Selected tags

Further tags

Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.

- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή! - Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...

Δικστής Ρου Μπήν. Ο νόμος δυτικά του Πέκος (από GATZMAN, 15/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο μανιτού, σύμφωνα με την Ινδιάνικη μυθολογία, ήταν το υπερφυσικό πνεύμα που καθόριζε την ισορροπία μεταξύ της ζωής και της φύσης. Η πανμέγιστη δύναμη της ζωής. Στα Ελληνικά έγινε κυρίως γνωστό μέσα από τα κόμιξ του Λούκυ Λουκ στα οποία οι Ινδιάνοι είχαν τοτέμ αφιερωμένα στο πνεύμα αυτό. Σλανγκιστί, μεγάλος μανιτού λέγεται περιγελαστικά αυτός ο οποίος κάνει πως τα ξέρει όλα, τον ξερόλα. Αν και χρησιμοποιείται για όλα τα θέματα, ο όρος αυτός βρίσκει μεγαλύτερη χρήση ως χαρακτηρισμός κάποιου που το παίζει αυθεντία σε σεξουαλικά ζητήματα, του πουτανιάρη.

(Βλέπε και μάζεψε την μην την πατήσουμε.)

- Ρε φίλε, άκου να δεις πως έχουν τα πράγματα: Οι γκόμενες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που βαθμολογούνται με 8 και πάνω και σε αυτές που είναι κάτω από 8. Αυτές που είναι χαμηλότερες του 8 είναι γενικά ανασφαλείς και για να τις ρίξεις πρέπει να τις κάνεις να νιώσουν σαν 9άρια ή ακόμα και 10άρια. Άρα, σε αυτές τις γκόμενες πρέπει να πετάς συνέχεια κομπλιμέντα για να τις κάνεις να νιώσουν ωραία. Το πως βαθμολογείσαι εσύ δεν έχει καμία σημασία για αυτές τις γκόμενες γιατί λόγω της ανασφάλειάς τους, τις φτάνει που τις κάνεις να νιώθουν πρώτο πράγμα. Το γεγονός αυτό και μόνο είναι αρκετό να επισκιάσει όλα τα μειονεκτήματά σου και να σε οδηγήσει στη νίκη του παιχνιδιού.
Αυτές που είναι από 8 και πάνω, συνήθως ξέρουν πού περίπου βρίσκονται και το μεγάλο λάθος που κάνουν συχνά οι άντρες είναι να τις τελειώνουν στα κομπλιμέντα και τις γλυκές κουβέντες. Η γκόμενα δεν δείχνει καμία συγκίνηση σε κάτι για το οποίο είναι σίγουρη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι το να πουλήσεις ιστορία και να ανεβάσεις τον εαυτό σου στα μάτια της. Η γκόμενα αυτή ψάχνει για κάποιον που είναι φαινομενικά ανώτερος από τους άλλους. Ενδείκνυται και μία δόση αδιαφορίας και εκεί που την περιτριγυρίζουν πολλοί, εσύ την αγνοείς επιδεικτικά κάνοντας όμως παράλληλα και την παρουσία σου γνωστή. Ακριβώς αυτή η κατηγορία γυναικών είναι που λέγονται και γραμματόσημα.
Έτσι έχουν τα πράγματα κολλητέ. Άκου με εμένα, το έχω φιλοσοφήσει το θέμα. Πώς νομίζεις πηδάω και άλλη κάθε μέρα;
-Σιγά ρε μεγάλε μανιτού εσύ...Κατούρα και λίγο...

(από DT Jesus, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον υποτιμητική αναφορά στα κινούμενα σχέδια άκα καρτούν (cartoons). Πρβλ. μαρβελιά, η.

Γουστάρω να βλέπω ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς.

ρετρό καρτουνιές με τους Μπητλς (από Vrastaman, 03/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O προικισμένος και με πολλές αντοχές στο κρεβάτι ανήρ. Προέρχεται από την παιδική σειρά «Thundercats» που παρουσίαζε αιλουροειδείς υπερήρωες να μάχονται τις δυνάμεις του κακού.

Όλα τα λεφτά ήταν το σπαθί του αρχηγού Λάηο, το οποίο ξεκινούσε ως συνεσταλμένο εγχειρίδιο και διαστελλόταν σταδιακά μέχρι να γίνει μια σπαθάρα να!, μετά συγχωρήσεως, στους ρυθμούς της πολεμικής ιαχής: «Thunder! (Πρώτη δειλή στύση). Thunder! (Έχει στο μεταξύ θεριέψει). Thundercat! (Σπαθάρα να!!!) OOOOOOh! (Η τελική οργασμική ιαχή)».

Έτσι ενώ οι μικρότεροι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού το φώναζαν ανυποψίαστοι, όπως προφανώς και οι εμπνευσμένοι συντελεστές της μαρβελιάς (εκτός κι αν ήθελαν να προσφέρουν μια πρώτη εξοικείωση με σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), οι λίγο μεγαλύτεροι (τελευταίες τάξεις Δημοτικού) χρησιμοποιούσαν την ιαχή «Θάντερκατ» ως συνώνυμο της στύσης και του γαμησιού.

Γι' αυτό και από τις παιδικές μας αναμνήσεις έχει μείνει η έκφραση Θάντερκατ να σημαίνει τον ντούρο και ντούρασελ.

Ασίστ: Σάσα.

«Θάντερ! Θάντερ! Θάντερκατ! Οοοοοοοο!», φώναζε ο Πέρι στον Πιερ εκεί στην ζούγκλα με τα λιοντάρια και τους αίλουρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα των Μικυμάου για το κλάμα. Η χρονική σειρά είναι:

1) κλαψ (κλάμα).

2) λυγμ (αναφιλητά).

3) μπουχού- μπουχουχού (αναμένει τον καβουροσλανγκόσαυρό του).

4) σνιφ (ρούφηγμα από δάκρυα και μύξες).

Πρβλ. την καλοβυρνιά: κλαψ σάντουιτς.

Μίνι Μάους: Ο Μίκυ δεν θέλει να με παντρευτεί! Εβδομήντα χρόνια είμαστε αρρβωνιασμένοι! Πόσο ακόμα να περιμένω! Δεν μ' αγαπάει! Κλαψ! Λυγμ! Μπουχουχού! Σνιφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση - ήχος που προέρχεται από τα μικιμάου.

  1. Λιγουρεύομαι κάτι, τόσο πολύ, που μου τρέχουν τα σάλια και τα μαζεύω με αναρρόφηση: σλουρπ! Παραδείγματα 1, 2, 3.

  2. Καταπίνω με λαχτάρα κάτι υγρό, κυρίως πηχτό, με αναρρόφηση επίσης: σλουρπ! Παραδείγματα 4, 5, 6.

Παίζει ιδιαιτέρως για λιγούρια.

Αντίστοιχες εκφράσεις - ήχοι: λυγμ, κλαψ, σνιφ, γκλουπ, σμπαρακουάκ, μούμπλε μούμπλε κ.λπ.


Ασίστ: vip από εδώ.

Παράδειγμα 1
- Μάνα μου, τι τούρτα είναι αυτή! (σλουρπ - τα σάλια).

Παράδειγμα 2
- Κάτια κοίτα τα κόκκινα λουμπούτιν στην βιτρίνα! (σλουρπ - τα σάλια).
- Χέσε με ρε, αυτά κάνουν ένα μισθό, βολέψου με μιγκάτο.

Παράδειγμα 3
- Παναΐτσα μου, κόψε ένα μωρό ρε! (σλουρπ - τα σάλια).
- Κόψε κάτι και συ μωρέ, σιγά το μωρό.

Παράδειγμα 4
Ένα μωρό πίνει λαίμαργα το γάλα από το μπιμπερό του (σλουρπ - το γάλα).

Παράδειγμα 5
Ένα κοριτσάκι ρουφάει λαίμαργα το μιλκσέικ φράουλα (σλουρπ - το μιλκσέικ).

Παράδειγμα 6
Μια ρουφοκαβλέτα ρουφάει λαίμαργα τα πάντα όλα μετά την πίπα (σλουρπ - το σπέρμα).

-Τι χαμογελάς ρε συ, λιώνει και θα λερωθούμε, γλύφε!!! (σλουρπ) (από Galadriel, 18/03/09)Nothing Sucks like a Hoover! (από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ φάσεων/εκδοχών του Λούκι Λουκ. Ο γαμιάς που γαμεί πιο γρήγορα απ' τον ίσκιο του.

«Ο Παλούκι Λουκ στην Άγρια Στύση.»
(Τίτλος όλος-χρόνος-κλασικής τσόντας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τιραμόλα είναι ήρωας κόμικ που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα την δεκαετία του '70 και το σώμα του είναι από καουτσούκ ώστε να μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές.

Όταν λέμε κάποιον Τιραμόλα εννοούμε τον άνθρωπο με κορμί λάστιχο, που μπορεί να κάνει κινήσεις πέραν των κινήσεων του μέσου ανθρώπου. Επίσης, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε κάποια κίνηση, υπενθυμίζουμε στον συνομιλητή μας ότι δεν είμαστε Τιραμόλα.

- Μπορείς να μου φτάσεις το τηλεκοντρόλ γιατί βαριέμαι να σηκωθώ;
- Ωχου! κι εγώ βαριέμαι είναι μακρυά, τι με πέρασες Τιραμόλα; Πάρε τα πόδια σου και πιάσ' το!

(από ο αυτοκτονημενος, 22/02/09)The phenomenon of deja vu (από Hank, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάληξη των κόμικ Λούκυ Λουκ χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι μόνος του σε μια προσπάθεια και δεν βρίσκει συμπαράσταση από κανέναν.

Όπως όταν λέμε: «Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη».

Ωχ αδερφέ! Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Αφού το βλέπετε ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.

- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified