Further tags

Άραβας που εμφανίζεται να καλεί στα κινητά όσων συνδυάζουν τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Είναι άσχετοι απο τεχνολογία
  2. Έχουν κινητό με μικρή οθόνη
  3. Ξεχνάνε μονίμως να το φορτίσουν

Φυσικά λέγεται και για πλάκα!

  1. - Παιδί μου για κοίτα λίγο, είναι ένας Άραβας που με καλεί αλλά δε μπορώ να το σηκώσω.
    - Άραβας;
    - Ναι, ο Χαμήλ Μπατάρ! Λες να 'ναι θαυμαστής μου;
    - Ποιός Χαμήλ Μπατάρ ρε γιαγιά! Η προειδοποίηση ότι το κινητό θέλει φόρτισμα είναι!
    - Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά πουλάκι μου...

  2. - Ντουντουντουοοοορζζζ.
    - Τι 'ταν αυτό;
    - Κλήση απ' τον Χαμήλ Μπατάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «καβλομούνι». Πρόκειται για νεαρά κορασίδα, με εμφάνιση προκλητική, που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τονίσει τους βύζους, την κωλάρα και (ει δυνατόν) να φανεί και η μούνα της, και στόχο να καβλώνει κόσμο. Εννοιολογικά είναι κοντά στο καβλοράπανο, αλλά ηλικιακά έχει παραπάνω χρόνια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η κλασική καβλομούνα είναι μεταξύ 24-35, προκαλεί μεν, αλλά δε γαμιέται απαραίτητα.

Πάμε ρε μαλάκες στο μέρος που σας λέω και θα πάθετε μουνόπλακα: είναι τίγκα στις καβλομούνες, οι οποίες αποδεδειγμένα γαμιούνται, δεν παίζουν απλώς. Ο Πέτρος που έχει έρθει κανά δυό φορές έχει ήδη πάρει μία.

Βλ. και σχετικά λήμματα -μούνα, -γκόμενα και θεόμουνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εποχή της ταχύτητας, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ανθεί το γρήγορο φαγητό (fast food) και το γρήγορο γαμήσι (fast fucking) ή με άλλα λόγια η ξεπέτα. Στην ξεπέτα [λοιπόν, χρειάζεται να υπάρξει συνδυασμός ταχυπηδίκουλα και μήτρας ταχύτητος. Ο ταχυπηδίκουλας, όπως ο ταχυθερμαστής ανεβάζει γρήγορα θερμοκρασία, ώστε η διαδικασία της απελευθέρωσης του υγρού πυρός να γίνει στο πι και φι.

[i]Σημείωση:[/i] Για πουσάρισμα των επιδόσεων, για να γίνει δηλαδή το πι και φι dt, χρειάζεται να συνδυαστεί ο ταχυπηδίκουλας με μήτρα ταχύτητος, η οποία ως χύτρα ταχύτητος θα βοηθήσει τα μέγιστα.

- Τι ταχυπηδίκουλας είσαι ρε παιδί μου; Πώς τις ξεπετάς έτσι τις γκόμενες;
- Είμαι turbo. Τι να κάνουμε;

Το πιο γρήγορο πιστόλι της δύσης! (από Vrastaman, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αναφέρονται αδιακρίτως τα τεράστια (εξού και συγκαταλέγονται στους δεινοσαύρους), άσχημα και κυρίως άγνωστα έντομα. Προκαλούν τρόμο, ενίοτε δε και θαυμασμό. Τερατόσαυρους βλέπουν πιο συχνά οι Αθηναίοι -ες όταν πάνε στην εξοχή - για τους υπόλοιπους τα ζούδια έχουν συνήθως ονοματεπώνυμο, ενώ στο σύνολό τους «τρώνε-και-τα-κουνούπια».

- Κόψε ρε συ ένα τερατόσαυρο στα δοκάρια....
- Τύφλα να χει το Alien! Εθνικός δρυμός το σπίτι του παππού...

- Εεε, ξέρεις, έχεις ένα τερατόσαυρο στον ώμο....
- Διώξτο!
- Α, δε μπορώ, φοβάμαι....

(από xalikoutis, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος με χαίτη. Το λήμμα προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων χαίτη και Χετταίος.

Σημείωση: Οι Χετταίοι ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.

Σημείωση 2: Οι Χαιτταίοι ήταν λαός ο οποίος κατέκλυσε όλη την υφήλιο στη δεκαετία του 80.

Ρε φίλε θυμάσαι τον Τσιαντάκη που έπαιζε παλιά στο Θρύλο; Τρελός Χαιτταίος, ετσι;

(από vikar, 09/05/12)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενο αρκτικόλεξο για τους ΑΓΑνακτισμένους ΠΟλίτες: τους συνοικιακούς σπασαρχίδες που μονίμως διαμαρτύρονται ενάντια σε α. «παλιόπαιδα» που τα σπάνε χωρίς λόγο
β. μετανάστες στη γειτονιά τους που βρωμάνε
γ. μπουρδέλα στη γειτονιά τους που έχουν αρρώστιες και δίνουν στα παιδιά λάθος πρότυπα και το έιτζ ίσως δ. κέντρα απεξάρτησης στη γειτονιά τους που διαδίδουν τα ναρκωτικά
ε. ψυχιατρικούς ξενώνες που μεταδίδουν τη σχιζοφρένεια στ. την κατάπτωση των ηθών γενικότερα, τα σκουλαρίκια και όσους παίζουν μουσική μετά τις 11 το βράδυ

Κάνουν δηλώσεις στα κανάλια ζητώντας περισσότερη αστυνόμευση. Σεβάσμιοι ενορίτες και χειροφιλητές του κάθε παπαρούπα, συχνά κλακαδόροι μπραβοδημάρχων. Αφόρητοι ακόμα κι όταν δε δουλεύουν για την ασφάλεια (όπως τότε που υπήρχε τάξη).

Ο δήμαρχος έχει τσιμεντάρει τα πάντα και ο κόσμος ασχολείται με τους ξένους που αράζουνε στην πλατεία. Βγήκε και ένας μαλάκας ΑΓΑ.ΠΟ. στο TeleKolopetinitsa και τα έχωνε...

S.A.G.A.P.O. Ες Έι Τζι Έι Πι Όου (από Hank, 21/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν προσεγγίσουμε τον όρο κατά λέξη, είναι ο άρχων των ομοφυλοφίλων, ο επικεφαλής, ο αρχηγός. Κατά το Ίλαρχος, Ίππαρχος, Δήμαρχος, ο καθοδηγών τους πούστηδες. Το νόημα ωστόσο παραπέμπει στην άλλη έννοια που ενέχει η λέξη, δηλ. στον φορέα κακίας, πονηριάς, ψεύδους και βλαπτικότητας. Το δεύτερο συνθετικό τονίζει έντονα το μέγεθος της κακότητας του ατόμου, είναι κάτι παραπάνω από «πούστης», δεν «εξηγείται πούστικα» ούτε «κάνει πολλές πουστιές». Κάποιες φορές στον στρατό χρησιμοποιείται εναλλακτικά και ως ο οπλίτης που κάνει ό,τι πουστιά περνάει από το χέρι του για να «χώσει» μέσω του βύσματος που διαθέτει τους άλλους φαντάρους.

- Ρε συ, αυτό το κωλόπαιδο ο Μίμης, συντοπίτης σου δεν είναι;
- Μην τον αναφέρεις καθόλου αυτό το αρχίδι, πρόκειται για μεγάλο πούσταρχο, πραγματικά μισητή μορφή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δεν έχει τίποτα ωραίο πάνω της! (πάτος σε όλα)

- Ρε Σάκη, πώς σου φάνηκε η καινούρια;
- Άσε ρε φίλε, πολύ πατόλα!

Bλ. και σχετικά λήμματα μπάζο, το, μπαζόλα, μπαζόλι, το, μπαζολιό, το και μπαζόμπαζο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του όρου σερφάρω στο δίκτυο.

Προσοχή, όταν κυματοδρομείτε στις ιστοσελίδες του WWW με την εικονική σας ιστιοσανίδα να αποφεύγετε τις ιστιοσελίδες!

Ώρα για κυματοδρομία! (από Vrastaman, 10/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published