Further tags

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι και τα μπορέλι και Μπορμπόκης, δηλαδή ένας μαγκίζων τρόπος να πεις μπορεί χρησιμοποιώντας το όνομα γνωστού ποδοσφαιριστή, εν προκειμένω του Βίκτορ Μπόρμπα Φερέιρα Ριβάλντο.

(από Khan, 21/02/11)(από Khan, 27/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «εν κατακλείδι», αποδομημένο δίκην αντίστροφου τουκανισμού και επαναδομημένο σλανγκική αδεία κατόπιν ισχυρού κατακαυκαλιδίου.

Μαμά: Ironick,
Κατά λάθος μπαμπάς: xalikoutis.

- καλά εγώ στην αρχή διάβαζα ξανά και ξανά «κατακαυλίδι» ... και ακόμα όταν το βλέπω, αυτό διαβάζω σε πρώτη φάση.
(Ironick, σχολιάζοντας το χαλικούτειο κατακαυκαλίδι)

- Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.
(Perkins, εδώ)

- Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα.
(Khan, εκεί)

- ironick: αχ πόσο παιδεύτηκα πρωινιάτικα, διάβαζα και ξαναδιάβαζα το λήμμα λάθος, «μουνοκλανάκης» έβλεπα -κι ακόμα δεν μπορώ να συνηθίσω το σωστό...
- Vrastaman: Ορκίζομαι στο λόγο της αρρενωπής μου τιμής ότι ετοιμαζό-μουνα να αναρτήσω το ίδιο ακριβώς σχόλιο!!!!!!!
- ironick: εσύ μη μιλάς, μου έχεις κολλήσει το «εν κατακαυλείδι» και δε σου το σχωρνάω...
(σχόλια λήμματος μπουνακλάκης)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ουδέτερο) Το πιο σημαντικό από τα σημαντικά.

Συνδυασμός του «ρεζουμέ» με το «ζουμί».

Παραγωγή: ρεζουμίζω - αορ. ρεζούμισα μια γριά χανούμισα, ενώ σε ορισμένες αργκοπεριοχές συναντάς ενίοτε το ρεζουμάρω - αορ. ρεζούμαρα τα παλιά τα φούμαρα.

Το ρεζουμί της υπόθεσης με το ΔουΝουΤου είναι: «Δίνε Του» (και με τις δύο υφολογικές σημασίες δηλ. «Δίνε Του εξωαποδώ» και «Δίνε Του, Δίνε Του Δίνε Του μέχρι να σκάσει το βλαμμένο»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίρνει μέρος σε πορείες, ακόμα και αν δεν τον αφορούν, ακόμα και με την μορφή πληρωμής ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων.

- Κωστάκη την Τρίτη έχει πορεία για να στηρίξουμε το κυβερνητικό έργο είσαι;
- Τι λες ρε μαλάκα θα φάμε γιαούρτια.
- Δεν πειράζει, 50 ευρώ το κεφάλι, τι είναι λίγα γιαούρτια.
- Πω ρε φίλε είπαμε με μια φορά πούστης δε γίνεσαι, αλλά εσύ έχεις γίνει εντελώς συλλαλητήριος.

(από ΑΙΤΟ, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέχρι πρότινος μπακάλικο που δεν είχε πατήσει άνθρωπος από το 1950 και τώρα πλασάρεται σαν ντελικατέσεν.

Πουλάει τυριά Νάξου, σαλιγκάρια από Κρήτη, κάπαρη σε βαζάκι και άλλα λιαστά και μη προϊόντα της Ελληνικής γης. Ψαρώνουν με τέτοια μαγαζάκια όλες οι νεόπλουτες γκόμενες, κυρίες του Κολωνακίου και διάφοροι σαολίν με ράστα γιατί είναι «in».

- Ρε μαλάκα για πες πως ήταν χτες που πήγες σπίτι της Έλλης και σου έκανε το τραπέζι;
- Άσε φίλε ...
- Τι ρε δεν πέτυχε τη μακαρονάδα;
- Ποια μακαρονάδα ρε ... κάτι φύλλα έτρωγα και κάτι τυριά που μύριζαν σαν τα πόδια του Παπαδόπουλου που κοιμόταν από πάνω μου στο στρατό!

Lauren Bacall (από Vrastaman, 26/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά παράφραση της λέξεως «κλεφτοκοτάς» με την ουσιώδη διαφορά ότι ο υποφαινόμενος κλέβει ποτά αντί για κοτόπουλα.

Ρε κλεφτοποτά, άσε κάτω επιτέλους το ποτό μου! Όλο μου το ήπιες πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταντρικό θεωρείται και το ομοφυλοφυλικό σεξ. Σεξ μεταξύ αντρών πολύ ψαγμένων, που βαρέθηκαν το μουνί. Τώρα πια ζητάνε μόνο τ' αντρικό...

Ρε μαλάκα μου. Eίσαι για ένα ταντρικό;
— Τσ... εεε... οκ........

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified