Further tags

Το μέχρι πρότινος μπακάλικο που δεν είχε πατήσει άνθρωπος από το 1950 και τώρα πλασάρεται σαν ντελικατέσεν.

Πουλάει τυριά Νάξου, σαλιγκάρια από Κρήτη, κάπαρη σε βαζάκι και άλλα λιαστά και μη προϊόντα της Ελληνικής γης. Ψαρώνουν με τέτοια μαγαζάκια όλες οι νεόπλουτες γκόμενες, κυρίες του Κολωνακίου και διάφοροι σαολίν με ράστα γιατί είναι «in».

- Ρε μαλάκα για πες πως ήταν χτες που πήγες σπίτι της Έλλης και σου έκανε το τραπέζι;
- Άσε φίλε ...
- Τι ρε δεν πέτυχε τη μακαρονάδα;
- Ποια μακαρονάδα ρε ... κάτι φύλλα έτρωγα και κάτι τυριά που μύριζαν σαν τα πόδια του Παπαδόπουλου που κοιμόταν από πάνω μου στο στρατό!

Lauren Bacall (από Vrastaman, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το μέρος εκείνο το οποίο εξυπηρετεί στην απόθεση και ομαλή προώθηση των ούρων, πολλές φορές και των κοπράνων, προς το αποχετευτικό σύστημα.

Είναι σύνθετη λέξη η οποία αποτελείται από το πιπί που, στα μωρουδίστικα, σημαίνει τσίσα (όπως τσιτσί είναι το κρέας, λολό το νερό, τουτού το αυτοκίνητο και άλλα τέτοια περίεργα) και το ρουμ (room), που στα Αγγλικά σημαίνει δωμάτιο.

Το λήμμα απευθύνεται σε κάθε είδους τουαλέτα στην οποία μπορείς να κάνεις και το ψιλό σου και το χοντρό σου και πολλές φορές ακόμα και να μπανιαριστείς.

Χρησιμοποιείται κυρίως για δημόσιες ή τουαλέτες εστιατορίων και καφετεριών, ενώ αν χρησιμοποιείται στις οικιακές τουαλέτες είναι γιατί ο συνηθέστερος λόγος που τις επισκέπτεται κανείς είναι για να κατουρήσει.

Το λήμμα πιθανόν να προϋπήρχε, άλλα μετά την δημόσια εμφάνισή του στο σίριαλ «της Ελλάδος τα παιδιά» (εκστομίστηκε από τον Μπέζο) η δημοτικότητα και η χρήση του εκτινάχθηκε στα ύψη.

Συνώνυμα: μέρος, βεσέ, καμπινές, καλ(λ)ιόπη κ.α..

«...με αγχωνει το γεγονος οτι πινω συνεχεια νερα και θελω να πηγαινω συχνα τουαλετα(στην τελευταια μου δουλεια με κοροιδευαν επειδη καθε 20 λεπτα πηγαινα στο πιπι-ρουμ...)» από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταμεσονύχτιο μαγαζί που προσφέρει βαριά λαϊκή μουσική και ποτό αμφιβόλου ποιότητος ενώ προσφέρεται για υπερβολές και ασωτίες σε άτομα που θέλουν να καούν ή που είναι ήδη καμένα.

Τέτοια μαγαζιά είναι κυρίως συνοικιακά σκυλάδικα που οι τοίχοι τους έχουν ποτίσει από μυρωδιά τσιγάρου και οινοπνεύματος με χαρακτηριστικά λιτό ντεκόρ περασμένων δεκαετιών ενώ σε καμία περίπτωση δε διαθέτουν ζωντανή μουσική.

Δεν είναι κωλόμπαρα αλλά ούτε απέχουν και πολύ απ' αυτά ενώ διαθέτουν φανατικούς θαμώνες, αρκετούς με λερωμένο ποινικό μητρώο.

Συνώνυμα: μπιστολάδικο, μπουζουκλερί, γαβγάδικο κ.α..
Σχετικό: τελειωμενάδικο.

- Τι να απέγινε ρε 'συ ο Στέλιος ο δάσκαλος;
- Πάει αυτός, χάθηκε. Μέτα που βγήκε από τη στενή συχνάζει όλο σε κάτι καμενάδικα, σ' αυτά που σου βάζουν ουίσκι από μπουκάλι με δίχως μπίλια και ανοίγουν σαμπάνιες χωρίς αλκοόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα από την οποία κατάγονται τα λαμόγια.

Το ΔΝΤ πήγε στο Λαμογιστάν και τους τα πήραν όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό τοπωνύμιο που έχει ως σκοπό να δηλώσει χώρα εξωτική, απομεμακρυσμένη και πάνω απ'όλα υπανάπτυκτη. Μια χώρα παράδειγμα προς αποφυγήν.

Πιθανή ετυμολογία των συνθετικών της λέξης:

Γκουαλντα-: Αναγραμματισμός του «Guadal-», όπως αυτό συναντάται στα Guadalajara, Guadalcanal),

-μπουγκ-: Μάλλον τμήμα της στερεότυπης «κραυγής αγρίων», «ούγκα-μπούγκα»

-ντάλα: Ινδοπακιστανίζουσα κατάληξη όπως στα Ζιγκουάλα, Μαντουβάλα, Kerala.

«-Κοίτα κάτι πράματα! Ο γιος της Κυραμήτσαινας τελείωσε το διδακτορικό του στη Ζαμπονοκοπτική με Ποζιτρόνια σε μόλις δύο χρόνια και τώρα έγινε λέκτορας! - Σιγά τα ωά, κι' εγώ αν ήμουνα στο πανεπιστήμιο της Γκουαλνταμπουγκντάλας θα είχα έξι πτυχία να 'ούμε».

Ουτοπίες της καθομιλουμένης και της αργκό: Γκουαλνταμπουγκντάλα, Δρυμίκλανα, Ίφκινθος, Κουραδόκαστρο, Κωλοπετεινίτσα, Λέτσοβο, Σέκλανα, Τζιβιτζιλοχώρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδελοξενοδοχείο. Συχνά θα ονομάζεται με κάποιο αρχαίο ελληνικό ή αιγυπτιακό όνομα, όπως «Όσιρις», «Τουταγχαμών», «Καλυψώ», «Άλκηστις», «Άρτεμις», «Κλεοπάτρα» κ.ά., το δε οικοδόμημα θα είναι είτε ετοιμόρροπο νεοκλασικό, είτε σε στυλ πολυκατοικίας ανατολικού μπλοκ.

— Τελικά τι έκανες με τη Μίνα;
— Την πήγα σε γαμοτέλ και περάσαμε αξέχαστα!

Να ένα γαμοτέλ τύπου "μπλοκ" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Δες και γαμο-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπαιχτος, ο ασυναγώνιστος. Γκρηκλισμός από το άπαιχτος και την κατάληξη -able που δηλώνει στα αγγλικά ιδιότητα, π.χ. predictable σημαίνει προβλέψιμος από το predict (προβλέπω) και την κατάληξη -able, ή affordable=εφικτός κ.λπ.

Ανπαίκταμπλ ο τύπος. Ήξερε όλη τη βαθμολογία του καμπιονάτο!

Καλά, ο Σουμάχερ ανπαίκταμπλ. Τερμάτισε πρώτος με τη ρόδα φευγάτη!

Πήγαμε Λευκάδα φέτος. Ανπαίκταμπλ!

Δες και ανπαίζαπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified