Further tags

Σταμάτα να μιλάς (πιο ευγενικό από το σκάσε).

Από το σκάσε + σταμάτα.

Σκαμάτα πια! Μας ζάλισες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που σημαίνει ακριβώς το αντίθετο από το «διασταυρώνω», «διασταύρωση». Δηλώνει το μαγείρεμα των στοιχείων, ή τη χάλκευση της πληροφορίας γενικότερα.

  1. Πάλι μου ζήτησε ο γενικός να διαστραβώσω τον ισολογισμό. Στο τέλος θα με κλείσουν μέσα.

  2. - Η κατάσταση που μου έφερες δείχνει ότι έχουμε έσοδα, ενώ εγώ βλέπω ότι πάμε για φούντο.
    - Άσε την κατάσταση. Είναι διαστραβωμένη...

  3. Το ρεπορτάζ λέει άλλα κι ο «μεγάλος» θέλει άλλα. Μάλλον θα γίνει διαστράβωση.

Μετά την αποκάλυψη της διαστράβωσης του ισολογισμού. (από panos1962, 12/11/09) Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)Διαστράβωση στοιχείων (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανίζουσα απόδοση της σλανγκικής έκφρασης «τα σπάει».

Προέρχεται από την φιλο-ετική τάση των σλανγκιστών (τάση να διαμορφώνονται οι λέξεις με την κατάληξη -έτο). Ίδετε και γκομενέτο (ή απλά νέτο), κολπέτο, Μπεμπέτο κτλ.

(σ.ς. δέον να συνοδεύεται από την λέξη carnal που, στα ισπανικά, αποδίδει το αμερικανικό brother των nigaz.)

- Ρε συ Μητσάρα, τώρα στ' αλήθεια σ' αρέσει αυτό που τρως;
- Τα σπαέτο μάγκα...
- Πώς είναι έτσι ρε φίλε! Λες και είναι σάπιο φαίνεται!
- Στ' αρχίδια μου.
- Στο στόμα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου έρχεται να κάνω τσίσα μου όταν τρέχει η βρύση, ειδικά δε την ώρα
που ξυρίζομαι.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Κατούρησα, μετά ξυρίστηκα και μετά νερούρησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω βόλτες στο Mall, συνήθως κοιτώντας μόνο τις βιτρίνες χωρίς να ψωνίζω.

- Βαριέμαι ελεεινά ρε συ...
- Παμε να μολάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περνάω έγγραφα και δικαιολογητικά από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών για σφραγίδες, επικυρώσεις και άλλα άχρηστα γραφειοκρατικά. Βλ. ΚΕΠαρισμένο έγγραφο.

Πριν καταθέσω τα δικαιολογητικά πρέπει να τα KEΠάρω πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγαπώ + -ίζω: όταν η αγάπη ανάμεσα σε 2 άτομα είναι πολύ δυνατή.
(Γαλατική έκφραση: βλ. Γαλάτης μόδιστρος, κοπτοραπτού).

- Έχει πήξει η αγάπη τους ε;
- Ναι, αγαπίζονται τρελά!

Ο ΤΕΟ αγαπίζει τρελά - ααα :) :) :) (από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.

Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.

"Είναι ξεπαρεού ο Βαλεντίνος;" Ερωτήματα στο 1.00. (από Khan, 14/02/14)"Ξεπαρεού", που λένε κι οι Ζουλού. (από Khan, 10/07/14)

Βλ. και σπάω, αμολάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified