Further tags

Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».

Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής φράση με τη σφηνόπουτσα. Όταν μιλάμε ή εμφανιζόμαστε εντελώς αναπάντεχα και σε ακατάλληλη στιγμή. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα «πετιέμαι» και χρησιμοποιείται συνήθως σε περιγραφές οπότε είναι σπάνιο να την συναντήσουμε στον άμεσο λόγο.

Το «ξεκαύλωτο» μπορεί να είναι προϊόν κατάχρησης ή/και εφαρμογής της φαντασίας του Έλληνα πάνω στην φράση «σαν το καυλί» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Και εκεί που μάλωνα με τη Σούλα στο τηλέφωνο, πετιέται στο ξεκαύλωτο ο πατέρας μου να μου κάνει ανάκριση για το πού ήμουν εχτές το βράδυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτα αντιερωτική στάση κατά την οποία το ζευγάρι κοιμάται κουλουριασμένο, με τις πλάτες γυρισμένες και τα κεφάλια διαγώνια αντίθετα.

Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για την default στάση των παντρεμένων.

Σκηνή από ένα γάμο:

Κουμπάρος: «Μα παντρεύεσαι ρε συ, γιατί χαμογελάς έτσι;»
Γαμπρός: «Το βλέπεις το κορίτσι αυτό που παντρεύομαι; Κάνει τις καλύτερες πίπες στον κόσμο!»

(...μερικά μέτρα παραπέρα...)

Κουμπάρα: «Ντάξ, παντρεύεσαι, αλλά γιατί χαμογελάς έτσι βρε κολλητή;»
Νύφη: «Γιατί δεν θα ξαναχρειαστεί ποτέ στην ζωή μου να πάρω πίπα! Από δω και πέρα 96 και πάλι 96!»

Στάση 69 (από Vrastaman, 30/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρενήρης κατάσταση στην οποία δύναται να περιέλθει αιχμάλωτος του άστεως φαντασιώνοντας Ελληνικές παραλίες.

- Φεύγω για Μήλο αύριο.
- Σκάσε και θα με πιάσει αμμώχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημετάδε (είμαι-τάδε) ονομάζεται το πλέον γνωστό αξιοθέατο στο αγαπητό σε όλους μας νησί, την Ίφκινθο... Το σημετάδε ατενίζει από ψηλά τις κρυστάλλινες παραλίες της Ιφκίνθου που βρέχονται από τα καταγάλανα νερά της Μεσογείου καθώς και τα γραφικά στενοσόκακα της χώρας. Μπορείς να το δεις με το που προσεγγίζεις το μακρινό, αλλά συνάμα κοντινό στις ψυχές μας, νησί από το μικρό καϊκάκι που θα σε μεταφέρει σ' αυτόν τον επίγειο παράδεισο... Περισσότερες πληροφορίες πάνω στο νησί.

- Μάλιστα, στην Ίφκινθο φίλε μου...
- Ίφκινθο;...
- Εκεί είναι και το σημετάδε αν έχεις ακουστά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά αντιστοιχία με τα ουζερί (το μέρος όπου τρώμε και πίνουμε ούζα), κρεπερί (το μέρος όπου τρώμε κρέπες ), πατισερί (το μέρος που τρώμε γλυκά), ουκρανιζερί είναι το μέρος που τρώμε ουκρανέζες (βλέπε και κωλάδικο). Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς ουκρανιζερί είναι το μέρος που μας τα τρώνε οι ουκρανέζες (τέλεις χορό;)

- Ρε μάγκες ο Γιάννης παντρεύεται το άλλο Σάββατο. Που λέτε να πάμε για μπάτσελορ;
- Δικέ μου ξέρω μια ουκρανιζερί στη Συγγρού άλλο πράγμα. Σερβίρει τα καλύτερα κομμάτια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερσυγκέντρωση θηλυκών εκπροσώπων του είδους σε ένα σημείο. Συνώνυμα η θεομουνία, η μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, η μουνοπλαγιά, ο μουνόλακκος, η ακατάσχετη μουνορραγία, το Αιδοίον πέλαγος, ο μουνώνας (ή μουνιώνας), του μουνιού το πανηγύρι (αλλιώς μουνοπανήγυρις) και ο πλούσιος αιδοιοφόρος ορίζοντας.

Έλεος...

Mουνοπλημμύρα την οποια ο Αιδεσιμότατος Μούν προίσταται γάμου Μουνάκηδων. (από Vrastaman, 25/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε ανερχόμενη στύση. Λαϊκιστί, μισή κάβλα.

(Βασίλης)
- Ρε μαλάκα το πρωί ξυπνάω και τι να δω! Τούμπανο ρε μόρτη! είδα και ένα όνειρο φίλε... κάβλα!
- Εμένα πάλι το πρωί ήταν σε ημίκαβλα... έριξα ένα κατούρημα... άδειασα φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός όρος για τα ροφήματα-εφευρέσεις που θέλουν να ονομάζονται είδη καφέ ενώ κατά βάθος η περιεκτικότητά τους σε καφεΐνη περιορίζεται στο ελάχιστο.
Ο «Ice Cool Super Turbo Jet Energizer Carameloccino» για παράδειγμα είναι ένας πουτσοτσίνο.
Ο όρος έγινε γνωστός από το γνωστό σποτάκι με το «Star Mitsos» όπου ο Ελληνάρας πελάτης του ομώνυμου μαγαζιού στην Αμερική δεν καταφέρνει να παραγγείλει ελληνικό καφέ (μέτριο), αλλά μόνο φραπουτσίνο κτλ.

  1. - Όχι ρε μαλάκα, μην πάμε εκεί, τι θα πιούμε, πουτσοτσίνο;

  2. - What καπουτσίνο, φραπουτσίνο, πουτσοτσίνο και τα παπάρια του Καράμπελα over here you have; I want a greek coffee, μέτριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσαντάκι που φοριέται στη μέση (και προφανώς μπροστά από το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο), γνωστό και ως «μπανάνα».

Κάτσε να βρω το κινητό, κάπου εδώ στη μπροστομούνα το έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified