Further tags

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόμοια με την μπουρζουαζία! Η συντηρητική μεγαλοαστική τάξη, που τα μέλη της φορούν μπουρνούζια, αλλά ποτέ δεν μένουν ικανοποιημένα από αυτά. :)

Ανοίγω την ντουλάπα και τι να δω; Ένας χώρος μόνο μπουρνούζια!! Μπουρνουαζία έχουν καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο από παλαιά διαφήμιση ελληνικής αλυσίδας καταστημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διακωμωδήσει την εξιδανίκευση των ανεπτυγμένων χωρών του εξωτερικού.

Διάλογος μεταξύ του «κομπιουτερόπληκτου» και του «χαλαρού»:

- Ρε κοίτα τι λέει εδώ: Σύνδεση οπτικών ινών σε κάθε σπίτι στη Σουηδία απο το 2011. Και εμείς τότε θα είμαστε ακόμα το άθλιο DSL των 3 Mbit που βάραει d/c κάθε 10 λεπτά. Πίκρα!
- Έλα ρε... πώωωπω ζημιάαα... το' χει ο Χανς κι' εσύ το χάν' ς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαντασιακό έγχορδο μουσικό όργανο στο οποίο όλοι λίγο-πολύ έχουμε επιδοθεί όταν μας αρέσει ένα ροκάδικο κομμάτι. Συνίσταται στην απομίμηση με κινήσεις των χεριών του παιξίματος κιθάρας (και μάλιστα ηλεκτρικής), μόνο που στην πραγματικότητα μοιάζει περισσότερο σαν να μας έπιασε χορός saint Vitus.

Το λήμμα πρόκειται για μετάφραση του αγγλ. air guitar.

Κάθε φορά που ακούω Pete Townshend και Who, πιάνω την ανεμοκιθάρα μου και της δίνω και καταλαβαίνει.

The Who (από allivegp, 22/07/09)Pete "windmill\' Townshend (από allivegp, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιησουϊτισμός για τον κυριλέ. Προφάνουσλυ, επειδή ο έτερος των φωτιστώνε των Σλάβωνε, εκτός από τον Κύριλλο, ήταν ο Μεθόδιος. Νταξ μπορεί να σημαίνει και τον μεθοδικά κυριλέ, αυτόν που είναι πολύ comme il faut μεθοδικός ή περίπου.

Η έκφραση δεν ανήκει στα ceci n'est pas tellement slangue, αλλά μάλλον στα ceci n'est pas du tout slangue. Πλην, καθώς μετά από την εισαγωγή της από τον Ιησού, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το νέο λουκ της εθνικής μας εφημερίδας Φραπέ Σλανγκόσιπ, έκτοτε προωθήθηκε από τους γνωστούς άγνωστους που προωθούν τον τιραμισουρεαλισμό και την λεξιπλαστική χειρουργική στο σάιτ.

Άλλωστε, για να παραφράσω τον συνονόματο του Ιησού, «όπου εισί δύο ή τρεις Σλάνγκοι συνηγμένοι εν τω ονόματι της σλανγκ, εκεί και η σλανγκ εν μέσω αυτών».

Αλλάξαμε εμφάνιση (ελπίζουμε το νέο μεθοδέ λουκ να σας αρέσει), αλλά παραμένουμε αποκαλυπτικοί και πλούσιοι σε τασιενέργεια.

(Από το editorial της Φραπέ νο3).

Το μεθοδέ λουκ ήταν πολύ της μοδός στον 9ο αιώνα. (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γέρος απροσδιορίστου ηλικίας που προσπαθεί να το παίξει κάγκουρας. Προδίδεται όμως τελικά από το γεγονός ότι πρέπει να χρησιμοποιεί μαγκούρα.

Κοίτα, ρε, το μάγκουρα με το φτιαγμένο το Subaru!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατεστραμμένο όχημα. Εμπνευσμένο από παλαιότερο και ατυχήσαν μονδέλλο της Ford. Έχει περιπέσει σε αχρηστία.

Λογοπαίγνιο με την ελληνική λέξη σκόρπιο, βεβαίως βεβαίως.

- Ο Θοδωρής έκανε ομορφιά transformers. Μπήκε στο στροφιλίκι με Uno Turbo και βγήκε με Ford Scorpio!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατάστατο-χαριτωμενιά της ευχής «πολύχρονος και ευτυχισμένος». Φοριέται αρκετά εσχάτως.

Ασίστ: Ρουμάνος.

- Κουμπαρόσκυλε, πολύχρωμος και εντοιχισμένος...
(από εδώ)

- ΠΟΛΥΧΡΩΜΟΣ ΚΙ ΕΝΤΟΙΧΙΣΜΕΝΟΣ ΡΕ ΦΙΛΕ! ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ Ο ΚΡΟΤΟΣ! ΚΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΟΛΑ.... ΣΙΔΕΡΟΚΕΦΑΛΟΣ ! ...
(Από εδώ)

- Χριόνια πολλά ρε' σύ να' ούμ και να τα κατοστήσεις! Πολύχρωμος εντοιχισμένος κι ό,τι λιποθυμείς (μην σου πω που να το βρεις... χεχεχε!)
(από εδώ)

(από Vrastaman, 31/07/09)

Βλέπε και πολυούχος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το μαγαζί που πουλάει λογιών λογιών καπότες. Κάποτες υπήρχε ένα τέτοιο στην Κάνιγγος νομίζω, κι άλλο ένα κάπου κοντά στην Φειδίου, ή λέω το ίδιο, τεσπα κει μέσα μπορούσες να βρεις ό,τι σχήμα (σε μορφή ζώου, φαντασματακίου, καρτούν κλπ), χρώμα, άρωμα και γεύση καπότας ήθελες. Για την σαχλή ιστορία του πράγματος, είχα πάει προ πολλών ετών με τον πατέρα μου στο Άμστερνταμ, πολύ προτού σκάσουν μύτη αυτά δω χάμου, και κει που βολτάραμε, περάσαμε απ' έξω από ένα τέτοιο. Καθώς δεν τα ήξερα και δεν είδα προσεκτικά την βιτρίνα, μου φάνηκε ότι ήταν ένα μαγαζί με curiosités και είπα στον καημένο τον πατέρα μου «πάμε μέσα να δούμε» και μπήκε κι αυτός μαζί μου αφηρημένος. Όταν κατάλαβε σε τι μαγαζί ήμασταν κόμπλαρε, εγώ το ίδιο, αλλά το παίξαμε άνετοι (ε, ο πατέρας μου είχε πάει προς την πόρτα με ελαφρά πηδηματάκια), διάλεξα μερικές για τους φίλους μου, και τότε η ταμίας μας κοιτάει και τους δύο μαζί συνωμοτικά και μου λέει: «Αυτές είναι για να παίξετε, θα σας δώσω και μερικές κανονικές για την πράξη»...

Λέγεται και κοντομερί από το γαλλικό condommerie.

  1. Προς τιμήν του εξαφανισμένου Γκατς, να χώσω και ένα λογοπαίγνιο: καποτάδικο είναι το στέκι όπου συχνάζουν νέοι μιας κάποιας ηλικίας. Από το «κάποτε».

Θα μπορούσε να λέγεται έτσι και η ντισκοτέκ Ρετρό (αν υπάρχει ακόμα) ή ένα άλλο παρεμφερές κλαμπάκι που δεν ξέρω πώς το λένε, ξέρω όμως ότι υπάρχει κάπου προς Φάληρο;;; (το έμεντάλ μου μέσα...)

  1. - Ρε συ υπάρχουν ακόμα καποτάδικα ή έχουν κλείσει; - Γούγλαρέ το και θα δεις.
    ...
    (μετά από λίγο)
    - Λοιπόν μπες εδώ και θα βρεις μάλλον αυτό που έλεγες:
    http://stellanelcielo.blogspot.com/2009/04/blog-post_15.html

  2. Θα πάμε σε κανα μπαράκι της προκοπής απόψε ή θα με πας πάλι σε καποτάδικο;

Aν γνωστές φίρμες έβγαζαν καπότες... (από allivegp, 01/08/09)Oυροδόχοι κύστεις χοίρων (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίχτης ποδοσφαίρου του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι, με την παραμικρή (ή πολλάκις και ανύπαρκτη) αφορμή, πέφτει στο χόρτο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει πέτσινο φάουλ, πέναλτυ, έμμεσο κτλ ανάλογα τη γκαβομάρα (ή μεροληψία) του άρχοντα του αγώνα (βλ. διαιτητής). Η λέξη κάνει και ρίμα παίχτης-πέφτης, κάτι που συντελεί στη βιωσιμότητά της. Η πτώση σχεδόν πάντα συνοδεύεται από θετρινισμούς ντεμέκ, «με σκότωσε», «με σακάτεψε», όπερ σημαίνει καλός πέφτης ίσον και καλός ηθοποιός.

- Σφύρα το ρε κοράκι. Δε βλέπεις που τον σακάτεψε; Σφαδάζει ο άνθρωπος!!!
- Τι να το δώσει ρε μεγάλε; Λες και δεν τον ξέρουμε τον καραγκούνη. Μεγάλος πέφτης!

Kαραγκούνης σε ύπτιο (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified