Further tags

Ένας σέρβερ του ίντερνετ καφέ που σέρνεται και δεν αποδίδει την κατάλληλη ταχύτητα ή απλά κολλάει το δίκτυό του.

- Τι μηχάνημα έχουν στο μαγαζί;
- Σέρνερ.
- Πάμε αλλού για μάχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενικά, η φράση γάμησέ τα. Από την αγγλική λέξη fuck, την κατάληξη -α και το άρθρο τα. Χρησιμοποιείται συνήθως μετά από αποτυχία ή απογοήτευση.

- Πάλι σε έριξε κάτω απ' τη βάση στο τετράμηνο;
- 7 μου έβαλε ο μακάκας! Φάκα τα φίλε...

Βλ. και γαμάω, γάμησέ τα στην κασέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική λέξη.

Τρόπος επικόλλησης με τη χρήση λιωμένου λαστιχένιου κορδονιού της στρατιωτικής αρβύλας, το οποίο έχει κολλητικές ιδιότητες. Συνήθως είναι για την επικόλληση σημάτων πάνω στη στολή απο τους φαντάρους που δεν ξέρουν ράψιμο αλλά βρίσκει και άλλες εφαρμογές (μπαλώματα κλπ).

Χρήση

  • Παίρνουμε το κορδόνι της αρβύλας, ή κατα προτίμηση κάποιο εφεδρικό, και έναν αναπτήρα. Έχουμε στην επιφάνεια το σημείο όπου θέλουμε να επικολλήσουμε το σήμα.
  • Καίμε την άκρη του κορδονιού μέχρι να λιώσει (κοντά στην υγροποίηση), και ακουμπάμε το λιωμένο λάστιχο στην επιφάνεια που θα καλυφθεί απο το σήμα, σε διάφορα σημεία.
  • Γρήγορα, και όσο το λάστιχο είναι υγρό, καλύπτουμε με το σήμα μέχρι να κολλήσει.

Μειονεκτήματα:

  • Είναι μη-προβλεπόμενο απο τους κανόνες. Προβλέπεται μόνο η κανονική ραφή των σημάτων. Αν γίνει αντιληπτό, υπάρχει κίνδυνος καμπάνας!
  • Το λάστιχο λεκιάζει οπότε χρειάζεται προσοχή για να μη γίνει λάθος.

- Ρε παιδιά πώς να ράψω το λοχιόσημο στη στολή;
- Κάτσε να σου δείξω πώς να κάνεις αρβυλοκόλληση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.

Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.

-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...

-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρίχνω ένα μανίκι = μανικώνω = γαμάω.
Μανίκι = sleeve.
Σλιβώνω.

Σλίβωσες χτες τελικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όλο λέει ότι πηδάει και δεν το κάνει ποτέ.

Όλο για γκόμενες λέει αυτός ότι πηδάει συνεχώς, αλλά μην τον πιστεύεις, ανεμογάμης είναι.

Σύγκρινε με ανεμογάμης στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.

-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπηρεσία του αξιωματικού πύλης ή η σκοπιά του οπλίτη στην πύλη του στρατοπέδου.

Έχω πύλινγκ νούμερο γερμανικό σήμερα, άσε με να κοιμηθώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα γαλλικά ο «πατόφλωρος». Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε με ευγενικό τρόπο στον φλώρο της γειτονιάς.

-Ήρθε ο ξάδερφος μου ο Γιωργάκης χθές, τι παιδί είναι αυτό; Σκέτος πατ ντε φλερ, σου λέω. Γκόμενα δεν ξέρει τι είναι, στα βιβλία το μυαλό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified