρώτα στο αυτί δύο σταγόνες από το νέο Σανέλ, που ήταν τόσο μεθυστικό, όσο έλεγε και η διαφήμιση. - Τζουτζούκο μου! - Γλυκούλα μου! Φιλήθηκαν με πάθος και της έδωσε τα λουλούδια και τα σοκολατάκια. - Αυτά για σένα, γλυκούλα μου! - Αχ, τζουτζούκο μου, δεν έπρεπε να το κάνεις! (ένας ξαφνικός βήχας έπιασε απότομα την ανθοπώλη και τον ζαχαροπλάστη...) (Η ανατρεπτική συνέχεια εδώ).

2. Κάτω η τζουτζούκα!
«Εδω εχουμε αρχισει να μην ακουμε κανονικα το ονομα μας. Σε λενε » κοριτσακι, τζουτζουκα, Λουλου « και δεν μπορουν να πουνε » καλημερα Χαρουλα !« . Ξερετε ποσο σπουδαιο ειναι να μπορεις να μιλησεις στον κολλητο σου με το κανονικο του ονομα και να μην χρειαζεται να το παραλλαξεις;» (Από συνέντευξη της Χαρούλας Αλεξίου στην «Ελευθεροτυπία») [...]
Αρκει ο συντροφος σου ναναι...μονο δικος σου και να μη λειτουργει ...η κοινοκτημοσυνη . Να μην εισαι δηλ. μια τζουτζουκα αναμεσα σε πολλες αλλες τζουτζουκες του ιδιου ατομου. Αυτονοητο αυτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο βρικόλακας. Λέγεται και για σκιαχτικούς ανθρώπους που τρομάζουν με την εμφάνισή τους. Και για όταν προβάλλονται καταστροφές που θα έρθουν, για να τρομάξει ο κόσμος, όπως όταν τρομάζουν τα μικρά παιδιά με τον βουρδούλακα για να φάνε το φαΐ τους.

  1. Κακογέρασε ο Θωμάς. Τον είδα τις προάλλες κι έχει γίνει σαν βουρδούλακας. Και δεν έχει περάσει καν τα εβδομήντα...

  2. Αυτήν την επιγραφή ότι όποιος καταστρέψει σήμα της τροχαίας θα πάει δυο χρόνια φυλακή τι μας την βάλανε σαν βουρδούλακα;

Ο βουρδούλακας του δημόσιου χρέους (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ συνηθισμένη κλασική ερώτηση που ακούς στα χωριά και σε άλλες κλειστές κοινωνίες, όπου δεν διανοείται κανείς ότι μπορεί κάποιος να έχει δική του προσωπικότητα και αξία και να μην καθορίζεται από το σόι του.

Λέγεται σήμερα και στο τουίτερ και σε φόρουμ όταν πετάγεται κάποιος νιούμπης που δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του.

  1. Ποιανού είσαι εσύ και πετάγεσαι σαν την πορδή σε κάθε θρεντ;

  2. - Ποιανού είσαι εσύ;
    - Του Γκουντ.
    - Ποιανού Γκουντ;
    - Του Μπιτρού.

(από Khan, 10/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.

- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

του μιλάει του + αντικείμενο δεξιοτεχνίας

Έχω μεγάλη δεξιοτεχνία σε κάτι, το χειρίζομαι πολύ αποτελεσματικά.

Μάλλον ποδοσφαιρικής προέλευσης: της μιλάει της μπάλας. Πιθανώς εννοείται ότι μιλάει στην μπάλα και της δίνει εντολές που αυτή «ακούει», δηλαδή ακολουθεί.

Βλ. και της μιλάει της ψωλής.

  1. Από εδώ:

Τι εννοείς δεν γίνεται; Ότι είναι ενάντια στους νόμους της ποδοσφαιρικής λογικής; Αν ο παίκτης της μιλάει της μπάλας -όπως ο Ματαμόρος- καταφέρνει ακόμα και με σκαφτό… τακουνάκι να τη στείλει μέσα!

  1. Από εδώ:

Πώς να μην δίνει πάλι πρόκριση με νικητήριο πέναλτι ο παιχταράς;
Της μιλάει της μπάλας, διάβολε. Κι αυτή του λέει ναι.
Τόσα χρόνια βλέπω μπάρτσα κι έλεγα ότι της μιλάνε, τώρα πια έχουμε και αποδείξεις.

  1. Από εδώ:

Της μιλάει της… τσίχλας, ο Οζίλ. Ο Γερμανός μέσος της Άρσεναλ έφτυσε την τσίχλα του, την κλώτσησε και αυτή κατέληξε πάλι στο στόμα του.

  1. Από εδώ:

-Έλα μωρέ με τους πουθενάδες. Ο Νίτσες είναι φιλοσοφούρα .Είναι δύο Καντιδες και 62 Ντεριντάδες είναι και ταχύς. Ρε της μιλάει της διαλεκτικής και έχει αποδόμηση διαβήτη (που θα έλεγε και ο Αλέφαντος).

Got a better definition? Add it!

Published