Further tags

Κυριολεκτικά όλοι γνωρίζουν τον νόστιμο καλοκαιρινό μεζέ από αμπελόφυλλα που συνοδεύει ούζα χωρίς πάρτι αλλά με πάγο.

Μεταφορικά όμως είναι τα φουσκωτά πρησμένα δάχτυλα ποδιών με έντονο πεντικιούρ νταρντανοβύζας και κωλόχοντρης, η οποία νομίζει πως όλοι οι άνθρωποι ζυγίζονται σε γεφυροπλάστιγγα και ντύνεται με εφαρμοστά ρούχα.

Φοράει αντισέξυ κολλητά και το καλοκαίρι κυκλοφορεί με ροζοσομονοκοραλλοκόκκινομπορντό πέδιλα, ένα νούμερο μικρότερο από το πόδι της. Με αποτέλεσμα τα καημένα τα δάχτυλά της να ασφυκτιούν και να πρήζονται ακόμα περισσότερο, θυμίζοντας λόγω σχήματος τα σαρμαδάκια.

Τι τα 'θελε τα πέδιλα η (αφρα)Τούλα; Δεν βλέπει που έχει δάχτυλα σαν σαρμαδάκια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικείο αιδοίο το οποίο απαιτεί φροντίδα και προδέρμ για να ανοίξει, όπως το φερμουάρ δηλαδή που θέλει αργή σχετικά κίνηση, γιατί αλλιώς σε βλέπω βγαίνοντας από το μπάνιο να ψάχνεις για παραμάνα.

Μτφ η γυναίκα που δεν είναι βουρ στον πατσά, που θέλει δυο τρία ραντεβουδάκια, να γνωρίσεις τις πατσόλες τις φίλες της και γενικώς να το παίξεις σύντροφος και όχι γκόμενος. Μόλις όμως ανοίξει, το απολαμβάνεις ταινία δράσης.

Την έπεσα στην Λωλότα (αγαπημένο μου όνομα της Ίλιας Λιβυκού σε ταινία με τον Β. Λογοθετίδη και εκ τούτου θα είναι το επίσημο όνομα που θα παραθέτω σε παραδείγματα), γιατί νόμιζα πως είναι εύκολη γκόμενα και πως θα ταΐσω τα περιστέρια στο φτερό. Αντ' αυτού πήγαμε στο πεντικιουράδικο της φίλης της της Σμαρώς που είχαν μαζευτεί 5 γκιόσες. Την πήδηξα τελικά μετά από μια βδομάδα. Φερμουνάρ μου βγήκε τελικά...

βλ. και το αντίθετο πανταλύνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τίτλος τσόντας. Περιγράφει την σεξουαλική πράξη, όντας ένα μεταξύ πολλών λογοπαιγνίων που εμπνέονται από την ταινία κινουμένων σχεδίων Ποκαχόντας.

Πρβλ. και Αγκομαχώντας, Πογαμιόντας,, Μοναχόντας (τραγούδι Ημισκουμπρίωνε) κ.ά.

Ασίστ: Κοντρ.

Σλάνγκος σαπουνόφιλος: Τον πήγε Αθήνα- Ναμίμπια πογαμιόντας τον έρμο τον Πέρι!
Σλανγκαρχίδης: Δεν έβαλες το λήμμα στο παράδειγμα.
Σλάνγκος σαπουνόφιλος σταρχιδιαμόλ: Ωχ αδελφέ! Άσε θα τον βάλει κανάς μόδιστρος...

Ο μοναχός- ο μοναχόντας. (από Dirty Talking, 17/06/09)

Σιγά και να μην το βάλει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άδεια που παίρνει μια εν λοχεία ούσα μητέρα, όπως όλοι ξέρουμε, λέγεται άδεια λοχείας.

Σε περιπτώσεις που αυτό επαναληφθεί σύντομα, η άδεια παρατείνεται επί το περίπου διπλάσιο, καθιστούσα την ευτυχή μητέρα απούσα από την εργασία της για χρόνια.

Η προσαύξηση αυτή μπορεί να συναχθεί ως προαγωγή από την λοχεία σε λοχία και έπειτα σε επιλοχεία.

- Καλά που είναι η Μαίρη την απέλυσαν;Έχω χρόνια να την δω στο γραφείο.

- Γέννησε στο καπάκι 2 μπέιμπια και το τράβηξε λίγο παραπάνω με την άδεια.

- Αχα άδεια επιλοχίας δηλαδή

Κατερίνα Ξαπλωτή. (από Hank, 17/06/09)Και μια λεχώνα του Picasso. (από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εισιτήρια για κάπου όπου δεν θέλουμε να πάμε, ή αυτά που φτύνουμε αίμα για να αποκτήσουμε.

Τέσσερις ώρες περίμενα στην ουρά για τα γαμολοσιχτίρια, ε μπάφιασα κι έφυγα, στο διάλο και η συναυλία και όλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μειωμένο εισιτήριο για τους φοιτηταί.

Ασίστ Νick.

Καλά ρε πούστη, εξήντα χρονώ κοντεύεις και μπορείς και βγάζεις φοιτητήριο; Δεν σ' έχουν πιάσει με το πλαστό πάσο ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον συναντάμε σε ηλικίες από 15 έως και 23. Είναι αυτός που έχει ξεχάσει το εσώρουχό του (συνήθως μποξεράκι με σχεδιάκια) λίγο πιο πάνω από το κανονικό και το τζιν του πέφτει διαρκώς. Αυτό το τζιν είναι συνήθως βρώμικο και μάρκας Lee (εξ ού και το ντερτιλής > dirty Lees) ή κι αν δεν είναι, θα είναι ξεβαμμένο και πάντα θα πέφτει όλως τυχαίως προς τα κάτω...

Ο ντερτιλής επίσης σιχαίνεται καθετί trendy αλλά όταν έγιναν τα Αll Star της μόδας όλως τυχαίως πάλι έτρεξε να τα αγοράσει. Του αρέσει να τον κοιτάνε σε κείνο το σημείο όπου πέφτει το τζιν και φαίνεται το εσώρουχο.

Φιλική σημείωση: δεν κάνει για άτομα τα οποία έχουν λίγη παραπάνω κοιλίτσα.

Οι γυναίκες το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε και το ότι κάποιος έχει μείνει ακόμα στα λυκειακά χρόνια.

Επίσης τα προσόντα που πιθανόν να είχε ένας ντερτιλής δε διαγράφονται με το συγκεκριμένο είδος ντυσίματος άρα εντελώς δημοκρατικά κατηγορείται πολλές φορές για μικρότητες... κάθε είδους!

*Ουδεμία σχέση με τον κρατούμενο Νίκο Ντερτιλή για όσους τον έχουν ακουστά.

– Αν εσύ καταλάβεις πες το μου και μένα...
– Το ότι είναι ντερτιλής δεν σημαίνει ότι δεν έχει, απλά δεν του αρέσει να φαίνεται, προτιμά να επιδεικνύει το μποξεράκι του...

O Nικόλαος Ντερτιλής εν δράσει (από allivegp, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

είσαι τεά (ice tea): Ένα παγωμένο τσάι σε πλήρη μετάφραση.

Ημίαιμος αθίγγανος πλησιάζει σε ταμείο ταχυφαγείου... μούσκεμα στον ιδρώτα και με τεράστια δίψα...

«Ένα είσαι τεά!» (ice tea)

Ice-T is not amused (από Vrastaman, 16/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν με τον λατινικό νομικό όρο de facto εννοούμε μια κατάσταση που αναγνωρίζεται ως γεγονός από τα ίδια τα πράγματα χωρίς απαραιτήτως να υπάρχει επίσημο νομικό πλαίσιο, η σλανγκ προσαρμογή του όρου ως de fuckto σχέση δηλώνει μια σχέση μεταξύ δύο ατόμων που αναγνωρίζεται από όλους ως τέτοια, αν και δεν έχει ομολογηθεί επισήμως από τα ίδια τα εμπλεκόμενα μέλη. Κομβικό σημείο-σταθμός για να χαρακτηριστεί η γνωριμία δύο ατόμων ως de fuckto σχέση είναι να έχει σφαχτεί το κοκκόρι, κοινώς να έχει πέσει ο πέουλας μεταξύ τωνε.

Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι η de fuckto σχέση είναι το αντίθετο του Πλατωνικού έρωτα.

- Καλά, ο Παντέλο με τη Λίλιαν όλο μαζί φεύγουν, αν και έρχονται με διαφορετικές παρέες. Τελικά τά 'χουν ή δεν τά 'χουν;
- Ε, καλά τώρα. Ο κόσμος τό 'χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι. Μπορεί να μη τα έχουν βρει επίσημα, αλλά ο πέκος πέφτει κανονικά.
- Κατάλαβα. De fuckto σχέση.

De fuckto σχέση gone bad (στο πιο λεσβιακό). Το \'χω ξανανεβάσει το συγκεκριμένο αλλά κολλάει κι εδώ. Επιπλέον, τα σπάει, τι να λέμε... (από Jonas, 16/06/09)

βλ. και ντε φάκτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καυλαράς που στη σφυράει στη μεγάλη περιοχή. Ξέρει καλή διαιτησία, ιδίως στο βόλεϊ δωματίου.

- Νάνση, ρε παιδί μου, πολύ ανεβασμένη σε βρίσκω.
- Χτες συνάντησα τον διαιτητή το Μήτσο, μου το άνοιξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified