Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικάνικη έκφραση που χρησιμοποιείται για να ορίσει μια κατηγορία σεξουαλικής σχέσης μεταξύ δύο (ενδεχομένως και περισσότερων, δε μπορώ να το πω αυτό με βεβαιότητα) ανθρώπων.

Οι «friends with benefits» είναι οι φίλοι, οι οποίοι κάνουν σεξ. Οι λόγοι ποικίλλουν: είτε δεν έχουν γκόμενο/α, είτε γενικά δεν κάνουν σεξ πολύ καιρό οπότε παρηγοριούνται σεξουαλικά στον ώμο -ή όπου αλλού- του φίλου τους, είτε το σεξ είναι εξαιρετικό -οπότε γιατί να το κοψείς, κλπ κλπ κλπ... Εδώ, πρέπει αν τονιστεί πως σε αυτή τη μορφή σχέσης, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η φιλία: οι friends with benefits είναι πρωτίστως φίλοι (διόλου τυχαίο που στον εν λόγω όρο πρώτη λέξη είναι το «friends») και μετά σεξουαλικοί παρτενέρς.

Σε αυτή τη μορφή σχέσης, όπως και σε άλλες ανάλογες -ως προς την προχειρότητα- δεν υπάρχει φυσικά αποκλειστικότητα και οι φίλοι μπορούν να κάνουν σεξ και με άλλους -φίλους ή μη.

Δε θα έπρεπε να μπερδεύεται ως προς το περιεχόμενό του ο όρος αυτός με το «fuck buddies», μιας και οι τελευταίοι δεν είναι φίλοι, απλώς πηδιούνται περιστασιακά: οι friends with benefits θα πάνε την άλλη μέρα για καφέ∙ οι fuck buddies, όχι.

Το σεξ με τη Λίλιαν* ήταν εξαιρετικό, οπότε αν και θέλουμε να παραμείνουμε φίλοι, αποφασίσαμε να βρισκόμαστε που και που και να την κάνω να λέει τον Δεσπότη Τζέσικα.

*αντιλήφθηκα πως εδω μέσα η Λίλιαν είναι το κατ' εξοχήν παράδειγμά σας σε ο,τιδηπότε σχετίζεται με σεξ, οπότε το δανείζομαι -συγχωρέστε με για το θράσος μου.

(από Vrastaman, 29/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για γκέι φυλή που χαρακτηρίζεται από πληθωρική σωματική διάπλαση, πολλή τριχοφυΐα, μούσι και γκαρνταρόμπα που περιλαμβάνει απαραιτήτως πουκάμισο - τραπεζομάντηλο ξυλοκόπου.

Μπαμπαρκούδοι (daddy bears) αποκαλούνται οι μεγαλόσωμοι αρκούδοι οι οποίοι θέλγονται από αρκουδάκια (cubs). αρκούδους δηλαδή μικρότερης ηλικίας ή μεγέθους. Πουστρόλυκοι (gay wolves) δε αποκαλούνται οι πιο μυώδεις και εκδρομικοί αρκούδοι.

Η σεξουαλική ιαχή του αρκούδου προς άλλον αρκούδο είναι «woof!» ή «γκρρ!»

Η υποκουλτούρα των αρκούδων ξεκίνησε στο Σαν Φρανσίσκο (πού αλλού;) στις αρχές των '80s από γκέι που ένιωθαν άβολα με το πρότυπο της γυμνασμένης και τριχοφοβικής πλην ντυμένης στην τρίχα αδελφής-συλφίδας. Στην Ελλάδα, συνειδητοποιημένοι αρκούδοι έκαναν το ντεμπούτο τους στα τέλη των '90s.

Εκ του αγγλικού bear.

Ασίστ: The slangus formerly known as Hank.

- Στην Ελλάδα οι αρκούδοι μαζεύονταν ατύπως στο Alecos Island Bar. Το 1998 (πραγματοποιήθηκε η) πρώτη προσπάθεια συσπείρωσης των ελλήνων αρκούδων, οργανώνοντας το πρώτο πάρτυ, τυπώνοντας μπλουζάκια και περιμένοντας ελάχιστο κόσμο - αλλά μαζεύτηκαν 200 άτομα. Ακολούθησαν δύο συναντήσεις και πάρτυ, την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα. Από το 2001 έγιναν μερικά bear in the sun πάρτυ, σε ξενοδοχεία κλεισμένα όλα από αρκούδους. Τα πάρτι κράτησαν περίπου 2 χρόνια, ύστερα το bear κίνημα έγινε πιο ιντερνετικό. (από εδώ)

- Ο gay χώρος έχει πολλάκις κατηγορηθεί για δουλική υποταγή στα κελεύσματα της μόδας. Το αμερικανικό πρότυπο του ωραίου gay άνδρα (και σταδιακά και του str8) τον θέλει μυώδη, άτριχο πατόκορφα και, βρέξει - χιονίσει, με εφαρμοστό T-shirt. Υπάρχουν όμως άνδρες που ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα: οι bears (αρκούδοι στα καθ'ημάς) είναι gay άνδρες που δεν κατασκηνώνουν σε γυμναστήρια, εχουν κοιλίτσα και γενικά εγκαταλείπουν το πρότυπο του Μπραντ Πιτ στο βασίλειο του σελιλόιντ.
(Time Out Athens, Μάρτιος 2005)

Ο γουτσισμός μεταξύ αρκούδων ειναι εκ των ων ουκ άνευ... (από Vrastaman, 30/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Γιώργου Λεβέντη από το τηλεπαιχνίδι X-Factor, τον Ιανουάριο του 2010. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγανάκτηση για μία κατάσταση ή κάποιο πρόσωπο.

  1. - Πόσο ήρθε ο λογαριασμός του τηλεφώνου;
    - Θα σου πω ρε μπαμπά, αλλά μη μου φωνάξεις, γιατί αυτό το μήνα μίλαγα με τον Νίκο στο κινητό λίγες ωρίτσες.
    - Πόσο; Πες μου να ακούσω.
    - Ε να....450 ευρώ.
    - Θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

  2. - Τι έγινε από προχθές με τη Μαριάννα;
    - Τσακωθήκαμε λίγο, ψιλοπράγματα μωρέ.
    - Και τώρα είστε οκ;
    - Δεν θα το 'λεγα. Την έχω πάρει 3 φορές και τις έστειλα 5-6 μηνύματα και δεν απαντάει. Άσε, θα τρελαθώ, θα πηδηχτώ απ' το παράθυρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων κοχόνας - ή κοχόνια (πλήρης εξελληνισμός της κατάληξης). Τα κοχόνας (cojones) είναι οι όρχεις ισπανιστί. Ως εκ τούτου, η λέξη αποτελεί δάνειο από τα Ισπανικά και χρησιμοποιείται ευρέως στην καθομιλουμένη της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, με τη σημασία «ορχειδάτος».

Πιθανότατα εισάχθηκε κατά την περίοδο των πρώτων 2-3 ετών της τρέχουσας δεκαετίας, όταν και η κουτσή Μαρία ενεγράφετο σε παρακολουθήσεις μαθημάτων της Ισπανικής, μήπως καταφέρει ποτέ να βιώσει το αρχιτεκτονικό θαύμα της Βαρκελώνης από τις αγκάλες κάποιου καλλιτέχνη τύπου Χαβιέ Μπαρτέμ. Κοινώς, απ' όταν τα Ισπανικά γίναν τρέντι.

  1. Σέντερ μπακ κοχονάτο.

  2. Ναυαγοσώστης με κοχόνια - κοχονάτος.

  3. Επιστήμων με κοχόνια και ουχί κοχόνια επιστήμων.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τέως νυμφίδιο που διατηρεί την πιτσιλογένεια του 20+ χρόνια μετά. Εναλλακτικά, πολύ νεαρά μιλφ (κάτω των 25 ετών).

Άλλη μια ευφάνταστη ελληνική απόδοση του αγγλικάνικου MILF(mother I'd like to fuck). Βλ. επίσης: μιλφ, μιλφ σέηκ, μιλφάρα, μιλφέιγ, μιλφομάνα, μιλφού κ.ά.

Αγγλογαλλιστί: milfette.

1.
- η Χριστίνα Αλεξανιάν έχει εξελιχτεί σε απείρου κάλλους μιλφίδιο.

2.
- παντως στο στομα της τα χα δωσει καποτε....τα πηρε γελωντας κιολας....βασικα το μιλφιδιο ειναι για πολυ αγριο σεξ και ξυλο...... :2funny: :2funny:

3.
- Και εγώ θα ήθελα χωρίς ενδοιασμούς να κάνω τις βλακείες του.Να βγάζω γκόμενα μιλφίδιο και να βαράω τατού με το όνομά της.Μετά απο 1-2 μήνες που θα έβρισκα άλλη,ξανά τατου και πάει λέγοντας.Να εφτανα στα 50,γεμάτος τατού απο ονόματα γυναικών(ε) και να τα έπινα στο καφενείο διηγώντας ιστορίες μέχρι να πεθάνω απο αλκοολισμό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σαβουρογάμη. Ο άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται σεξουαλικά με οποιαδήποτε γυναίκα, ασχέτως αν του αρέσει ή όχι. Προέρχεται δε από την γνωστή έκφραση: «ότι κινείται εκτελείται».

Συζήτηση μεταξύ φιλενάδων...
- Μου την έπεσε ο Σταύρος. Τον ξέρεις; Είναι της προκοπής;
- Άσ'το φιλενάδα... Αυτός πάει με όποια να 'ναι... Είναι μεγάλος μπαζοκίλλερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και παρτούζερ

Ο συμμετέχων, ή η συμμετέχουσα, σε παρτούζα, ο παρτενέρ σε παρτούζα. Να μην συγχέεται με το παρτουζιάρης, που είναι αυτός που επιδιώκει την παρτούζα.

  1. Ο Γιώργος; Αυτός είναι γνωστός παρτουζέρ. Μακριά!

  2. Τη Μαίρη είναι πιο πιθανό να τη γνωρίσεις ως παρτουζέρ, παρά ως καθηγήτρια. Μεγάλη γαμιόλα, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified