Further tags

Εφόσον το αφεντικό επιτρέπει τις λεξιπλασίες, αφιερώνοντας τους μάλιστα και ειδική κατηγορία, και μιας και κάνει τέτοια ζέστη, είπα κι εγώ να μαλακκιστώ λίγο μπας και δροσίσει.

Το ρήμα του ορισμού λοιπόν παράγεται από τα αρχ. ελληνικά (τα) μάλα = πάρα πολύ + ακκίζομαι = κάνω νάζια, χαριεντίζομαι.

Και ναι, σωστά καταλάβατε, πρόκειται για την καθημερινή συνήθεια των συντελεστών των μεσημεριανάδικων, ατόμων στα οποία αφιέρωσα ήδη πολύ χρόνο και λέξεις, οπότε το κόβω εδώ.

- Έχεις ντιπ αποβλακωθεί ρε χάπατο, πιάσε το τηλεγαμίδι και κλείστην τη γαμημένη, πάλι τις χαμούρες να μαλακκίζονται κοιτάς ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις στη στάση τόση ώρα που θα αναγκαστείς να σκεφτείς «πρώτα θα βρει γκόμενα ο Τάσος και μετά θα περάσει το αστικό. Έλεος!», τότε δυστυχώς φίλε μου βρίσκεσαι στη θέση να έχεις ανάγκη το ελεωφορείο.

Οποιοδήποτε όχημα χρειαζόμαστε για τη βασική μας και μη μετακίνηση αλλά μας σπάει τα νεύρα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί αργεί (ή τελικά δεν εμφανίζεται καθόλου), είναι γεμάτο και δε χωράς και μένεις απ' έξω, μπαίνεις και αναγκάζεσαι να μυρίσεις ποδαρίλα από τη σηκωμένη μασχάλη τού συνεπιβάτη, ο οδηγός νομίζει ότι μεταφέρει κοτόπουλα και περνάει επίτηδες από όλες τις λακούβες ή γιατί απλά βλαστημάς τη ζωή σου που το έχεις ανάγκη για να κάνεις κάθε μέρα μία ώρα διαδρομή μέχρι τη δουλειά.

- Έλα ρε φίλε, συγγνώμη πού άργησα.
- ...
- Ε τι γιατί; Δεν το ξέρεις το ελεωφορείο; Πρέπει να κάνεις προσευχή στο Δία για να περάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο δριμύτρελος σε φόρουμ στο ιντερνέτι, και κάνει μια δυναμική επιστροφή στην παρέα που την έχει κουφάνει με τις παπαρολογίες του, καθότι ξερόλας και προφέσορας:

- Χαιρετώ τους αγαπητούς και φίλτατους συνδαιτυμόνες, σας έλειψα; Λοιπόν...με βάση την ετεροχρονισμένη δομική αντιπαλότητα του λαϊκού προτσές, μπλα, μπλα..

Επέστρεψε δυναμικά, θέλοντας να κατατροπώσει τα πλήθη, επέστρεψε δριμύτρελος.

Δες και δημήτριος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.

Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).

Θηλυκό: μαστακουνάκω.

- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!

Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βλάχικο εξελληνισμό του slogan «Wash 'n' Go» του γνωστού σαμπουάν «Head & Shoulders». Δηλαδή σε standard ελληνικά «πλύσου και στρίβε (φύγε)».

- Τώρα θα κάνεις μπάνιο; Που θέλουμε να βγούμε;
- Μην ανησυχείς, δεν θ' αργήσω, έχω Πλυς εν στριβ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να σημαίνει και κάποιο χαρτόσημό ή άλλο έγγραφο που ξεκωλωθήκαμε από υπηρεσία σε υπηρεσία για να το πάρουμε.

Το πήρα επιτέλους το ξεκωλόσημο και τελείωσα με την χαρτούρα. Άιντε τώρα να δούμε πότε θα βγει η σύνταξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα με υπερβολικά καλό καιρό που θυμίζει άνοιξη και Πάσχα.

  1. ΠΑΣΧΟΥΓΕΝΝΑ!;
    Αρχίζει σιγά-σιγά να εδραιώνεται μια τάση για νοτιάδες και 18 βαθμούς θερμοκρασία για την Αθήνα τις ημέρες των χριστουγέννων.Βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά, είναι συνηθισμένο τα τελευταία χρόνια. Ελπίζω να αλλάξει αλλά δείχνει να το πάει προς τα εκεί. (Εδώ).

  2. ερχονται Χριστουγεννα !!!!!!!!!!!!! τσουκριστε τα τσουρεκια σας ψηστε την μαγειριτσα !!!!!!!! καλα Πασχουγεννα συντροφοι. (Εδώ).

  3. Πασχουγεννα
    Αρναουτογλου (καιρος):
    Οποιος θελει να κανει Πασχα με ενα touch Χριστουγεννων ....(και αρχιζει να προτεινει χιονοδρομικα κεντρα!!!) (Εδώ).

(από Khan, 20/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified