Further tags

Παράφρασις του Ούριου ανέμου, του ανέμου δηλαδή που πλέει προς την κατεύθυνση της κίνησης ενός πλοίου, του ευνοϊκού δηλαδή ανέμου (μεταφορικώς των ευνοϊκών συνθηκών).

Ταυτόχρονα σύνθετη λέξη από το ματσούρι και τον Ούριο άνεμο. Ματσούρι εκ του Αγγλικού mature, της ώριμης δηλαδή γυναικός. Το ματσούρι διανύει την 5η με 6η δεκαετία της ζωής του(45-60 περίπου) και είναι το επόμενο στάδιο του μιλφονιού και το πρώιμο του τζιλφονιού. Πολλές φορές είναι χήρες ή παντρεμένες με μεγάλα τέκνα που έχουν σκυλοβαρεθεί την έγγαμη ζωή τους και αναζητούν σεξουαλικά ερεθίσματα και τρόπους να εκτονωθούν σεξουαλικά κυρίως με μικρότερους τύπους (αλλά όχι και απαραίτητα).

Όταν μαζεύονται πολλά ματσούρια δημιουργείται ο ματσούριος άνεμος που καταπίνει στο πέρασμά του από ντόπια τεκνά μέχρι πλανόδιους μικροπωλητές Πάκηδες και Αφρικανούς που είχαν την ατυχία (ή την τύχη όπως το πάρει κανείς) να βρεθούν στο πέρασμά του.

Μέρη που συχνά δημιουργείται ματσούριος άνεμος είναι τα κομμωτήρια, τα στριπτιτζάδικα με ladies nights, τα swinger clubs κτλ.

- Πωπω φίλε κοίτα τέσσερις πενηντάρες που έχουν μπάρμπα τον Φουστάνο. Στην τρίχα και ψάχνονται σίγουρα όλες τους!
- Ματσούριος άνεμος θα μας καταπιεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν έχεις τα νεύρα σου κι αντί να πάρεις Λεξοτανίλ, λύνεις σταυρόλεξα για να σου περάσουν.

Εκνευρίστηκα τόσο με την θειόκα, που χρειάστηκα ένα ολόκληρο τεύχος σταυρολεξοτανίλ για να έρθω στα ίσια μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πούστης και μικρούλα. Η πουστρούλα είναι πάντα παθητική. Η ηλικία της κυμαίνεται μεταξύ 13-14 εφηβικό και 23-24 μετεφηβικό στάδιο a.k.a. στάδιο του εκκολαπτόμενου πούστη. Οπωσδήποτε όμως κάτω των 25. Η πουστρούλα πάει σχολείο ή σπουδάζει συνήθως κομμωτική, ονυχοπλαστική, ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές κτλ.

Η εξωτερική της εμφάνιση είναι από θηλυπρεπής έως θηλυπρεπέστατη και τονίζεται από παντελή απουσία τριχοφυϊας στο σώμα και το πρόσωπο (λόγω έλλειψης τεστοστερόνης), μακρυά ή μέσου μήκους μαλλιά και εξεζητημένα/προκλητικά χτενίσματα, μακιγιάζ στο πρόσωπο κτλ.

Οι συνήθεις σωματικές διαστάσεις μιας πουστρούλας είναι παρόμοιες με εκείνες μιας συνηθισμένης αδύνατης και μικρόσωμης γυναίκας: 1,50-1,70 εκ. ύψος και 45-70 κιλά βάρος χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη φυσικά μεγαλύτερων διαστάσεων (νταρντανοπουστρούλες).

Ψυχικά η πουστρούλα είναι συνήθως μπερδεμένη λόγω της νεαρής της ηλικίας για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ακροβατεί και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Το σχετικά εύκολο μονοπάτι του κλασσικού πούστη και το σχετικά δύσκολο και δυσβάσταχτο ηθικά, επαγγελματικά και κοινωνικά μονοπάτι της τραβεστί.

- Ρε συ τι ήταν αυτό που έκατσε στο διπλανό τραπέζι; Αγόρι ή κορίτσι;
- Αγόρι ήτανε ρε φίλε, την είδες βάψιμο την πουστρούλα; χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση απόλυτης χαλαρότητας και βαρεμάρας. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρονικές περιόδους αυνανισμού, παλιμπαιδισμού και μειωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας.

Η ρίζα από το ισπανικό kot (κάποιος) και hemel (~άνετος) (kot'hemel). Χρησιμοποιούνταν ευρέως στη περιοχή του Πουέρτο Ρίκο για να περιγράψει τις καθημερινές καταστάσεις κατά την μεσημεριανή σιέστα.

Συχνά χρησιμοποιούμενες εκφράσεις με το λήμμα:
- Πάμε για ένα κοτεμέλ;
- Έκανα το καλύτερο κοτεμέλ της ζωής μου. - Ούτε κοτεμέλ να ήτανε.
- Στό ένα χέρι το πουλί του και στο άλλο χέρι κοτεμέλ.
- Ήπια ένα κοτεμέλ.
- Έκανα ένα κοτεμέλ.
- Έπαιξα με ένα κοτεμέλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαζομάρα που με πιάνει και προωθώ σε όλες τις διευθύνσεις που έχω ένα εντελώς ηλίθιο μέιλ που μου αγαθοστείλανε για τα οικονομικά προβλήματα των Εσκιμώων, ή την τύχη που θα χάσω αν δεν το στείλω σε άλλους δέκα.

Σου είπα να μη μου ξαναγαθοστείλεις τίποτα, αλλά εσύ το χαβά σου!

Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαίος Έλληνας στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ. που έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση σε μεγαλύτερες και ωριμότερες γυναίκες. Απαντάται και ως Milfιάδης.

- Χτύπησα τρελό γκομενάκι χτες βράδυ! Τριανταπέντε και βάλε, χωρισμένη με παιδί, αλλά τούμπανο! Έχω πάθει πλάκα!
- Μα ποιος είσαι ρε φίλε, ο Μιλφιάδης;!

Ο Μιλφιάδης Βαρβιτσιώτης φουχτώνει τα γινωμένα θέλγητρα της Χριστίνας Παππά  (από σφυρίζων, 24/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χακεράς, και, κυρίως, ο κρακεράς, που μας σπάει τα νεύρα γιατί μας έχει κάνει κάποια ζημιά ο κερατάς!

- Ο τύπος είναι χακερατάς, θα έχει μπει με κλώνους τώρα!
- Μη λες πολλά, γιατί μπορεί να σε χακέψει. (Από μπουρδελοσάιτ).

(από Khan, 20/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα της αλλοδαπής εντελώς ανυπόληπτο, που δεν χαίρει ουδεμίας εκτιμήσεως, ούτε σε ακαδημαϊκούς κύκλους, αλλά ούτε και στην αγορά εργασίας.

Η αξία του δηλαδή είναι για τον πούτσο εξ ου και το δεύτερο συνθετικό της λέξης (worth, αγγλιστί αξίζω.)

- Ρε συ πού να 'ναι ο Μάκης; Να το πήρε το πτυχίο από το Imperial;
- Ποιο Imperial ρε μαλάκα; Σε ένα University of Poutsworth τον έχει γράψει η μάνα του και άμα το βγάλει και αυτό, εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις.

(από σφυρίζων, 19/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άναρθρη θηλυπρεπής κραυγή από αρσενικά άτομα λόγω χαράς, ενθουσιασμού ή λόγω συσσωρευμένης gay ενέργειας. Το ξεπούστευμα συνήθως γίνεται σε δημόσιους χώρους όταν το άτομο αντιλαμβάνεται την gay στάθμη να υψώνεται μέσα του, οπότε ουρλιάζει και επανέρχεται στην αρχική αντρική του κατάσταση. Μετά από έρευνες έχει αποδειχθεί ότι το ξεπούστευμα παρά την έντασή του, περνάει απαρατήρητο (ίσως και υποσυνείδητα) από τα άτομα που βρίσκονται στον ίδιο χώρο.

- Ααααααουουυουουουω!
- Άκουσες; Κάποιος ξεπουστεύει...

(από chrismegas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published