Further tags

Άντρας που ενώ κάνει όλα όσα κατά κανόνα χαρακτηρίζουν έναν gay (βγάζει φρύδι, κάνει αποτρίχωση πλάτης, μυρίζει άρωμα 25 λεπτά πριν μπει στο χώρο, έχει γυαλισμένο παπούτσι κάθε μέρα, αλλάζει τακτικά κάλτσες και σώβρακο, βλέπει Sex And The City, to name just a few), δεν είναι ομοφυλόφιλος, αλλά αποδεδειγμένα πηγαίνει μόνο με γυναίκες.

Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του metrosexual.

Έπιασα τον Μιχάλη να βάζει ενυδατική στις τουαλέτες του γραφείου. Του την είχε κάνει δώρο η αδελφή μου όταν έκλεισαν 4 χρόνια γάμου. Μα τι ετερόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από ευθυτενές (αλλά σχετικά άκαμπτο) κορμί-λαμπάδα, μελαχρινή κόμη, παγερή και αγέρωχη ματιά και —συνήθως— αυτοκρατορική μυτόγκα.

Οι λεβεντομούνες προσπαθούν σκληρά να συμπεριφέρονται μοιραία —συνήθως σε βάρος της θηλυκότητάς τους— και σπάνια εκδηλώνουν οποιαδήποτε μορφή χιούμορ ή αυτοσαρκασμού.

- Για το πούτσο του λεβέντη, είδες ποιο λεβεντόμουνο κάθεται στο Da Capo; - Η Κουλιανού, λεβεντόνι μου! Αλί από μας τους λεβεντογαμόσαυρους που την βγάζουμε με λεβεντόμπαζα.
- Θα πάρω λεβεντοδάνειο, να λεβεντοσενιαριστώ μπας και ρίξω και εγώ καμιά λεβεντούμπα και το λεβεντοτσούτσουνό μου! Λεβεντααααϊγκλάν!!!
- Αρχίδια-λεβέντης θα γίνεις βρε λεβεντονταλάρα!

Βλέπε και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανότητα θήλεος να θέλγει τα αρσενικά σε βαθμό που να θέλουν να το... πιτσιλίσουν.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

- Πώς σου φαίνεται το παιδί στην γωνία;
- Ενα οκτώ στην πιτσιλισαμπίλιτυ θα το δώσω!

Δες και πιτσιλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο που ένας κωλόφαρδος κάνει μια ζημιά, αλλά τελικά γλυτώνει από ένα μεγαλύτερο κακό.

Οι πιο παλιοί και οι χλεχλέδες το λένε «τυχερός μέσα στην ατυχία του».

- Ρε συ, ο Κώστας κόλλησε ίο στο μσν. Άμα σου στείλει ένα λινκ μη το πατήσεις. Εκτελεί κάτι περίεργες εντολές Τζάβα και θα κολήσεις κι εσύ. Εγώ δεν το ήξερα και το πάτησα!
- Έλα ρε... και σου γαμήθηκε ο κομπιούτορας από τον ιό;
- Θυμάσαι που σού λεγα ότι μου κολλούσε η Τζάβα;
- Ναι, και τι έχει να κάνει;
- Ε, χτες την είχα απεγκαταστήσει και ο ιός δεν κατάφερε να τρέξει!!
- Τη γλίτωσες γκαντεμοτυχερέ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για τις δημόσιες τουαλέτες.

- Πω μαλάκα με πιασε τώρα ένα κόψιμο, κοντεύω να χεστώ πάνω μου.
- Μην σκας ρε... Έχει δημόσιες χέσεις πιο κάτω να ξεκωλιαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που εκπροσωπεί το μακρύ και χοντρό παπάρι.

Παλαμάρι = το σχοινί που χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες για να δένουν τις βαρκές - εξαιρετικά μακρύ.

Στελιάρι = το ξύλινο μέρος των εργαλείων χειρωνακτικής εργασίας (τσάπα, τσουγκράνα, κασμάς) - εξαιρετικά χοντρό.

- Έχω κόψει τις πολλές τσόντες γιατί βλέπω τους πορνοσταράδες με τα 30-ποντα παλαμοστέλιαρα και κομπλάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.

- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος τηλεοπτικού δημοσιοκάφρου, ο οποίος μέσα από το απυρόβλητο παράθυρό του βάλλει ανελέητα και αδυσώπητα κατά παντός, συνδυάζοντας αυτόχριστα την νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία σε συσκευασία 3-σε-1.

Το λήμμα αποτελεί λογοπαίγνιο του ονόματος του εκλεκτού ανθού της σύγχρονης δημοσιογραφίας Ευαγγελάτου.

Τις προάλλες βγήκε ο Εισαγγελάτος και μας παρουσίασε τον πυροσωλήνα ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων. Στη συνέχεια αναρωτήθηκε που μπορεί να τον βρήκαν οι τρομοκράτες. Έλα ντε, που να τον βρήκαν; Εδώ τον βρήκε ο Εισαγγελάτος. (από Blog)

«είχα δυο επιλογές: να σπάσω την τηλεόρασή μου, διότι η πίεση του αίματός μου είχε φτάσει σε επικίνδυνα επίπεδα, σε σημείο που να χρειάζομαι ισχυρή δόση ηρεμιστικών, ή να πατήσω το κουμπάκι και να σταματήσω την παροχή ρεύματος στη συσκευή, απαλλάσοντας τον εαυτό μου από τη θέαση του ενοχλητικού υποκριτικού υποκειμένου που λέγεται Εισαγγελάτος. Μετά ωρίμου σκέψεως προτίμησα το δεύτερο.» (από Blog)

Είναι νομίζω γνωστό τοις πάσι ότι ο Ευαγγελάτος τρέφεται με τον τρόμο και τον πανικό που προκαλεί στους άλλους... Εν πάσει περιπτώσει, τι σκατά προτείνει η Τατιάνα και ο Εισαγγελάτος; Να καταργήσουμε το Augmentin; Και όσοι έχουν σωθεί από αυτό; Και όσοι έχουν μικρόβια που είναι ανθεκτικά σε άλλα αντιβιοτικά και το χρειάζονται; (από Blog)

Εισαγγελάτος εν δράσει (από Vrastaman, 01/10/08)Τρόμος! (από Hank, 15/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified