Selected tags

Further tags

Ο συμμαθητής με τις γυαλούμπες που πάντα όλοι ήθελαν να τον χτυπήσουν και να του πάρουν το σάντουιτς, αλλά το έκαναν πολύ λιγότερο συχνά απ' όσο θα ήθελαν γιατί «θα είχαν να κάνουν με τη δασκάλα».

-Θα του βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνει μυωπία, του βρωμοαπουσιολόγου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοιτά σε κολέγιο αντί για δημόσιο σχολείο. «Στο Αθήνα», χρησιμοποιείται για τους μαθητές (και τους απόφοιτους) του κολεγίου Αθηνών και Ψυχικού. Περισσότερο χρησιμοποιείται κοροϊδευτικά, υποδηλώνοντας πλουσιόπαιδο, φλώρο, μαμόθρεφτο, κακομαθημένο. Οι ίδιοι μεταξύ τους το θεωρούν τιμητικό. Καταφέρνουν να ξεχωρίζουν λόγω της πανομοιότυπης εμφάνισης και συμπεριφοράς. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός πως κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους.

- Είχα πάει στο PJs και ήταν πήχτρα στα κολεγιόπαιδα που το παίζαν μάγκες με τα λεφτά του μπαμπά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Συνήθως λέμε τον καλό μαθητή που βγάζει 19 και 20.
2) Η πραγματικότερη σημασία της λέξης είναι ο λιγότερο ευφυής μαθητής που διαβάζει όλη τη μέρα για να φτάσει το επίπεδο του 16-17.

  1. - Πολύ φυτό είναι ο Νίκος, έβγαλε 19 και 3.
    - Όχι ρε απλώς είναι έξυπνος.

  2. Αυτή η Ιωάννα πολύ φυτό, δεν βγαίνει ποτέ, κάθεται σπίτι της και διαβάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφοσιώνεται στη μελέτη επειδή πρέπει και δεν κερδίζει τίποτα από τις γνώσεις που κατέχει, ούτε τις ευχαριστιέται, είναι παθητικός μαθητής του άριστα και αντικοινωνικός, συνήθως άσχημος και αντικείμενο κοροϊδίας για όλους.

Θηλυκό: σπασίκλας ή σπασίκλω. Υποκοριστικό: σπασικλάκι.

Ο Κωστής ήταν πάντα μεγάλος σπασίκλας και κανείς από τους καλούς μαθητές δεν ήθελε να τον παρομοιάζουν μαζί του.

Δες και σπάω.

Σε άλλες γλώσσες: nerd (αγγλικά), Streber (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακατάδεκτη. H Diva. Φράση προερχόμενη από την θρυλική Λατινοαμερικανική σειρά «Carrusel», ηρωίδα της οποίας ήτο ανάμεσα σε άλλα παιδάκια και πλούσια ξανθογάλανη κορασίδα περί τα 10, ονόματι Maria Joaquina Villaseñor, η οποία απέρριπτε μετά βδελυγμίας τον ερωτευμένο συμμαθητή της Cirrilo, κυρίως διότι ο τελευταίος ήτο φτωχός και μαύρος.

- Τι λεει Μάκη; Το βαλες χέρι το Χριστινάκι ψε;
- Άσε με ρε μαλάκα.. Στα καλύτερα την πήγα και σημασία δεν με έδινε.. Με το 'παιζε Μαρία Χοακίνα...

(από jesus, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαθητική Οργάνωση Υποστήριξης Νέων Ιδεών.

Εμπρός λαέ
μη σκύβεις το κεφάλι
μόνο με Μ.Ο.Υ.Ν.Ι.
αντίσταση και πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξανθιώτικη λέξη, σημαίνει κοπάνα.

Κάνουμε κατσάκι να πάμε για καφέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παραφθορά της λέξης μπακαλορεά (γαλλικό πτυχίο) και σημαίνει τον τίτλο τιμής που σχετίζεται με τα μπάχαλα (άτομα, εταιρείες κλπ).

- Η εταιρεία όπου δουλεύεις έχει iso;
- Τέτοιο μπάχαλο και iso; Η εταιρεία μου έχει πιστοποίηση Μπαχαλορεά. Δεν είμαστε τυχαίοι φίλε μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified