Further tags

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομα τα οποία συναντώνται κυρίως στην επαρχία και τα οποία είναι υπεύθυνα για τη μουσική υπόκρουση σε μαγαζιά που λειτουργούν ταυτόχρονα ως καφετέριες, bar, ταβέρνες και club.

Συνήθως φοράνε ρούχα αμφιβόλου αισθητικής με αποχρώσεις και υλικά που δεν ταιριάζουν αναμεταξύ των.

Είναι πολύ δημοφιλείς σε κοινωνικές ομάδες χαμηλού πνευματικού επιπέδου και φτωχής αισθητικής. Οι μουσικές επιλογές τους είναι συνήθως ένα μείγμα ποπ και τσιφτετελιού με μικρά πεντάλεπτα διαλείμματα δημοτικής μουσικής. Μια από τις κύριες τεχνικές που χρησιμοποιούν είναι η αναπαραγωγή έτοιμων «μιξαρισμένων» δίσκων από άλλους επαγγελματίες DJ, τους οποίους υποκρίνονται ότι «μιξάρουν» επί τόπου. Συνήθως το μουσικό πρόγραμμά τους επαναλαμβάνεται πολλές φορές μέσα στη βραδιά λόγω των λίγων «προμιξαρισμένων» CD που διαθέτουν.

- Γιατί παίζει συνέχεια τα ίδια; Πρώτη φορά ακούω αυτά τα πράγματα...
- Και όμως. Είναι ο καλύτερος βλαχοντιτζέι που διαθέτουμε.

(από chrismegas, 01/03/11)(από chrismegas, 01/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χουβαρντάς, ο γαλαντόμος, ο ίσως σπάταλος, ο ανοιχτοχέρης. Από τον κεντρικό χαρακτήρα του τραγουδιού «Όσα πάνε κι όσα έρθουν» (βλ. παρ.3).

Ας μας πει κανας Χότζας αν ο καπετάν Φλωριάς του άσματος σχετίζεται με τούτον εδώ.

  1. Τον έχεις καλομάθει και περιμένει μονίμως κεράσματα, σε έχει για καπετάν Φλωριά μου φαίνεται.

  2. Ρε συ βάλ' του λίγο πάγο, πολύ καπετάν Φλωριάς την έχει δει και δεν θα του μείνει μία έτσι που πάει.

  3. «Όσα έρθουν κι όσα πάνε» (Ο καπετάν Φλωριάς)

Την ψαρόβαρκα του καπετάν Φλωριά
την ελέγαν όσα έρθουν κι όσα πάνε
γιατί μόλις ξεπουλούσε την ψαριά
με το τσούρμο του γραμμή για να τα φάνε

Γεια σου καπετάν Φλωριά
που τα δίχτυα σου βογγάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά
όσα έρθουν κι όσα πάνε ] 2x

Κι όταν άλλοτε του έπιανε νοτιάς
και με άδεια την ψαρόβαρκα γυρνούσε
γελαστός ο καπετάνιος ο Φλωριάς
βερεσέ στα καπηλειά σ' όλους κερνούσε

Κόντρα ο καιρός Φλωριά
και τα ψάρια δεν τσιμπάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά
όσα έρθουν κι όσα πάνε]2Χ

Κι όταν κάποτε αρρώστησε βαριά
και πιστέψαν ο Φλωριάς πως θα πεθάνει
τον παπά φωνάξαν για μεταλαβιά
να του πούνε και Διαθήκη για να κάνει

Διαθήκη και λοιπά
κάνουν όσοι τα φυλάνε
εγώ ήμουνα παπά
όσα έρθουν κι όσα πάνε ] 2x

Μπιθικώτσης Γρηγόρης & Μάνου Αφροδίτη & χορωδία
Μουσική/Στίχοι: Μπιθικώτσης Γρηγόρης/Βίρβος Κώστας

(από Khan, 04/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπαφιάρης που ακούει ρέγγε... συνήθως και αυτός που έχει ράστα τα μαλλιά του...

Επίσης μπορούμε να αποκαλέσουμε έτσι κ έναν τζαμαϊκανό (ασχέτως με το στυλ μαλλιού του).

- Σου αρέσει καθόλου ο Bob Marley;
- Ναι τρελαίνομαι... Θα ήθελα πολύ να του μοιάσω...!!!
- Τι, να γίνεις δηλαδή ράσταμαν;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για πολύ καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου του «Latin», το προσωνύμιο του Γιώργου (στα ισπανικά Χόρχε) Νταλάρα.

Παρότι έχει ψιλοσβήσει (διότι ο Νταλάρας δεν έχει αφήσει είδος που να μην τραγουδήσει, για αυτό και τον σιχάθηκε η πλάση), που και που το ακούς.

Υπενθύμιση : rogerio

...και γουστάρεις το άσμα και τους στίχοι τους παραδέχεσαι και η μουσική σε αρέσει, αλλά στέκεσαι στον Νταλάρα και τον λες και ακατανόμαστο. Ε όχι βρε κροτ, υπάρχουν τουλάχιστον δεκάδες που αξίζουν το χαρακτηρισμό περισσότερο από τον Χόρχε...
(εδώ)

(από electron, 23/12/10)(από Khan, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρόν δίστιχο (το δύστυχο) απαντάται σαν γείωση σε ανθρώπους που έχουν την εμμονή ότι συνεχώς όλος ο κόσμος ασχολείται με εκείνους. Πιο συγκεκριμένα, έρχεται και κολλάει μετά την ερώτηση «Τι λέγατε για μένα στα σιγοψυθιριστά, που δεν θα έπρεπε να ακούσω;»

- Τι λέτε εσείς οι δυο; Συνωμοτείτε εναντίον μου. Δεν είμαι χαζός... Σας κατάλαβα απ' τη φωνή...
- Ναι... Γιαλό γιαλό πηγαίναμε κι όλο για σένα λέγαμε... Κάνε και καμιά δουλειά και άσε μας ήσυχους...

Με την Καγιάλω (από Khan, 17/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.

Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.

- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ακατανόμαστος ο Γνωστός.

Λέγεται και «ακατονόμαστος».

Νουνός: Τζ. Πανούσης.

  1. Λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει α) Τον Ακατανόμαστο που έκανε ασφαλιστικά μέτρα (μπορεί και % χιλιόμετρα) στον Τζίμη Πανούση διότι τον κατηγόρησε δημοσίως για τις % γεμάτες φιλανθρωπία συναυλίες στις οποίες συμμετείχε αφιλοκερδώς (δλδ. % έπαιρνε χοντρά λεφτά χωρίς να το θέλει) καθώς και για αλλειμένη από % πάνω καυστική σάτιρα εις βάρος του.

    β) (κλπ) εδώ

  2. Διάβασα τα παραπάνω και ειλικρινά ανναρρωτήθηκα πότε ο Τζιμάκος έκανε τέχνη και θέλει να μιλάει γι' αυτήν. Το'80 με το «και γω σ' αγαπώ .....» ή το '90 με το αντιδραστικό και άγονο πέσιμο στον 'ακατανόμαστο« μονο και μονο για να περιαυτολογήση, στα media, και να αυτοδιαφημιστεί »υπογείως« (από μπλογκ)

(από ironick, 20/11/10)

Βλέπε και νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified