Το πολύ μαλακό πέος που δεν επιτυγχάνει καλή στύση.
Τι να κλάσει μωρ΄ ο πουρέιτζερ με το ζελέ;
Got a better definition? Add it!
Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.
Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.
- Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
- Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
- Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...
- Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;
Got a better definition? Add it!
Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.
Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).
Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.
1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.
2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.
3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.
Got a better definition? Add it!
Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.
Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.
Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)
Got a better definition? Add it!
Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.
Got a better definition? Add it!
Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα
-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..
Got a better definition? Add it!
Όταν κατά την ερωτική πράξη τριών ή παραπάνω ατόμων εκ των οποίων υπάρχει συμμετοχή τουλάχιστον δύο αντρών, υπάρξει επαφή μεταξύ των "οπλικών τους συστημάτων", λέμε ότι έγινε Ακουμποπούτσι (γνωστό και ως ξιφομαχία).
Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν το μυαλό είναι κουκούτσι, είναι σαν να κάνεις ρτούζαπα και να συμβαίνει ακουμποπούτσι.
Got a better definition? Add it!
Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.
Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;
Got a better definition? Add it!
Βρισιά με την οποία εννοούμε ότι το γαμήσι που ρίχνουμε σε κάποιον είναι τόσο παρατεταμένο, ώστε είναι σαν να του/της βάζουμε τον πούτσο μας και να τον αφήνουμε να μουλιάζει.
Και όπως έπεφτε η νυχτιά σε χάιδευε τ' αγιάζι,
τον πούτσο μου στο κώλο σου, έβαζα να μουλιάζει.
(Στίχος των Μετάληρα απ' το «Τον κώλο σου γάμαγα»).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified