Further tags

Κακεντρεχές και σεξιστικό λογοπαίγνιο πάνω στον φεμινισμό και την φεμινίστρια.

  1. Πώς βλέπει ο φεμΟΥνισμός τον άντρα

  2. Ο ΦΕΜΟΥΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

  3. Γυναικα γαρ! Η ατρομητη Αριστεα βεβαια! Τη πεταξες παλι την “ισοτητα” σου! (κυριολεκτω) Θα πιασω καμια βοϊδο@ουτσα φεμουνιστρια μου εσυ!

  4. Τζεηηηηνννν;τι επαθες αποψε καλη μου φεμουνιστρια;

(Από το διαδίκτυο)

Μερικές από τις φεμουνάρες του φεμουνιστικού ακτιβιστικού κινήματος Femen που μας έχει προσφέρει μεγάλες συγκινήσεις. (από Khan, 10/01/13)Femen-ίστριες ονείρωξη! (από Khan, 10/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχετυπικός, καθιερωμένος στο συλλογικό ασυνείδητο του κόσμου, καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων, και σε μεγάλη συχνότητα, ζύθου.

Σημαντικός και ο πληθυντικός, διότι απαντάται και σε ομάδες των δύο ατόμων αν και πιο σπάνια.

Κάτοχος μπυροκοιλιάς και πιστός σε πολλά μπυρίτσουαλς. Σε αυτόν απαντώνται όλα τα χαρακτηριστικά ενός μυθικού / μεσαιωνικού ήρωα: αφρόντιστο/ λιγδιασμένο μούσι, ανάσα που αναδίνει την γνωστή οξεία μυρωδιά της μπύρας, ενδεχομένως αφρόντιστου στην ένδυσή του, που χορεύει μόνος του ένα τελετουργικό χορό ταλαντευόμενος χωρίς παρέα, τραγουδάει γκαρίζοντας τα τραγούδια που γουστάρει να ακούει. Ενίοτε επειδή έχει συχνουρία από τις μπύρες, χάνει τον δρόμο του πηγαιμού για, αλλά και του γυρισμού από, την τουαλέτα, γι' αυτό και κουβαλάει μαζί του το μεγάλο ποτήρι μπύρας από το οποίο πίνει.

Κάποιες φορές χρησιμοποιείται τιμητικά για τους μεγάλους μπυροπότες, μπυροπατέρες και μπυροπόττερς με πολλές ε-μπυρίες και πολλά χιλιόμετρα μπύρας στο ενεργητικό τους, που επιδεικνύουν μεγάλη δόξα στο κέφι τους από το ποτό.

Στον υποτιμητικό χαρακτηρισμό αυτού φέρει πολλά χαρακτηριστικά του κλασσικού αλκοόλα, όπως αυτός συναντάται στο υπόγειο Μετρό κάποιων πόλεων της Γερμανίας και άλλων χωρών με υψηλά ποσοστά αλκοολισμού στον πληθυσμού.

Συμπερασματικά έχει χάσει το γούστο του για ψαγμένες μπύρες και αποζητά την κάλυψη της ανάγκης του για ποτό συχνά με ηρωικό τρόπο.

Προέρχεται προφάνουσλυ από την σύνθεση των λέξεων: μπύρα και ήρωας.

- Ο τυπάς δίπλα έφυγε για την τουαλέτα εδώ και μισή ώρα και τον πέτυχα στην πόρτα να κοιτάζει τον τοίχο.
- Άσε και γαμώ τα παιδιά. Μεγάλος μπύρωας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[βεν. limounada με τροπή [i>e] κατά το λιμούνι]

Η ξινή γκόμενα, προέρχεται από την σύμπτυξη των λέξεων λεμόνι και μουνί, προσδίδοντας χαρακτηριστικά του πρώτου στην φυσική υπόσταση του δευτέρου. Συνώνυμα: ξινομούνα, κακογαμημένη, Γεωργία Βασιλειάδου.

Στέλιος: Μαλάκα το μπαρ πάλι τίγκα στις ξινές ανορεξικές γκόμενες είναι...
Πάνος: Κατάλαβα... Πάλι λεμουνάδα θα πιούμε...

λεμούνι (από Khan, 16/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστική προσβολή που εστιάζει στην χαμηλή ευφυΐα ή/και στις περιορισμένες τεχνοπρακτικές ικανότητες του δέκτη.

Προφανούσλυ, προέρχεται από το αρτικόλεξο Α.Μ.Ε.Α. (άτομα με ειδικές ανάγκες). Καθότι όμως το Α.Μ.Ε.Α. καταλήγει σε Α, παραπέμποντας σε μπληθυντικό, σλαγκίζεται στην μορφή αμέο για τον χαρακτηρισμό ενός προσώπου.

Χρησιμοποιείται παρόμοια και αποτελεί (πολιτικάλυ ινκορέκτ) συνώνυμο λέξεων όπως γιωτάς , Κατέλης, τούβλο, κρέας.

  1. Καλά ρε αμέο, σου έπεσε το κινητό στην τουαλέτα;

  2. - Ρεσύ, ο Γιάννης βγήκε με τη Λίλιαν και κατά λάθος άδειασε πάνω της έναν γκαϊφέ.
    - Αφού ο ανθρώπας είναι αμέο, πώς θέλει να ζμπρώξει ;

(από Kilerakias, 04/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ιδιαίτερα εκνευριστικός που λέει συνέχεια κουταμάρες, σπασαρχίδης, βλακίστατος.

Από την αντωνυμία μας και τα κουνώ (καλό είναι να αποφεύγεται η χρήση σε τυπικές μορφές επικοινωνίας).

Θηλυκό: μαστακουνάκω.

- Πως σου φάνηκε η διάλεξη γλωσσολογίας του κυρίου καθηγητή;
- Πωπώ… μεγάλος μαστακουνάκης ο άνθρωπος!

Σύντεκνος του κ. Μαστακουνά και μπατζανάκης του κ. Μαστακλάνη. Δες και -ίδης, -ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδικαλιστής που λειτουργεί εις βάρος του κοινωνικού συνόλου μη διαφέροντας και πολύ από ληστή.

Μεγεθυντικό: συνδικαλησταράς. Επίθετο: συνδικαληστρικός.

Άλλα λολοπαίγνια του γραπτού λόγου σε -ληστής: καπιταληστής, σοσιαληστής.

  1. Συνδικαληστής αποκάλεσε «Γαϊδούρες» εργαζόμενες που δεν απεργούσαν. Έλληνας συνδικαληστής σε χαριτωμένο ενσταντανέ. (Εδώ).

  2. Ξετσίπωτη ανακοίνωση κρατικοδίαιτων συνδικαληστών: Το
    πρωτόγνωρο έγγραφο δίπλα έχει αποσταλεί και έχει κολληθεί σε πολλούς πίνακες ανακοινώσεων τουριστικών επιχειρήσεων. Οι υπογράφοντες είναι συνδικαληστές της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ που φροντίζουν να μείνουν ικανοποιημένα τα αφεντικά τους, θυμίζοντας πως πρέπει να εφαρμοστεί ΑΜΕΣΑ η νέα σύμβαση που προβλέπει μειώσεις 15% στις αποδοχές των εργαζομένων. (Εδώ).

  3. Συνδικαληστές εναντίον της Ελλάδας - Ένα απλό πρακτικό παράδειγμα. (Εδώ).

  4. H (συνηθισμένη και σύντομη) ιστορία ενός ξεπουλημένου δεξιού συνδικαλΗστή. (Εδώ).

  5. Το κωλοχανείο της “Μεταπολίτευσης” είχε αρχηγούς πολιτικούς και συνδικαληστές… Φάγανε-φάγανε- φάγανε … (Εδώ).

(από Khan, 19/11/12)Προϊστορικοί συνδικαληστές (από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που κατάφεραν να γίνουν η ελίτ μιας χώρας, μιας κοινωνίας, ενός κόσμου, κυρίως επειδή υπήρξαν στον ιδιωτικό και δημόσιο βίο τους μέγιστοι αλήτες, αδίστακτοι, πάτησαν επί πτωμάτων, πουλήθηκαν και πούλησαν, με θράσος, αυθάδεια και παντελή έλλειψη ηθικώνε φραγμώνε. Και μετά το παίζουν και εκλεπτυσμένοι, κουλτουριάρηδες λάτρεις της τέχνης και του πολιτισμού, και φιλάνθρωποι. Βρε ουστ!

Βλ. και ελίτ της αλήτ, ελίτης.

  1. ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΗ ΔΡΑΧΜΗ Θ’ ΑΠΑΛΛΑΓΟΥΜΕ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΛΗΤ. (Εδώ).

  2. Η Αλήτ που κατευθύνει Media. Τα πρόσωπα του συστήματος. ΟΙ ΚΟΥΡΑΔΟΜΗΧΑΝΕΣ ΤΗΣ “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ”. 7 ΦΑΜΙΛΙΕΣ “ΝΤΑΒΑΔΕΣ”. (Εδώ)

  3. Η Ελλάδα δεν χάνεται, η «αλήτ» που την κυβερνά καταρρέει…Ο «Τιτανικός» της «αλήτ». (Εδώ).

(από Khan, 25/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified