Selected tags

Further tags

Κατάληξη που δηλώνει βαθμό / μέγεθος και λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση. Αφορά βαθούς μποφώρ, ρίχτερ, αλκοόλ, κελσίου, σχολικό βαθμό, κλπ. Λέγεται και για το 13άρι του προπό.

Άσχετα: δεκατεσάρ', εξάρες (τάβλι), παπάρι.

  1. Ίσα ρε μεγάλε που μου το παίζει ιστιοπλόος, φυσά οχτάρι και θες να πας με τη μηχανή!

  2. Πωπω κούνησε καλά, κανα εξάρι θα ήταν...

  3. Γουστάρω δεκατριάρες κρασόμπυρες!

  4. Αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε σαραντάρια, πάλι καλά.

  5. Νομίζω ότι η φιλόλογός μας αγαπάει Στέλιο, όλο δεκάρια του βάζει...

  6. Για να δούμε, θα το πιάσουμε το δεκατριάρι σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στρατιωτικές δυνάμεις γενικά. Η χρήση της λέξης είναι ως επί το πλείστον ειρωνική.

  1. Και μουρθανε τα δικά μου, και τι εχω τραβήξει παιδια μου εγω με τα ελληνικά στρατά τι να σας λέω..

  2. Κατέβασε τα στρατά της στο πεζοδρόμιο η εκκλησιαστική ιεραρχία για να αξιώσει ουσιαστικά πολιτική εξουσία, πότε όμως είδατε «ελληνορθόδοξους» να διαδηλώνουν εναντίον του ρατσισμού ή του κοινωνικού αποκλεισμού;

από το νέτι αμφοτερότερα

Got a better definition? Add it!

Published

«Κάνω βαρελάκια» σημαίνει κάνω απανωτές πλαϊνές τούμπες λες και είμαι βαρέλι και τσουλάω στον κατήφορο.

Αγαπημένο αυτομασάζ παιδιών και ενηλίκων.

Παλιό στέκι του κέντρου της Αθήνας για βαρελάκια: το πάρκο Ελευθερίας -προτού το γαμήξει ο Λαμπρακάκης.

  1. Χτες πηγα στο παρκο του βενιζελου και εκανα βαρελακια,τα χερια μου εχουν γεμισει μικρες μικρες κοκκινες μαλακιες και με τρωνε συνεχεια

  2. Τα βαρελακια ολες οι γατες - περα του οιστρου- τα κανουν απο χαρα. Η δικια μου ειναι στειρωμενη και κανει βαρελακια μολις μπουμε σπιτι.

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή εκφορά της λέξης βαπόρι (< vapeur = ατμός ΚΑΙ ατμόπλοιο κατά συνεκδοχή στα γαλλικά), στην έκφραση «'μ' έκανες βαπόρι» με τη σημασία «με θύμωσες, μ' εξόργισες ώς το μη περαιτέρω», ή μου προκάλεσες ακατανίκητη σεξουαλική διέγερση.

  1. Μ' αυτό που μου είπες... μ' έκανες βαπόρι.

  2. Απ' αυτό που άκουσα... έγινα βαπόρι.

  3. Μη μου κάνεις τέτοια... γιατί γίνομαι βαπόρι.

  4. Μ' αυτά που βλέπεις στα περιοδικά... γίνεσαι βαπόρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-κατάρα που 'λεγαν οι παπούδες μας. Υπονοεί ότι αυτός που την εξακοντίζει επιθυμεί τον θάνατο και μαζί ασθένεια που προκαλεί την τριχόπτωση του υποκειμένου.

Παραλλαγή του μόρα και κασίδα που χρησιμοποιείται ως ανταπάντηση στο «μωρή» και στο «μωρέ». Το νέκρα και κασίδα αντίστοιχα σε «ναι» που σπάει τα νεύρα, ακόμη καλύτερα και σε επαναλαμβανόμενα «ναι» που σπαν' τα νεύρα.

Στη βουλή ψηφίζεται το ειδικό τέλος στα ακίνητα.
Η τηλεόραση μεταδίδει απ' ευθείας:

- Τσουρνόπουλος.
- Ναι.
- Λαμογιόπουλος.
- Ναι.
- Κλεφτοκοτόπουλος.
- Ναι.

Και η γιαγιά μου απ' τον καναπέ:
- Νέκρα και κασίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, δόλια πράξη.

Βλ. και αβανάκης (όχι δικό μου)

Να είσαι τίμιος... εντάξει! Μην κάνεις αβανιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπές επίρρημα που απλώς σημαίνει πολύ.

(Σημειωτέον πως δεν είναι σωστοί οι τύποι ταμάλα, όπως λανθασμένα το γράφουν πολλοί, ούτε βεβαίως τα μάλλα! Πρόκειται για ένα ακόμα επίρρημα του στυλ τα μείζω, τα κρείττω, τα χείρω, κλπ.)

Οι νεότερες γενιές το ανακάλυψαν και το κατέστησαν σλανγκ της καθομιλουμένης, χάρη στον πασίγνωστο τηλεοπτικό καθηγητή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία για να διατρανώσει το διανοουμενιλίκι του μέσα από απαρχαιωμένο πλέον λεξιλόγιο που μοιάζει ακατάληπτο στους φυσιολογικούς ανθρώπους του περίγυρού του.

Αυτόματα λοιπόν η έκφραση τα μάλα παίρνει μια ειρωνική χροιά, όταν χρησιμοποιείται από μη διανοούμενο, στον καθημερινό λόγο. Μια τέτοια διάθεση ειρωνείας φανερώνει το αιώνιο χάσμα μεταξύ της λόγιας και καθομιλουμένης ελληνικής που ακόμα και σήμερα είναι ένα θέμα.

  1. Η Ελένη Μενεγάκη«συμβάλει τα μάλα στην αποβλάκωση της ελληνίδας νοικοκυράς».

  2. - Γκαρσόνα με εκνευρίζεις τα μάλα!
    - Κι εσύ τα μαλάκα!

  3. Ομάδα στο Facebook: Με εκνευρίζεις ΤΑΜΑΛΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσγειώνω κάποιον στην πεζή πραγματικότητα. Μπορεί ν’ αναφέρεται:

  • Σε ξενέρωτο άτομο που χαλάει το κέφι σε μια φτιαγμένη παρέα: κάποιος που δεν την πίνει σε παρέα χασικλήδων, ή κάποιος που ντε και καλά επιμένει να γκρινιάζει ή να κάνει σοβαρή συζήτηση σε παρέα που έχει έρθει στο τσακίρ κέφι με ποτό και γουστάρει χάχανα, τραγούδι και χορό. Ή σε ντι τζέι που κάνει αψυχολόγητο γύρισμα στο μουσικό πρόγραμμα και στέλνει όλο τον κόσμο να καθίσει.
  • Σε άτομο που μιλώντας τη γλώσσα της ψυχρής λογικής, χωρίς πολλή πολλή διπλωματία κι ευγένεια, λέει στον ανεβασμένο - ονειροπαρμένο - επηρμένο - ερωτευμένο - ενθουσιασμένο - καυλωμένο συνομιλητή του τα πράγματα όπως έχουν, με αποτέλεσμα να του κόψει τη φόρα.

- Πάνω που είχαμε αρχίσει να ψιλοφτιαχνόμαστε άρχισε η Αλέκα τα κομμουνιστικά της και μας ξενέρωσε χοντρά. Μια ώρα μας τα'πρηζε και δεν μπορούσαμε και να σηκωθούμε να φύγουμε.

- Τον ξενέρωσα το Μάκη. Μαλάκα του λέω τα καγιέν και τα φουσκωτά σε μάραναν. Με δανεικά λεφτά κάνεις ζωή και μας το παίζεις και επιχειρηματίας; Πρόσεξε μην καταλήξεις πίσω από τα σίδερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν οι κιτρινιάρηδες παίζανε με θλιβερά σταγονόμετρα, το Ελληνικό jardin des délices περιελάμβανε πρωτοπόρες μέθοδες όπως την φάλαγκα, το παλάγκο, το γκλομπ στον κώλο, το στρίψιμο αρχιδιώνε και βυζιώνε, το μαστίγωμα με βοϊδόπουτσα, το δέσιμο σε παγοκολόνα με ταυτόχρονη χορήγηση ρετσινόλαδου, το γαμήσι με αμμοχάλικο.

Στο Πάνθεο αυτό, δεσπόζουσα θέση κατείχε η τοποθέτηση αναξιοπαθούντων υποκειμένων, δεμένων χειροπόδαρα, σε τσουβάλια από λινάτσα παρέα με ευέξαπτους κεραμιδόγατους. Η φιλική συμμετοχή του οργάνου περιοριζόταν στον αρχικό κλότσο, για να αρχινίσει το παραμύθι.

Τώρα πια ας όψονται η μεταπολίτευση και το WWF το τσουβάλι με την γάτα εκφέρεται μόνον εν είδει κίνκι χαριτωμενιάς.

- Στο τσουβάλι με την γάτα. Αυτό το μαρτύριο τείνει να εξαφανιστεί. Αιτία: στο τέλος δεν ξέρανε τι να κάνουν με την εξαγριωμένη γάτα. Άκουσα να λένε ότι αυτό το μαρτύριο το χρησιμοποιούσε στην Ελλάδα ο Διοικητής της Μακρονήσου. Ίσως πρόκειται για διαδόσεις Κομουνιστών.
(«εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», Ηλίας Πετρόπουλος, Εκδόσεις Νεφέλη, 1979, σελ. 81)

- Ζημιάρα, σκανταλιάρα,
Μοστράρεις νούμερα φευγάτα
Σεμνά περπάτα μέσα στην πιάτσα,
Μη σε κλείσω στο τσουβάλι με τη γάτα
(«Το τσουβάλι με τη γάτα», πρώτη εκτέλεση: Τάκης Μπίνης, στίχοι & μουσική: Βαγγέλης Γερμανός)

(από Vrastaman, 16/09/11)(από Vrastaman, 16/09/11)(από Vrastaman, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified