Further tags

Ο άντρας που ασχολείται με γυναικείες δουλειές και χαίρεται την γυναικεία παρέα και τις συζητήσεις των κοριτσιών.

- Αφού μιλήσαμε για την αποτρίχωση, με ρώτησε για την πρώτη μου περίοδο, την αγαπημένη μου μάρκα καλλυντικών και την ανθεκτικότητα των καλσόν μου.
- Σοβαρά; Τέτοιος κοριτσοκόπανος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά το λαμέ, αλλά συνήθως χωρίς να ταιριάζει.

Έσκασε η άλλη το τσόλι με τη χρυσομυγί τουαλέτα, διπλα στον νέο γκόμενο τον βιομήχανο για να το παίξει κυρία!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλιθιοηλίθιος.

- Τι βλακόβλακας, Θεέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοινό μικρομεσαίο νοικοκυριό που εξαιτίας της σημερινής ακρίβειας αρκείται στον τρόπο ζωής της κατοχής. Το καθημερινό τραπέζι του στηρίζεται αποκλειστικά στα όσπρια.
Ως παράγωγό του απαντά το ρεβιθόνικ, που δηλώνει μέλος της οικογένειας αυτής.

Ο πατέρας μου γύρισε απο το super market με 3 βαζάκια ελιές και 2 πακέτα φασόλια. Τον βγάλαμε και αυτόν το μήνα στη Ρεβυθοχώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον άντρα βουτυρόπαιδο, μανιαμούνια, χλεχλέ, που κατά μαγικό τρόπο έχει καταφέρει μια γυναίκα να κάνει όλες τις αντρικές δουλειές για χάρη της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μάτια αυτής της ερωτοχτυπημένης, ο φερόμενος ως νεραιδοστόλιστος εκσπερματώνει glitter.

- Ποιος θα κουρέψει τα ληγούστρα;
- Σίγουρα όχι ο νεραιδοστόλιστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι χαμηλής νοημοσύνης, κοινώς χαζός, και το χρησιμοποιούμε σε αυτούς που λένε βλακείες ή περπατάνε στα χαμένα σαν να βρίσκονται σε ύπνωση.

  1. - Δες πώς πάει αυτός ο πίγκας...!

  2. - Πω, τι πίγκας είναι αυτός...!

  3. - Σταμάτα ρε πίγκα, όλο βλακείες λες...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η τηλεόραση δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον, προσπαθείς να αποφασίσεις τι θα δεις και χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο κάνεις γρήγορη αλλαγή καναλιών σχεδόν μηχανικά. Δηλαδή το γρήγορο ζάπινγκ.

Δώσε το τηλεχειριστήριο να κάνω ένα γρήζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η εταιρεία κινητής τηλεφωνίας δεν σου παρέχει στην περιοχή που βρίσκεσαι επαρκές σήμα ώστε να συνομιλήσεις. Κατά το vodafone, panafon κλπ.

- Τι έγινε έπιασες σήμα;
- Μπαααα, μούγκαφων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της πρότασης «που ρουφάνε».

Κοινώς ο... ποιητής θέλει ένα καλαμάκι για το καφέ-χυμό ή άλλο ποτό που θέλει να απολαύσει και δεν γίνεται χωρίς αυτό.

(Δείχνοντας τον καφέ-φραπέ:)

- Θα μου φέρεις ένα πουρουφάν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified