Selected tags

Further tags

Το μότο-προτροπή (get up, αλλά ακριβώς όπως προφέρεται) για χορό σε τραγούδια του θεού της σόουλ, James Brown. Χρησιμοποιείται έτσι στο άκυρο για πλάκα, αλλά και στην πραγματική του έννοια. Επίσης βλέπε γκιράπης.

  1. - Ρε Μάικ να σε πω κάτι...
    - Πέ' το...
    - Είναι σοβαρό ρε μπρό..
    - Πέ' το!!
    - Λοιπόν...
    - Άντε ρε τελείωνε!
    - ΓΚΙΡΑΠΑ!
    - ΧΑΧΑΧΑ δεν παλεύεσαι ρε...

  2. - Άντε παιδιά, γκιράπα να φύγουμε γιατί είναι αργά και έχουμε δουλειά το πρωί...

τι λες τώρα (από anchelito, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος. Λέγεται και κλαρίνο. Σκέτη ορχήστρα, ένα πράμα.

- Τά 'μαθες; Η Έρση έκανε αλλαγή φύλου!
- Ποια ρε συ; Αυτή δεν ήταν καν λεσβία!
- Κι όμως, φίλε μου...
- Ε ρε πούστη τι γίνεται σε αυτόν τον ντουνιά! Δηλαδή από σάλπιγγα έγινε φαγκότο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κακής ποιότητας ή το ξεκούρδιστο πιάνο που ηχεί σαν λατέρνα.

- Πήγα που λες στο μαγαζί και είχαν ένα πιάνο οι κατακαημένοι, τι να σου πω, λατέρνα, κατάλαβες τώρα...
- Καλά, ζμπούτσατς, νομίζεις ότι τους ένοιαζε η ποιότητα του ήχου μωρέ και συ; Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά: «Φέρε μωρέ ένα πιάνο ο,τινάναι και βάλτο σε μια γωνιά να τελειώνουμε...»

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που φοράει πάνω της τόσα μπιχλιμπίδια, λιλιά, στρας, λαμέ και ό,τι άλλο απαστράπτον και τσίπικο αξεσουάρ κατεβάσει το χαμηλό γούστο της, που προκαλεί ανήκεστο βλάβη στα μάτια όποιου άτυχου την αντικρύσει.

Συγγενής εξ αίματος του καρκατσουλιού, της καρακαλτάκας, του τσόκαρου και λοιπών φορτωμένων αχθοφόρων μπιζουκλερί.

- Πω ρε πούστη μου, την Άρτα και τα Γιάννενα έβαλε πάλι πάνω της αυτή η Πίτσα...
- Γάμησέ τα, λατέρνα κανονική η γκόμενα!

Μια ορίτζιναλ λατέρνα. Ευνόητο γιατί η υπερβολικά στολισμένη γυναίκα χαρακτηρίζεται λατέρνα. (από poniroskylo, 26/09/08)Από το \'Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο\' (1955) με την Καρέζη νεότατη και κούκλα (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδικοποιημένα ο Μητσοτάκης.
Πώς αυτό;
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Παναγιώτης = Μήτσος + Παναγιωτάκης = Μήτσος + Τάκης = Μητσοτάκης (1)
Αλλά όχι μόνο ο Μητσοτάκης. Ποιος άλλος;
Για πάμε...
Μητροπάνος = Μήτρος + Πάνος = Δημήτρης + Πανούσης = Τζίμης Πανούσης (2)
Από (1), (2) συνάγεται: Μητροπάνος = Μητσοτάκης = Τζίμης Πανούσης

- Ρε συ αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά κι αν δηλαδή, ο νόμος είχε απαγορεύσει στον Νταλάρα να πει τον Πανούση με το όνομά του, πως λες να τον αποκαλούσε ο Νταλάρας;
- Μητσοτάκη ή ... ή και Μητροπάνο ακόμα. Κι αυτός που ξέρει θα καταλάβει.

(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)(από GATZMAN, 11/09/08)Μητσοτάκη ή Μητροπάνο; (από GATZMAN, 11/09/08)Μητροπάνθρο (από Khan, 06/05/14)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθισμένο είδος υπάνθρωπου που εντοπίζεται συνήθως:
-Σε φωτιές παραλίας
-Σε σχολικές εκδρομές
-Κνίτικα παρεάκια
Ο τροβαδούρος λοιπόν κρατάει κιθάρα, ή ακόμα χειρότερα την ζητάει από κάποιον για «ένα τραγουδάκι», και θέλοντας να εντυπωσιάσει κάποιο θηλυκό καταπιάνεται μόνο με ελληνικό κλαψομούνικο ροκ της συνομοταξίας πυξ λαξ, κατσιμηχέσοι, μαχαιρίτσας, κότσιρας και άντε, αν θέλει να γίνει πιο ροκ, εεε, θα παίξει και λιγο βασίλη... Ο τροβαδούρος δυστυχώς αν δει οποιοδήποτε θηλυκό, όπως και αν είναι το καημένο, ενθαρρύνεται και συνεχίζει το κλαψομουνικο παραλήρημα σπάζοντας τ' αρχίδια σε οποιονδήποτε εντός ακτίνας 20 μέτρων... Πρόκειται για ένα ποταπό μίασμα που πρέπει είτε να τον σαπακιάζεις στο πρώτο ακόρντο η να του φοράς την κιθάρα κολάρο αν είναι δικιά του...

(Αρνούμαι να δώσω παράδειγμα γιατί αρνούμαι να γράψω λόγια από οτιδήποτε τραγουδάει αυτό το σκουλήκι!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική στο παίξιμο του ηλεκτρικού μπάσου κατά την οποία ο μπασίστας «χαστουκίζει» τη χορδή με τον αντίχειρα παράγοντας χαρακτηριστικό «κρουστό» ήχο. Συνηθίζεται πολύ στη φανκ/τζαζ μουσική.

  1. - Παίζει ο Κιουρτσόγλου απόψε... Πάμε να ακούσουμε καμιά σλαπιά;
    - Μέσα!

  2. - Πώς πήγε η ακρόαση για καινούριο μπασίστα;
    - Μια χαρά φίλε, έσκασε ένα παλικάρι και άρχισε κάτι σλαπιές, μας πετάχτηκαν τα μάτια έξω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποείδος της jazz με αφροδισιακές ιδιότητες, ηχητικό υπόστρωμα και cd πάνω πάνω σε κάθε γαμηστρώνα που σέβεται τον εαυτό του.

Ο James Hoston, ιστορικός της Jazz, γράφει σχετικά «Η Γαμωτζάζ είναι περισσότερο μια κοινωνικά κατασκευασμένη κατηγορία παρά είδος με σαφή μουσικά γνωρίσματα. Πέρα από την παρουσία πολλών πνευστών όπως το κλαρίνο, το τρομπόνι και κυρίως του χαρακτηριστικού αυτοσχέδιου σαξόφωνου, διάφορα κομμάτια από διάφορα genres μπορούν να αποτελέσουν γαμωτζάζ. Ο στόχος, άλλωστε, είναι το κοινό να συμμετέχει».

Ο A.D.R.Pexton συμπληρώνει: «Το αλκοόλ από πάντα αποτελούσε σημαντικό κομμάτι μιας γαμωτζάζ μέθεξης. Όσο περισσότερο το αλκοόλ, τόσο πιο εύκολα μια μουσική δομή αποκτά χαρακτήρα γαμωτζάζ.»

Ακούστε γαμωτζάζ στα media.

Βγάλ'τα ρε μαλάκα αυτά τα γαμωτζάζ, να με γαμήσεις θέλεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε απλά για CD-ROM.(Compact Disk Read Only Memory)
H μούφα βρίσκεται στη δεύτερη λέξη. Η διαφορά υπεισέρχεται στη λέξη Ρομ.

Ο Ρομ είναι ο τσιγγάνος. Η πρώτη ιστορική αναφορά για τους Ρομά (τσιγγάνους) έγινε από τον Ηρόδοτο. Ο Ρομ είναι γνωστός και υποτιμητικά ως γύφτος, λέξη που προέρχεται από τη λέξη Αίγυπτος, γιατί πιστευόταν πως οι Ρομά είναι αιγυπτιακής καταγωγής. Είναι όμως ινδικής καταγωγής. Στη γλώσσα τους η λέξη Ρομ σημαίνει άνδρας ή σύζυγος.

Έτσι λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου όρου παραπέμπει με χιουμοριστικό τρόπο στα CD των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Η εκφορά του όρου προκαλεί σίγουρα την έκπληξη του ανυποψίαστου.

  1. (Ένας τσιγγάνος οδηγεί το Datsun του, στο οποίο μεταφέρει καρπούζια για πούλημα. Διαλαλεί το εμπόρευμα του ενώ στο background παίζει Παϊτέρης...)
    (Τσιγγάνος:) Εδώ τα γλυκά καρπούζια. Καρπούζια Αμαλιάδος. Ό(λα με το μαχαίρι.
    (Πελάτης:) Πω πω ωραίο CD έβαλες. Μας μεράκλωσες μεσημεριάτικα.
    (Τσιγγάνος:) Eμ δεν είναι απλό CD φίλε. Σίντι Ρόμ είναι.

  2. - Πω ρε εσύ. Μας τρέλαναν κανονικά με τα Σίντι Ρόμ που παιάνιζαν στο πανηγύρι.
    - Δηλαδή;
    - Μας τρέλαναν στο «βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι» και στο «γαρούφαλο στ' αυτί». Τι να σου πω; Ανθολογία. Αν ήταν στο χέρι τους δε θά 'φτιαχναν μέγαρο μουσικής. Τσαντίρι μουσικής θά 'φτιαχναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified