Selected tags

Further tags

Πολύ ψηλά, στα ύψη. Καθ' υπερβολή μέχρι ψηλά στον ουρανό, εκεί που τοποθετείται στερεοτυπικά ο Θεός.

  1. Από εδώ

Οριζόντιο δοκάρι, η μπάλα στο Θεό, ο τερματοφύλακας έχει φύγει από την εστία για να πανηγυρίσει, η μπάλα σκάει στο έδαφος και το γκελ την οδηγεί προς τα δίχτυα.

  1. Από εδώ:

Στους ιδιώτες τα ΚΨΜ, στο Θεό οι τιμές

(από Khan, 07/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειδικά στα κυνηγετικά, σηκώνω σημαίνει αναγκάζω κάποιο πουλί να βγει από την επίγεια κάλυψή του και να πετάξει, ώστε να μπορέσω να το χτυπήσω με το όπλο. Αφορά τα πουλιά όπως οι πέρδικες και οι μπεκάτσες, που κυκλοφορούν περισσότερο περπατώντας στο έδαφος παρά πετώντας (άλλωστε κάνουν σύντομες και χαμηλές πτήσεις).

  1. Από εδώ:

Παντού σηκώναμε πέρδικες, γιατί στα χωράφια που ήταν θερισμένο το σμιγάδι, μάζευαν ότι είχε απομείνει από φασολάκια. Σηκώσαμε ένα κοπάδι, που μόνο που δεν το πατήσαμε, από ένα μικρό αμπελάκι με αμπελοφάσουλα [...]

  1. Από εδώ:

Άκουσα τη σοφή συμβουλή του και φώναζα περισσότερο και χτυπούσα δυνατότερα.Μετά από κάποια απόσταση και με τις φωνές μου, σηκώνω σχεδόν από τα πόδια μου μια «πατουλιά» καμία δεκαριά πουλιά .

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιά λέξη, σημαίνει τον θεομπαίχτη, αυτόν που μπορεί να τουμπάρει ακόμη και τον Θεό.

Με αυτό το ψευδώνυμο υπέγραφε και ο συγγραφέας Εμμανουήλ Ροΐδης κείμενα στη σατιρική εφημερίδα «Ασμοδαίος» κατά τα έτη 1875-1876. Βλ. και εδώ.

Ο θεοτούμπης ο ψευδογιατρός για να πουλήσει το όζον το διαφημίζει ότι γιατρεύει από την φαλάκρα μέχρι την πρόωρη εκσπερμάτιση.

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω μίζα.

Από τα προσφιλέστερα συνθηματικά μεταξύ αυτών που δίνουν και παίρνουν τη μίζα. Βέβαια το είδος και το μέγεθος του καφέ εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος της εξυπηρέτησης.

Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται σαν ορολογία για τις low level μίζες τύπου χαρτζηλίκι «για ένα καφεδάκι»τη δεκαετία του 80, και μετά την ένταξη μας στην ευροζώνη ταυτίστηκε με τη μίζα των 50 ευρώ, και αφού το χαρτονόμισμα των 50 είναι καφέ χρώματος ταίριαξε απόλυτα. Βέβαια η χρήση δεν περιορίζεται στα 50 ευρώ μόνο, αλλά σίγουρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το χιλιάρικο. Από εκεί και πάνω μιλάμε για τσουβάλι καφέ, καφετέρια ολόκληρη, μια καραβιά καφέ, ή στην περίπτωση των πολιτικών μας, φυτείες ολόκληρες με καφέ στη Βραζιλία...

  1. (Παράγοντας που κλείνει αυτοκίνητο σε αντιπροσωπεία)
    - Και που'σαι παιδί, θέλω κανα εύκολο νούμερο στην πινακίδα.
    - Εύκολο νούμερο;
    - Ναί μωρέ, ξέρεις τώρα, 4 ίδια ή κάτι τέτοιο.
    - Βεβαίως κύριε, τα καρέ και οι χιλιάδες κοστίζουν 400 ευρώ, ενώ τα ζεύγη 200.
    - 400 ευρώ;;;;;
    - Ε να μην πιουν ένα καφεδάκι τα παιδιά στο μηχανολογικό;

  2. (Σε δημόσιο νοσοκομείο)
    - Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού για στεφανιογραφία.
    - Μάλιστα. Για να δω λίγο.... μμμ σε 6 μήνες μπορώ να σας κλείσω.
    - (Ακουμπώντας το 200ευρο κίτρινο-κίτρινο στο τραπέζι) Αυτά για να πιεις ένα καφέ.
    - (Εξαφανίζει το 200άρι) Πηγαίντε να κάνετε εισαγωγή, παρουσιάστηκε ένα κενό σήμερα στις 6 το απόγευμα.

(από slangprof, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δυναμώνω.

Ίσως προέρχεται από το φυτό κάρδαμο, πλούσιο σε βιταμίνη C.

  1. Φάτε να καρδαμώσουτε.

  2. Εντάξει, καρδαμώσαμε, πάμε να συνεχίσουμε τη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ελεύθερα τα χέρια μου να κάνω αυτό που θέλω, γιατί βαστάω ή κουβαλάω κάτι.

Μου ανοίγεις την πόρτα γιατί δεν έχω χέρια;

Got a better definition? Add it!

Published

Οι λεγόμενες περικοκλάδες, οι περιστροφές. Όταν θέλουμε να πούμε κάτι δύσκολο σε κάποιον και το πάμε μέσω Λαμίας.

- Μωρό μου ξέρεις, κάπως είμαι τελευταία...
- Δηλαδή;
- Να μωρέ δε φταις εσύ, εγώ φταίω...
- Τι λες μωρή;
- Περνάω φάση τώρα τελευταία...
- Ότι;
- Θέλω λίγο να σκεφτώ...
- Άσ'τα κορδελάκια ρε Λίλιαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθετο νεοκλασικό χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για κτίρια που έχουν από μικρή ως καμία σχέση με το αρχιτεκτονικό πρότυπο ή τα περίοπτα διατηρητέα κτίρια των αστικών κέντρων.

Η ίδια η Πολιτεία με την αλλοπρόσαλλη και ανακόλουθη πολιτική της ως προς τα κτίσματα ειδικά της Αθήνας, προκάλεσε σύγχυση, απαξίωση και εκλαΐκευση στη συνείδηση του μέσου μη αρχιτέκτονα Νεοέλληνα. Τα αποκαλούμενα διατηρητέα σύγχρονα μνημεία νεοκλασικής ή και μοντέρνας αρχιτεκτονικής που διασώθηκαν από την λαίλαπα της αντιπαροχής είναι ό,τι απέμεινε. Από αυτά λίγα πραγματικά συντηρούνται από τον Δήμο Αθηναίων, όσα είναι πολύ γνωστά και σε πολύ κεντρικά σημεία. Τα περισσότερα είναι στα χαρτιά διατηρητέα και στην πραγματικότητα ερείπια.

Μέσα στην υπερβολή, έχουν χαρακτηριστεί δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και διατηρητέα οικοδομές χωρίς καμιά αισθητική αξία, που είχαν χτιστεί από άγνωστους αρχιτέκτονες με φτηνά δομικά υλικά, όπως ορισμένα ευτελέστατα σπίτια στην περιοχή της Πλάκας ή στον Πόρο, περιοχές στις οποίες ΤΑ ΠΑΝΤΑ έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα κτίρια ή προσφυγικές πολυκατοικίες, που μόνο ασχημαίνουν το κέντρο της πόλης και στις οποίες δεν έχει γίνει καμιά αναπαλαίωση.

Κάποιοι κατασκευαστές πολυκατοικιών ήδη την δεκαετία του 1950 έφτιαχναν σπίτια με στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής σε ακριβά προάστια, ενίοτε συνεργαζόμενοι με επιφανείς ή με καλές σπουδές στο εξωτερικό αρχιτέκτονες. Μέχρι και σήμερα, στην Ελλάδα συνεχίσθηκε αυτή η παράδοση. Στις καλές περιοχές και αργότερα σε όλες τις νέες οικοδομές, αν και άλλαζαν οι τάσεις στην κατασκευή και εμφάνιση της πολυκατοικίας, οι κατασκευαστές στόλιζαν τις πολυκατοικίες τους με κίονες, κεραμίδια, τριγωνικές εισόδους και τις βάφτιζαν «νεοκλασικά». Πολλά από τα κανονικά νεοκλασικά αλλά και τα «νεοκλασικά» διώροφα και τριώροφα των δεκαετιών 1950-70 δέχτηκαν πολλές τροποποιήσεις λόγω αλλαγών χρήσης (σπίτια, φροντιστήρια, μαγαζιά, ωδεία, ταβέρνες, φούρνοι, videoclub, bar, οτιδήποτε…), ακόμα και αφαίρεση και αντικατάσταση όλων των «νεοκλασικών» εξωτερικών στοιχείων, πχ αλλαγή παντζουριών και κουφωμάτων, διάφορα βαψίματα, αφαίρεση διακοσμητικών κεραμιδιών ή ακόμα και ολική αλλοίωση της πρόσοψης με αφαίρεση του τοίχου κι αντικατάσταση με μοντέρνα ενιαία τζαμαρία, αλλά κράτησαν την ονομασία, αν εξακολουθούσαν να είναι στοιχειωδώς καλαίσθητα, σε ακριβά προάστια και εφόσον δεν ήταν πολυώροφα κτίρια.

Tελικά όλο αυτό το μπάχαλο οδήγησε στο να λέμε νεοκλασικό συχνά οποιοδήποτε κτίριο δεν είναι πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης με αλλοδαπούς -όπως η ιστορική αλλά για τον πούτσο περίφημη μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων που ήταν το πρώτο μικρό βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους καταστροφής του σύγχρονου αστικού τοπίου.

Πρόσφατα, το σκανδαλώδες νεοκλασικό του Τσοχατζόπουλου στην Αρεοπαγίτου ξανάφερε την λέξη στην μόδα με μια καινούργια χροιά, εκείνη του σπιτιού μεγάλης αξίας που μάλλον ανήκει σε κάποιον «κλέφτη» -είτε διεφθαρμένο πολιτικό ή επιχειρηματία είτε λιγότερο κοινωνικά διακεκριμένο, αλλά εξίσου εύπορο κακοποιό.

- Είδες σε τι σπίτι μένει ο Γιωργάκης στην Καλλίπολη; Νεοκλασικό! Παλατάκι!
- Ε με τόσες κλεψιές που είχε κάνει ο μπαμπάς του ο γύφτος ο εργολάβος πριν από την κρίση λογικό… Τώρα όμως θα έχει πέσει η τιμή, δεν είναι και Διονυσίου Αρεοπαγίτου η… Καλλίπολη στον Κωλοπειραιά!

Σύγκρινε χουντικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι είναι;

Είναι η μαλακία.
Σε στυλ διαφήμισης.

- Ρε συ, τόση αγαμία; Πώς αντέχεις;
- Άσε ρε φιλενάδα, θέλω την ησυχία μου. Μαλακία κι άγιος ο θεός. Δεν πονάει, δεν λερώνει, δεν μένεις έγκυος.

(από ironick, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published