Η κοκαΐνη. Από το αρχικό γράμμα της λέξης.
- Έλεγε το κάπα που σου φέρανε;
- Μπα, σκέτο μανιτόλ!
Η κοκαΐνη. Από το αρχικό γράμμα της λέξης.
- Έλεγε το κάπα που σου φέρανε;
- Μπα, σκέτο μανιτόλ!
Got a better definition? Add it!
προγκάω = διώχνω, ξαφνιάζω, φοβίζω, τρομάζω.
πρόγκα = κάτι που σε φοβίζει.
Το γαϊδούρι πρόγκηξε από το δυνατό θόρυβο = το γαϊδούρι τρόμαξε από το δυνατό θόρυβο.
Η μύτη της μας πρόγκηξε = η μύτη της μας φόβισε.
Έχει μια μύτη πρόγκα = έχει μια μύτη άσχημη που σε φοβίζει.
Got a better definition? Add it!
Από τα αγαπημένα θέματα συζήτησης, κουτσομπολιού, ψυχικής ενατένισης και βάλε, τα γκομενικά κάποιου προσώπου είναι όλα όσα (ζητήματα, προβλήματα, γεγονότα και λοιπά) αφορούν τις ερωτικές του σχέσεις.
Χρησιμοποιείται πάντα σε πληθυντικό.
Η φίλη μου, Γιώτα, λέει πως `κωλώνω' να ανεβάσω αυτή τη φωτό που έχω μούτρα και γκρινιάζω στο αυτί της για τα γκομενικά (εδώ)
Απο τότε που άρχισα τη σχολή,γνωρίστηκα με εναν συμμαθητή μου και γίναμε κάτι σαν ''κολλητοί''...Σε σημείο να λέμε τα γκομενικά μας κλπ... (εδώ)
Όταν βάζουμε τέτοιο τίτλο σημαίνει πως έχουμε ένα πρόβλημα υγείας ή κάτι σοβαρό, δεν το βάζουμε για να αναλύσουμε τα γκομενικά μας. ΖΩΟΝ. (απάντηση σε νήμα με αρχικό τίτλο «ΒΟΗΘΕΙΑ επειγον!!!!!»)
Μα καλα τι με νοιαζει εμενα για την καθε ηλιθια που της λειπει ο ενας και ο αλλος και φοβαται να του το πει;; Ε πες το κυρα μου και ασε μας στην ησυχια μου. Και τι με νοιαζει ο καθε κλαψας που δε μπορει να βρει γκομενα; Αν ψαχνεις δε βρισκεις. Σκασε λοιπον. Ειστε πολυ σπασιμο. Καντε κατι δημιουργικο, ασχοληθειτε και με ΚΑΤΙ αλλο περαν του ΕΑΥΤΟΥΛΗ σας και των γκομενικων σας. ΕΛΕΟΣ. ΣΙΧΑΜΑΤΑ! ΑΙΝΤΕΕΕ ΑΙΝΤΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.
Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.
Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.
Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.
Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).
Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.
Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).
Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).
Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.
Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.
Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.
Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…
(Χότζας, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα πλέον κλασικά -άδικα, πρόκειται για οποιοδήποτε κέντρο-μαγαζί παραμένει ανοικτό μετά τα μεσάνυχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες και συχνάζουν σ' αυτό νυχτοπερπατητές.
Σαραντάρισε κι ακόμα γυρίζει σε ξενυχτάδικα και στριπτιτζάδικα.
Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου
ποτήρια σπάω και μεθώ,
λες και βυθίζομαι με τα φιλιά σου
στη ζάλη τους αν αφεθώ.
Κι απ’ τα ίδια παραγγέλνω
όταν τα φιλιά σου παίρνω
και πληρώνω όσο κι όσο
τον καημό μου να ξεδώσω.
Στα ξενυχτάδικα του έρωτά σου
πληρώνω πάντα μετρητοίς
τα ξαφνικά κοφτά πετάγματά σου
μες στο χορό όταν θα μπεις.
(Άζμα του Στράτου Διονυσίου σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.
Got a better definition? Add it!
Μολύνω. Μαγάρας, μεταφορικά, για άνθρωπο που κάνει κουτοπονηριές και απατεωνιές.
Μη φας το τυρί, το έχουν μαγαρίσει οι μύγες.
Ο βρωμιάρης φίλησε το παιδί στο μάγουλο και το μαγάρισε.
Μη κάνεις παρέα με αυτόν, είναι μεγάλος μαγάρας.
Got a better definition? Add it!
Συμβουλή.
Τον ορμήνεψα να πάει να μάθει μια τέχνη, αλλά αυτός αλλού είχε το μυαλό του.
Τι ορμήνεια να του δώσω, που δεν έχει μυαλό μες το κεφάλι.
Got a better definition? Add it!
Είναι και το μωρό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που προσπαθούν να νεάσουν, εν ανάγκη και με όσα μέσα προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ο χαρακτηρισμός μπεμπέκα συχνά βγάζει κάτι σε ζουμπουρλού, σε νεοσιξτίλα, σε φάση μικροαστικίλας, Ελεεινίδας, κ.τ.ό., αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με καυλή έννοια. Για περισσότερα βλ. γεροντομπεμπέκα και κουμπαρομπεμπέκα.
Got a better definition? Add it!
Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.
Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.
Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.
Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.
Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.
Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified