Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».
Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.
Νεαρή μουνίτσα που βγάζει μια κομμουνίλα λόγω ιδεολογικών απόψεων και που ό,τι λέει σου έρχεται να της πεις «άσε μας κομμουνίτσα μου».
Άσε μας κομμουνίτσα μου που θα 'ρθω να σε βρω στην ΕΡΤ. Εγώ για καφέ στο Κολωνάκι θέλω να πάω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που εξετάζει ενδελεχώς, με την επιστημονική ακρίβεια και με την σχολαστικότητα ενός προφέσορα τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας του περιβάλλοντα χώρου, όπου θα εναποθέσει την πολυτιμοτάτη, την ανεκτιμήτου αξίας κουράδα του. Είναι εκείνος ο δυσκοίλιος τύπος, που προ του χεσίματος ψεκάζει και βάζει μαντηλάκια πάνω στις λεκάνες από τις ξένες τουαλέτες, μην τυχόν και πάθει τίποτα μητρικά. Όταν ένας προχέσορας ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής χαρακτηρίζεται και ως κοπρίτανης. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον γουόναμπι καταρτισμένο.
- Πήγα στην τουαλέτα και ήτανε χάλια. Γραμμένοι τοίχοι, λερωμένες βρύσες, θαμποί καθρέπτες.
- Εντάξει, σε κωλόμπαρο ήμαστε. Τι περίμενες;
- Κοίτα... Λίγο καθαριότητα δεν βλάπτει, έτσι;
- Έλα ρε προχέσορα.
Και όπως πάντα, σε άρθρο του Δ. Μιχάλη ο πρώτος που σχολιάζει είναι ο προχέσορας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.
Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.
Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.
Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.
Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).
Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.
Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).
Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).
Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.
Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.
Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.
Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…
(Χότζας, εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ο δικαστής που συστηματικά αθωώνει κατηγορουμένους, περισσότερο από όσο ο ομιλητής θεωρεί σωστό, ούτως ώστε να γίνεται αρεστός στους δικηγόρους ή/και από ευθυνοφοβία. Ή, στα μονομελή πλημμελειοδικεία, για να έχει λιγότερη δουλειά, καθώς σε αυτά τα δικαστήρια οι αθωωτικές αποφάσεις κατά κανόνα δεν γράφονται αναλυτικά, παρά μόνο με την ενυπόγραφη συνοπτική σημείωση του δικαστή πάνω στο κατηγορητήριο (στο βασικό έγγραφο της δικογραφίας).
Λογοπαίγνιο με τον πλημμελειοδίκη, πρωτοδίκη κλπ. Αργκό της μικροκοινότητας των ποινικών δικηγόρων και των δικαστών.
- Καλά όλα αυτά, αλλά αν έχεις αμφιβολίες, δεν πρέπει να τον αθωώσεις;
- Ναι, απαιτείται απόλυτη δικανική πεποίθηση για να κηρύξεις κάποιον ένοχο. Μην φτάσουμε όμως να βρίσκουμε παντού αμφιβολίες για να είμαστε αθωοδίκες και να μας γουστάρουν οι συνήγοροι, μπας και δεν μας δυσκολεύουν στα ακροατήρια!
Got a better definition? Add it!
Ήπιος υποτιμητικός χαρακτηρισμός εκείνων των μαθητών του λυκείου των οποίων η παιδαριώδης νοοτροπία και προκλητική ηλιθιότητα συνήθως τους ακολουθεί και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνήθως παρατούν τη σχολή μετά από 2 χρόνια καθώς είναι ήδη κάτοχοι πτυχίου στο ρεμαλισμό και κατά συνέπεια δεν δικαιούνται άλλο πτυχίο.
Εκείνη η συνομοταξία από πρωτοέτια τα οποία νομίζουν ότι είναι πλέον ανεξάρτητα απ' τους γονείς τους και ότι τα ΑΤΜ απλά ξερνάνε ευρώ για να ανοίγουν κάθε βράδυ πέντε Jack στο ξεφτιλάδικο της πόλης και να γίνονται κουρούμπελα δίχως λόγο και αφορμή.
Συνήθως νοικιάζουν σε πολυκατοικία ώστε να μαζεύεται μπούγιο κάθε βράδυ για να ενοχλούν τους γείτονες με δυνατά μπάσα τα οποία θα παίζουν κάποιο ξεπερασμένο τραγούδι που απλά το ακούς και αναρωτιέσαι πού στο διάολο ζούσαν τόσα χρόνια.
Got a better definition? Add it!
Μάθημα Κορμού πρωτοετών στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Νωχελικός, ανεπρόκοπος, αυτός που ο κώλος του έχει πετσώσει στον καναπέ απ' την αντιπαραγωγικότητα. Ορκισμένος τεμπέλης που με την παραμικρή σκέψη σωματικής δραστηριότητας ανεβάζει δέκατα. Μείζον κοινωνικό βάρος, το ξίγκι της οκνηρότητας.
- Πού είναι ο άλλος ρε συ; Ξετρυπώνει καθόλου απ' τη σπηλιά του;
- Αυτός μόνο φαΐ, σκατό και ύπνο... Τον έφαγε ο ρεμαλισμός.
Σλανγκεπιλογές σπουδών: Βοϊδοσχολή, Ι.Ε.Κ. Παραχαρακτικής, IEK Τάπερμαν, Πιπάντειος, Ρεμαλισμός, ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, TΕΙ Κωλοπετεινίτσας, ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών, ΤΕΙ Φιλοσοφικής, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάους, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ.
Got a better definition? Add it!
Ο υστερικός χιπστεράς.
Συναντώνται και οι δύο τύποι, χιπστερικός και χιπυστερικός. Το χιπστερικός είναι πιο ευσύνοπτο, αλλά έχει το μειονέκτημα ότι δεν είναι αρκετά διαφανές το λολοπαίγνιο και για αυτό ορισμένοι προτιμούν το χιπυστερικός σε μια λογική το καταλάβατε ή να κάνω και κακά; Το τελευταίο άλλωστε θυμίζει λίγο και τους hippies που 'ν'ν' κακό γιατί με τον όρο θίγεται ενίοτε μια ορισμένη χίπυ αφέλεια, όπως λ.χ. ορισμένες άκαπνες μορφές διαμαρτυρίας και ακτιβισμού. Από την άλλη, το χιπστερικός μπορεί γενικά να χρησιμοποιηθεί ως επίθετο σχετικό με τους χίπστερζ, ακόμη και άσχετα από το λολοπαίγνιο με την υστερία.
Όπως αναλύουμε στο λήμμα χιπστέρι, υποτίθεται ότι δεν υπάρχει **αυθεντικός χίπστερ* ως κανονιστική έννοια ορίζοντος. Χίπστερ γίνεσαι πέφτοντας από το indie προς το μέινστριμ ή αναπτύσσοντας διάφορα επιμέρους χιπστερότροπα χαρακτηριστικά σε ένα αχαρτογράφητο σύνολο. Εκεί όμως μπορεί να διακριθεί -όχι ο *αυθεντικός χίπστερ, αλλά ο ας πούμε- κουλ χίπστερ από τον χιπστερικό. Ο κουλ χίπστερ είναι αυτός που του βγαίνουν οιονεί αυθόρμητα τα χιπστερότροπα χαρακτηριστικά. Λ.χ. έχει ήδη ένα πολύ αρμονικό χρωματικά και σχεδιαστικά λουκ και προσθέτοντας μια-δυο-τρεις χίπστερ πινελιές, ήρθε κι έδεσε. Ή, ας πούμε, δεν πιέζεται υπερβολικά για να του βγει η σπρετσατούρα, αλλά είναι σχεδόν ένα αυθόρμητο λάθος.
Στους αντίποδες, ο χιπστερικός είναι αυτός που ξεκινάει α πριόρι από την θέληση να γίνει χίπστερ, κάτι που υποτίθεται ότι αντίκειται στο πνεύμα του (μη-)κινήματος. Στην πλέον εμετική μορφή του, διαβάζει οδηγούς χιπστεροσύνης, κάτι τουλάχιστον εξίσου αντιφατικό και ξενερουά με τους οδηγούς για να καταλάβεις την σκέψη του Ντεριντά. Στην κάπως πιο ψαγμένη εκδοχή, ο χιπστερικός αναζητεί εναγωνίως το Ε.Μ.Π. Όχι, δεν πρόκειται για το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά για το Επόμενο Μεγάλο Πράγμα, το The Next Big Thing, που λέμε και στους χιπστεροδρόμους. Ήτοι, ενώ ο κουλ χιπστεράς είχε βρει το κουλ before it was cool, και πλέον αναπαύεται έν τινι μέτρω στις δάφνες του, ο χιπστερικός έχει μια διαρκή κωλοκαούρα να βρει τώρα αυτό που θα είναι κουλ αύριο, ώστε να κατευθυνθεί νομαδικά προς τα εκεί πριν πάνε οι άλλοι. Λ.χ. όταν το Γκαζοχώρι έγινε κουλ αναβαθμίζοντας τις γκαζοχωρίτισσες, ο χιπστερικός δεν ικανοποιήθηκε αλλά έψαξε την επόμενη υποβαθμισμένη περιοχή προς αναβάθμιση λ.χ. το Μετάξι. Τώρα που και το Μετάξι παρουσιάζει σημεία μεταξύ εντεχνοποίησης, ψαγμενιάς και χιπστεροποίησης, θα πρέπει να βρεθεί μια νέα υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας για τον αδηφάγο χιπστερικό, την οποία ως μη χιπστερειδικός αδυνατώ να εντοπίσω.
Πολλές γιαλόμες, ωστόσο, θεωρούν ότι η διάκριση μεταξύ κουλ χιπστερά και χιπστερικού είναι άλλο ένα καταστατικό ψεύδος και ότι ο χιπστεράς είναι εξ ορισμού χιπστερικός. Η εικόνα του κουλ τύπου που του ξεχειλίζει η χιπστεροσύνη από τα μπατζάκια είναι ένας αφελής μύθος, όπως λ.χ. αυτός της ευτυχούς πόρνης, που εκπορνεύεται από αγάπη για το σεξ, ή του ευγενούς αγρίου, που είναι αριστοκράτης μέσα στη ζούγκλα. Στην πραγματικότητα, το να είσαι χίπστερ σημαίνει ένα ανελέητο κυνήγι με πολύ μεγάλο ανταγωνισμό για να βρεις το Ε.Μ.Π., και ωσεκτουτού η χιπστερία είναι εγγενής στον χιπστερισμό. Άλλοτε πάλι, υστερικοί χρησιμοποιούν την χιπστεροσύνη για να καλύψουν τα σημάδια της υστερίας τους, ή και για να τρέψουν την ειλικρινή υστερία τους σε ειρωνική. Για τους περισσότερο φαλλογοκεντρικούς δε, η χιπστερία συνδέεται με τον μετροσεξουαλισμό των χίπστερζ.
Συναφώς, η χιπστερία μπορεί να πάρει την μορφή εξαντλητικής δίαιτας με την οποία (ένας άντρας κυρίως) προσπαθεί να πετύχει το πολυπόθητο ανορεξικό λουκ. Αντιστρόφως, χιπστερία μπορεί να διαγνωσθεί σε γυναίκες, οι οποίες τρώνε βουλιμικά προκειμένου να πετύχουν επί τούτου το chubby λουκ αφράτης αγγλιδούλας ή την ζουζουνισάνς χιπστερομπεμπέκας. Σε άλλη περίπτωση χιπστερίας, μια κατά τα άλλα τίμια και ηθική κοπέλα θα προσπαθήσει να αποκτήσει faux πουτανέ χαρακτηριστικά.
Τελειώνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι η υπερβολή της χιπστερίας έχει οδηγήσει στην Ελλάδα και στο αντίστροφο φαινόμενο υβριδικών σχηματισμών που συνδέουν χιπστερότροπα χαρακτηριστικά με πιο παραδοσιακές ετεροκανονιστικές αντιλήψεις για την δέουσα αρρενωπότητα. Αυτό άλλοτε γίνεται από αδυναμία, άλλοτε από άποψη, άλλοτε κι από τα δύο, έχουμε πάντως σε κάθε περίπτωση χίπστερ λεξιπλασίες, όπως:
- Ο καγκουροχίπστερ: ο ναρκισσευόμενος ποζεροχίπστερ, που στην επίδειξή του δεν έχει ξεπεράσει την καταγωγική του καγκουριά οπότε επιβιώνουν σ' αυτόν στοιχεία κάγκουρα.
- Ο βλαχοχίπστερ: διάδοχος του βλαχοκυριλέ της μεταπολίτευσης και συγγενής προς τον βλαχοφιλελέ της μετα-μεταπολίτευσης, πρόκειται για τον όψιμο χιπστερά της ενδεκάτης ώρας που αδυνατεί να κρύψει το κωστοπούλειο παρελθόν του.
- Ο χιπστερογαμπρός: χιπστεράς που διατηρεί αρρενωπά χαρακτηριστικά υπό την πρόφαση της ειρωνείας. Οι χιπστερογαμπροί φέρουν συχνά ειρωνικό μούσι, το οποίο ενώ αρχικά υποτίθεται ότι θα αποτελούσε μια ειρωνεία για τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια (βλ. λήμμα χιπστέρι), εντέλει χρησιμοποιείται ως πρόφαση από τους χιπστερογαμπρούς για να επιδείξουν την σχεδόν μάτσο αρρενωπότητά τους. Ορισμένοι χιπστερογαμπροί φέρνουν επικίνδυνα σε ειρωνικό χρυσαύγουλο καθώς τα διάφορα ειρωνικά μούσια τους δεν διαφέρουν και τόοοσο από τα αντίστοιχα ειλικρινή μούσια Χρυσαβγιτών, όπως λ.χ. του Γιάννη Λαγού.
Τον όρο κλαρινοχίπστερ δεν τον έχω συναντήσει ακόμη, αλλά τον προτείνω μήπως και γίνει το επόμενο Ε.Μ.Π. στην Ελλάδα, ενώ το ποζεροχίπστερ αποτελεί μια περιττολογία καθώς κάθε χίπστερ είναι οπωσδήποτε και ποζέρι. Επίκαιρη λεξιπλασία είναι και το χιπστερόδεντρο για τα δέντρα που έχουν υποστεί yarn bombing. Τέλος, συνήθης στην διεθνή χιπστερολογία είναι η οικειοποίηση εμβληματικών μορφών του παρελθόντος ή του παρόντος από το χίπστερ (μη-)κίνημα, με αποτέλεσμα ορισμένα μπανεύκολα λολαδερά υβρίδια όπως ο Adolf Hipster, o Χιπστεροκλής, η Hipster Merkel κ.ο.κ. (βλ. μήδια).
1.Ο χιπστερικός κουλτουριάρης ακούει ακριβώς ότι μας χαρίζει η μόδα της εποχής, το θεωρεί βαριά ποιότητα, πληρώνει μέχρι και εισιτήρια για να δει το συγκρότημα/ τον καλλιτέχνη σε άλλη χώρα. Το είδος της μουσικής που ακούει είναι indie pop/rock, alternative pop/rock και γενικά είναι φευγάτο. Δεν είναι απαραίτητα όλοι οι λάτρεις αυτού του είδους μουσικής ΚΓ. ΚΓ κατηγοριοποιείται ο ακραίος θαυμαστής, αυτός που θα χτυπήσει tattoo τους στίχους από ένα τέτοιο τραγούδι, αυτός που θα σου τα πρήξει μέχρι να βάλεις τα ακουστικά από το iPhone του και να ακούσεις την τελευταία του ανακάλυψη (ή μάλλον ανακάλυψη της Lifo, την οποία διαβάζει). Αν δεν σου αρέσει αυτό που ακούς, τότε ο χιπστεράς σου λέει ότι απλά «Δεν έχεις γούστο» και συνεχίζει να σου τα πρήζει με το τραγούδι μέχρι να σου γίνει εμμονή.
2. Διαμαρτυρία χιπ-(υ)στερικών στον αγνωστο επειδή δεν φτηναίνουν τα αιφον. Πσόφος, λέμε
3. Είς πανικόβλητος χιπστερικός νεανίας, εκβαίνων εκ Στάρμπακος τινός, κραδαίνων άιπαντ στην δεξιά, επιβεβαίωσε τους φόβους ημών ότι εισήλθαμεν εν ντέιντζερ ζόουν.
4. Αν πάλι το καλοσκεφτείς, η επιδειξιομανία του καγκουροχιπστερ ποζερά που ανεβάζει στα σόσιαλ μίντια κοντινά του φρεσκοχρησιμοποιημένου του κωλόχαρτου και διαφημίζει στα τρέντυ φιλαράκια του τη γεωγραφική του θέση από το δορυφόρο για να κάνουν σχόλια από τα σμάρτφόουν τους αν και είναι όλοι μαζί στο ίδιο νησί για διακοπές, καθιστά την εξάπλωση σύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης σχεδόν άχρηστα.
6. Όχι ρε παιδιά. Μη μας χαλάτε τους μικρούς μας παράδεισους. Θα πλακώσουν όλοι οι βλαχοχίπστερ (και βλαχοφλανέρ) και θα μας τραβάνε φωτογραφίες με τα αιφόουν και το ίσταγκραμ την ώρα που πίνουμε το(τα) ποτάκι(α) μας, καπνίζουμε τα τσιγάρα μας και ακούμε τις ωραίες μουσικές μας.
Got a better definition? Add it!
Αυτό το υβριστικό για την Ακαδημία Αθηνών ευώδες λογοπαίγνιο κάποιος το 'χει κάνει αλλά δε θυμάμαι ποιος κιαρατάς ήτουνε. Με πάσα επιφύλαξη, κάνας 'Ρένος Αποστολίδης ίσως; Πάντως, τη θρυλούμενη σχέση του ιδρύματος με το πεπτικό σύστημα την έχει επισημάνει και ο Πετρόπουλος σε κείμενό του ( πάλι δε θυμάμαι πού δγιάολο) στο οποίο μιλάει για την Ακαδημία των κωλόγερων Αθηνών.
Αφού σας φώτισα, τη γκάνω τώρα γιατί το λήμμα πήρε να βρομοσκυλάει.
Αυτό εδώ μάλλον lapsus plectrologii θα πρέπει να θεωρηθεί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
1) κολλητός, με τον οποίο συνηθίζει κάποιος να ξεκατινιάζεται σχετικά με τις γκόμενες με τις οποίες φασώνεται
2) για γυναίκες (επιστύσια φίλη): φίλη κάποιου άντρα την οποία θυμάται όταν περνάει περίοδο αγαμίας, ή όταν τον παρατάει η γκόμενά του, για να ξεχαρμανιάσει (το ελληνιστί του friends with benefits.
-Τι έγινε τελικά με εκείνο το γκομενάκι χθες το βράδι; Το κατάφερες;
- Ναι...
- Τι ναι, μωρέ; Πες λεπτομέρειες! Τι σόι επιστύσιοι φίλοι είμαστε;
- Θα βγούμε το βράδι ρε;
- Μπάστα, θα έρθει από το σπίτι η Τασία...
- Ποια ρε συ, αυτοί που είστε επιστύσιοι φίλοι;
- Ναι...
- αααα, κατάλαβα, θα το μαστιγώσεις το δελφίνι...
Got a better definition? Add it!
Ο φίλος/-η που πάντα λείπει σε κάποιο αξιομνημόνευτο γεγονός, είτε γιατί δουλεύει, είτε γιατί έχει πάντα φορτωμένο πρόγραμμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified