Selected tags

Further tags

Υποζύγιο, είτε ως μεταφορικό, είτε ως ζώο ζευγμένο σε μαγκάνι. Γενικότερα γαϊδούρι ή μουλάρι.

Συναφές προς το της Κοινής Ελληνικής κάματος = κόπος, εξ ου και οι νεολογισμοί μεροκάματο, μεροκαματιάρης.

Σημαντική λέξη διότι διατηρεί την αρχαία σημασία του κάμνω = κοπιάζω.

Είκοσι καματερά προικιά κουβαλήσαμε από της νύφης στου γαμπρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν τον υπολογίζουμε.

  1. - Σαν αρχηγός της ομάδας λέω να απέχουμε από τις προπονήσεις. Ο πρόεδρος έχει να μας πληρώσει κάνα τρίμηνο.
    - Ρε Δημήτρη εγώ λέω να το ξανασκεφτούμε. Κινδυνεύουμε να πέσουμε κατηγορία.
    - Άσε ρε Μανωλάκη. Ποιος σε γαμάει εσένα; Δεξί πάγκο παίζεις.

  2. - Παιδιά, λυπάμαι αλλά το club έχει γεμίσει απόψε.
    - Καλά, εντάξει. Ποιος σε γαμάει εσένα; Φώναξέ μου τον Κώστα τον μετρ για να μη γίνουμε κώλος εδώ μέσα.

(από HardcoreGR, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια κλασσική (παλιά αλλά ακόμα εν ενεργεία) γείωση, που ρουπώνει κάποιον που λέει μαλακίες αναφερόμενος σε λεγόμενα-πεπραγμένα ετέρου τρόμπα.

Η στιχομυθία είναι λίγο-πολύ τυποποιημένη:

Ομιλητής Α:
- Ο/η τάδε λέει ότι μπλα-μπλα (παπαριές)
Ομιλητής Β:
- Του το 'πες;
Ομιλητής Α:
- Ποιο;
Ομιλητής Β:
- Να πα' να γαμηθεί!

Κάπως έτσι.

1. Ερωτικά σκιρτήματα:

(Τσιν-τσιν)!
- Δεν με κοίταξες στα μάτια!
- ...;
- Οι Γάλλοι λένε, όταν τσουγκρίζεις με κάποιον πρέπει να τον κοιτάς στα μάτια, έτσι λένε.
- Τους το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθούνε!

2. Πολιτική ανάλυσις:

- Ρε συ, άκου τί λέει εδώ: Ο κύριος Υπουργός είπε χτες καλεσμένος σε μιαν εκπομπή, ότι ντάξει θα το διερευνήσουν το θέμα με τους μπάτσους που σακατέψανε τον άνθρωπο και άμα είναι θ' αποδοθούν ευθύνες, αλλά δεν θα πρέπει να αποπροσανατολίζεται ο λαός με τέτοια, γιατί οι Έλληνες πρέπει να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι, να κάνουν λίγη υπομονή και να 'χουν πίστη στο θεό και στο ΠΑΣΟΚ κι όλα θα πάνε καλά, και λεφτά υπάρχουνε κι απ' όλα τα καλούδια, βέβαια αν τελικά πτωχεύσουμε τί φταίει αυτός, γιατί στο κάτω-κάτω είμαστε συνυπαίτιοι της κρίσης αφού μαζί τα φάγαμε και σιγά μην επαναστατήσουμε κιόλας, τέτοιος μικροαστικός και δειλός λαός που είμαστε, οι Έλληνες. Α! Όποιος δεν συμφωνεί, είναι τρομοκράτης, λέει.
- Του το 'πες;
- Ποιο;
- Να πα' να γαμηθεί!

Elevator look (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουρμπέτι / gurbet είναι κατ' αρχή η ιερή αποδημία, μια πανάρχαιη μορφή ασκητισμού. Ο μοναχός, αντί να καταφεύγει στην ερημιά, γύριζε τον κόσμο ουσιαστικά ζητιανεύοντας. Άγνωστο πότε άρχισε, οπωσδήποτε μαρτυρείται στην Ανατολή από τον 4ο π.Χ. αι. με τους ἀγύρτας, τους ιερείς της Μεγάλης Μητρός (συνήθως της Κυβέλης) οι οποίοι το συνδύαζαν με την Ιερή Επαιτεία, δηλαδή τον ερανισμό συνεισφορών. Επειδή δε επέστρεφαν συνήθως, αλλά καταχρώντο τα ποσά που μάζευαν, η λέξη αγύρτης έχει πάρει την μειωτική σημασία της σήμερα.

Προφανώς το ίδιο συνέβη και με το κουρμπέτι.

Όσο για τη σημασία της σήμερα στην καθομιλουμένη, βλ. τον ορισμό του Πονηρόσκυλου.

Κουρμπέτ ανά την Λυβικήν και Κυρηναϊκήν έρημον.

(από Khan, 17/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση - απορία ελαφράς αγανάκτησης σχετικά με μια αναπάντεχη και κάπως ανεπιθύμητη επίσκεψη ή τηλέφώνημα κατά τις πολύ πρωινές ώρες. Πέρα από τη δυσφορία, η έκφραση αυτή υπονοεί, κάπως χιουμοριστικά, ότι η ιδέα για την απρόσμενη επαφή τόσο νωρίς δε θα μπορούσε να έχει άλλη προέλευση από ένα θεόσταλτο ίσως όνειρο στον ύπνο εκείνου που την πραγματοποίησε.

- Έαε... καλημέρα. Πάμε για καφέ;
- Καλά, στον ύπνο σου με έβλεπες; Εφτά παρά είναι ακόμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαθρέμπορος.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, όπου το δίκαιο ήταν εξίσου άδικο με το άδικο, οπότε άνθισαν οι διάφοροι ληστές τύπου Robin Hood ή Jesse James στη σχεδόν σύγχρονη Αμερική, ο όρος σήμαινε παλικάρι, διότι πολύ συχνά αναδεικνύονταν σε προστάτες των αδυνάμων έναντι της στυγνής εκμετάλλευσης των «αφεντικών». Πρβλ και τον παρ' ημίν Νταβέλη.

Οι κοντραμπαντιέρηδες λόγω των κινδύνων του επαγγέλματος συνέπηγαν «συμμορίες», ανέπτυσσαν πολιτισμικά στοιχεία, τραγούδια, μουσική, έπη και θεωρούνταν τουλάχιστο άξιοι ενός ρομαντικού έρωτα. Η μετέπειτα ιπποτική παράδοση που σατιρίζεται στον Δον Κιχώτη, μιμήθηκε τους λαθρέμπορους και τους ληστές.

Κοντραμπαντιέρη, γλυκιέ κοντραμπαντιέρη
πάρε το κορίτσι απ' το χέρι, και πίσω μη γυρνάς.

(Μην το ψάχνετε σε πηγές. Η μοναδική είναι εδώ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιβούρι < κιβώριον από το αραβικό / εβραϊκό keber (και όχι μέσω της τουρκικής, διότι ο όρος «κιβώριον» είναι ασφαλώς προγενέστερος του 15ου αι.), που σημαίνει τάφο αγίου στον οποίο γινόταν προσκύνημα. Κιβούρι, ποιητικά πια, σημαίνει τάφος.

Κιβώριον επίσης λέγεται και το παλαιοχριστιανικό αψιδοειδές κάλυμμα της Αγίας Τράπεζας που στηριζόταν πάνω σε τέσσερις κολώνες, επειδή η Αγία Τράπεζα, θεωρητικά τουλάχιστο, στέκεται πάνω σε οστά αγίου, σύμφωνα με το Αποκ. στ΄9 «και είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν του αρνίου ήν είχον'». Εάν δεν υπάρχουν οστά αγίου, κάθε επίπεδη επιφάνεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως Αγία Τράπεζα εφόσον επιστρωθεί με το Ιερό Αντιμνήσιον, ένα ύφασμα κεντημένος με το Πάθος του Ιησού στο οποίο είναι ραμμένα οστά αγίων.

Δυστυχώς το αντικείμενο ήταν πολύ εύθραυστο και σώζεται μόνο ένα γνήσιο, στην περίφημη Καταπολιανή της Παροικίας Πάρου (4-7oς, η οποία είχε χτιστεί πριν ακόμα καθιερωθεί ο πλήρης διαχωρισμός του Ιερού από τον Κυρίως Ναό, πριν δηλαδή σχηματισθεί το Τέμπλο.

Σήμερα υπάρχουν μερικά κιβώρια κατασκευασμένα κατ' αντιγραφή σε διάφορες εκκλησίες.

  1. Θα σε κάνω να σκάψεις το κιβούρι σου με τα ίδια σου τα χέρια.

  2. Θα σου σκάψω το κιβούρι αν το ξανακάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν το κάνει επίτηδες. Του προκύπτει φυσιολογικά ίσως λόγω υπερθερμασμένων συνάψεων αντί πλήρους απευθυσμένου. Δεν είναι που τον ενοχλεί η συζήτηση και θέλει να τη στρέψει αλλού. Ίσα-ίσα. Δεν είναι μόνο το πως δεν μπορεί ν’ ανταπεξέλθει στο όποιο επίπεδό της, που έχουν θέσει οι άλλοι. Δεν του περνά απ’ το μυαλό, ούτε πουλά τρελίτσα. Ούτε ίσως, πως ο νους του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην αλληλουχία επιχειρημάτων, παραδειγμάτων, προφανών και μη προεκτάσεων και διανοητικών αλμάτων που αναπτύσσονται, διασταυρώνονται και υπονοούνται ενίοτε κατά ριπάς. Εκτός του ό,τι συνήθως συζητούν συνάδελφοι και κολλητάρια κι όχι ο Derrida κι ο Wittgenstein με τον Kierkegaard, είναι βέβαιος πως το 'χει πιάσει το νόημα. Ούτε κωλώνει στο σλανγκικό ή μη της ορολογίας που χρησιμοποιείται. Ίσως να θέλει όλα τα λέιζερ επάνω του, ή να έχει κόλλημα με μερικά πράγματα, ή να αγαπά τη φωνή του περισσότερο απ' όσο πρέπει, ή και κοινωνικοσυναισθηματικά να μην είναι γατόνι, αλλά άντε να βρεις γιαλόμα να στο καρατσεκάρει.

Και είναι βέβαιο πως δεν το κάνει από την πεποίθηση πως δεν θα βγει άκρη όσο κι αν τραβήξει η κουβέντα.

Δημοσίως, το κάνουν ασύστολα, ανέκαθεν και με σκοπό να κάνουν προπαγάνδα, να στρέψουν το ενδιαφέρον μακριά από άλλα σκατά, να θολώσουν τα νερά και να δικαιολογήσουν τ' αδικαιολόγητα, πονηροί πολιτευτές, πετυχημένοι δικηγόροι, διαφημιστές, πωλητές, ανεξάρτητοι μη χέσω-δημοσιογράφοι, πανελίστες, τρολ και πλείστοι άλλοι ή και συνδυασμοί αυτών, με IQ και EQ κάθε άλλο παρά ραδικιού, εκμεταλλευόμενοι την αναντάμ παπαντάμ έλλειψη διαλογικής –κι όχι μόνο– παιδείας ενός βουβού κοινού, ενίοτε με ολίγην από κλακαδόρους και εφαρμόζοντας ευρήματα μιας επιστήμης που γιατρεύει, πολύ λιγότερους απ' όσους βοηθά να χειραγωγούνται ή να βασανίζονται μεθοδικά.

Απαντώντας με ερωτήσεις, κλισέ, ατάκες, ιστορικές αναδρομές και γυριστές, φλομώνοντας με πίπες και κουγιές, φάσκοντας κι αντιφάσκοντας με ρυθμούς τύφλα να 'χει λαμπάκι σε χριστουγεννιάτικο δέντρο, φορώντας ύφος πατρικό, καρδιναλικό, εισαγγελικό, πατριωτικό ακόμη και κλαψομουνικό ανάλογα με την περίσταση κι αντίστοιχα ντεσιμπέλ, παρουσιάζονται το μαύρο πράσινο, το μπλε άσπρο και τα λιμά αθώο ντεκόρ.

Λέγεται με ακριβώς την ίδια σημασία και το «χέζω κουβέντα» αλλά κυκλοφορούν και τα «γαμάω συζήτηση / κουβέντα».

Τα προτρεπτικά ή αγανακτισμένα «Μη χέζεις / γαμάς τη συζήτηση», «Μη χέζεις / γαμάς την κουβέντα» στην προσπάθειά τους να τη σώσουν μπορούν να τινάξουν την παρέα στον αέρα ενώ, αν και θα έπρεπε, δεν λέγονται στον αέρα από ντεμέκ συντονιστές συζητήσεων που εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία αντί λειτουργήματος.

  1. Τελικά και αυτή τη φορά τα κατάφερε κάποιος να μας αποπροσανατολίσει. Η συζήτηση ήταν για την αντίδρασή μας στη νομιμοποίηση του Καρατζαφέρη από διάφορους. Το θέμα είναι γενικότερο. Πρέπει να αντιδράσουμε σε τέτοια φαινόμενα. Χθες στο ALTER ήταν δίπλα - δίπλα σε παράθυρα Καρατζαφέρης και Ζουράρις. Ας μην αφήσουμε τον κάθε αργόσχολο - στην προκειμένη περίπτωση και αντιδραστικό - να χέζει τη συζήτηση.

  2. Δεν αξίζει να ανοίγει κανένα νήμα εδώ μέσα. αφού μπαίνουν φαντάσματα και νοσταλγοί του εμφυλίου πολέμου και χέζουν τη συζήτηση.

  3. Αν θέλεις να κάνεις διάλογο εδώ μέσα δεν θα την χέζεις την κουβέντα. Ουδέποτε έγραψα ότι προκαλεί καρκίνο το φυσικό αέριο!

  4. Το θυμάται το παιχνιδάκι με τις συνεχείς ερωτήσεις που γαμάνε την κουβέντα. Παλιά το έπαιζαν οι μπάτσοι, τώρα το έμαθαν όλοι καθώς φαίνεται.

(Όλα απ' το δίχτυ. Για κάτι πιο φρέσκο, καθημερινά, σ' όλα τα κανάλια.)

Εποικοδομητική συζήτηση (από HODJAS, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαϊδούρι (κυριολεκτικά και μεταφορικά).

Από το τουρκικό gumar, από το αραβικό άχμαρ, συναφές προς το εβραϊκό χαμόρ (το 'χ' στις λέξεις 'αχμαρ' και 'χαμόρ' προφέρεται από το βάθος του λάρυγγα, όπως το ισπανικό j, jota, στην Ισπανία).

Συναφές με το 'χάμουρα' = ηνία, χαλινάρια.

  1. Φορτώνομαι κάθε μέρα σα γομάρι και κανένας δε μου δίνει σημασία.

  2. Τρέχω ολημερίς σα γομάρι στο μαγκάνι (εννοεί το κυκλικό μαγκάνι με τις φτερωτές που ανέβαζαν το νερό συνεχώς, όχι το ατρακτοειδές μαγκάνι που ανεβάζει το νερό με τον κουβά).

  3. Υβριστικά, επικριτικά:
    Δεν το περίμενα από σένα, να φανείς τόσο γομάρι (γαϊδούρι)! Είσαι πολύ γομάρι (γαϊδούρι) τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified