Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.
Είναι γενικώς απρόβλεπτο.
-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.
Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.
Είναι γενικώς απρόβλεπτο.
-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.
Got a better definition? Add it!
Καφετέρια ή μπαρ-ρεστωράν, συνήθως εντός πολυκαταστήματος, όπου υφίσταται θόλος από γυαλί, ώστε οι θαμώνες να μην χάνουν (λέει) την επαφή με τα καιρικά φαινόμενα (π.χ. ήλιος, βροχή κλπ) εν είδει atrium (αίθριο).
Συνήθως απρόσωπο αν και πολυάνθρωπο, πολύβουο και κλειστοφοβικό αν και ευμεγέθες, βοηθά το μαγαζάτορα ν' αβγαταίνει τα κέρδη του, ενώ οι πελάτες αναπτύσσουν χλωροφύλλη.
Αν δεν τους ποτίσουν κάτι φίλοι...
-Πάμε στο Μώλλ για καφέ;
-Πού ρε, άσε με τα θερμοκήπια να πούμε! Μια φορά πήγα για ψώνια κι έφυγα με πονοκέφαλο...
Got a better definition? Add it!
Ιντερνετικό επιφώνημα εκπλήξεως αστειάτορα ομιτζή.
Στην μορφή «ομυτζήθρα!» χρησιμοποιείται ως επιφώνημα αηδίας από σλανγκοφοριάζουσες, όταν αυτές ατενίζουν τυροειδείς πέοντες.
Εκ του omg! («Παναγιούδα μου!»). Βλ. επίσης ομιτζί και τρία λολ.
Ασίστ: AN21
Got a better definition? Add it!
Λέγεται από τους μηχανόβιους η σούζα που η κλίση της υπερβαίνει τις 40 μοίρες και έχει μεγάλη διάρκεια. Μα πολύυυ μεγάλη διάρκεια όμως! Κλασσική καγκούρικη τακτική για να βγάλει κάποιος σελογκόμενα.
(καγκουροκουβέντα)
- ...και κάνω μια έτσι και τι βλέπω;! Τον Σάκη να πηγαίνει πορεία με το στρογγυλοφάναρο!
- Αυτό που δεν είδες είναι ότι έφαγε ένα μεγαλοπρεπές καπάκι μετά από 100 μέτρα! Είναι στον γύψο τώρα..
Got a better definition? Add it!
Ούτη φράσις προέρχεται παρά της τριπλής και εν τάχει επανάλήψεως της λέξεως «έτσι». Εν παραλλήλω, ό εκφωνητής επαναλαμβάνει το πρώτο φωνήεν εν είδη εντυπωσιασμού. Επρόκειται δηλαδή (δώστε βάσιν παρακαλώ) δια μία επανάληψιν εις ερέρα επανάληψιν! Της επαναλήψεως γίνεται! Και δη της τριπλής! Τέσπα, ένεκα η επανάληψη παράγεται η λέξη «έεετσετσετσι!» παρά της φράσης «έεετσι!, ετς, έτσι!».
Εκφωνείται με ελαφρώς αστεία φωνή ίνα εντυπωσιάσωμεν τα πλήθη και αποτελεί την ύψιστη προσφώνησιν θαυμασμού.
Συνώνυμα: Εύγε, μπράβο, είσαι και ο πρώκτος, you fuck and beat (γαμείς τε και δέρνεις).
- Φιλόκαυλος: «Εχτές ω φίλτατε Καυλαγόρα επήδηξον τη Λάουρα, τη Λίλιαν και δια επιδόρπιον μου ήλαβε πίπα η Αφροδίτη!»
- Καυλαγόρας: Eτσετσετσι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Ακολουθεί μεγάλο μπλιάχ και ίου).
Τυρόπιπα λέγεται κοροιδευτικά και καλούα η τυρόπιτα. Βέβαια, ως σλανγκισταί και γενιά που μεγάλωσε με σαΐτες και τα ρέστα, εμείς θα δώσουμε το κάτι άλλο στη λέξη ετούτη.
Τυρόπιπα λοιπόν είναι η πίπα, η οποία γίνεται σε ματζαφλάρι το οποίο έχει τσακωθεί με τα σαπούνια άρα έχει μαζέψει αρκετό τυρί. Τόσο που θα το ζήλευε και τυρόπιτα!
(Μπλιαχ ε; Εγώ προειδοποίησα πάντως!)
(στο κυλικείο)
-Μια τυρόπιπα!
-Ε; Τι;
-Σέντρα. Μια τυρόπιτα λέω!!!
-Άαα...
-Πώς ήταν ο Θρασύλαος Λουκία μου;
-Ένα θα σου πώ Μαράκι...τυρόπιπα.
(Το Μαριώ ξερνάει ανεξέλγκτα)
Got a better definition? Add it!
Εκ του σκάσε.
Είναι συνήθως η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό του μέσου 13χρονου που περιφέρεται στο διαδίκτυο όταν του αναγνωρίσεις το λάθος του.
Διατυπώνεται και ως «sks» se greeklish morfh.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά καινούριας κοπής. Το νόημα είναι το ίδιο με την έκφραση «το βλέπω λίγο δύσκολο». Η έκφραση μίκρυνε και πήρε κατάληξη δανεισμένη από τον ποδοσφαιριστή Λέτο. Και εγένετο --> δυσκολέτο!
- Φεύγω σήμερα.
- Θα περάσεις να μας χαιρετήσεις;
- Το αεροπλάνο φεύγει σε μια ώρα, δυσκολέτο εξάδελφε...
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει τον πούλο, κάν' τηνα, λε πουλ. Βολεύει καλύτερα σε περιπτώσεις εκνευρισμού, καθώς συνδυάζει και το αλέ.
- Να κάτσω μέχρι να 'ρθει η Μαίρη;
-Τι λες, ρε μαλάκα; Μπουλελέ!
- Έρχεται ο μεγάλος. Τι κάνουμε τώρα;
- Μπουλελέ!
Δες επίσης και τον πουλελέ κι αμάν αμάν και Τομπούλογλου
Got a better definition? Add it!
Κάθε τι το μη υπαρκτό, μη γνήσιο, τουτέστιν το εικονικό ή πλασματικό.
Π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι που, προκειμένου να υπολογίσουν το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς τους, κολλάνε στα χρόνια της πραγματικής υπηρεσίας τους και αυτά της πλάσμα υπηρεσίας που κάνανε στον Στρατό.
Ωσαύτως, οι εφημερίες των γιατρών διακρίνονται στις πραγματικές (όπου ο γιατρός βρίσκεται στο Νοσοκομείο) και στις πλάσμα (όπου ξύνει πατσές σπίτι του), τα δρομολόγια που δηλώνουν οι οδηγοί των ασθενοφόρων επίσης διακρίνονται σε πραγματικά (διακομιδές ασθενών) και πλάσμα (εικονικές διακομιδές ασθενών που συνήθως είναι και συγγενείς μας και που τις δηλώνουμε για να δικαιολογήσουμε χιλιόμετρα που κάναμε για να μεταφέρουμε με το ασθενοφόρο τουρίστες στα ενοικιαζόμενα δωμάτια μας), κ.ο.κ.
- Δες τον κηφήνα τον Διευθυντή της Κλινικής: Δηλώνει 10 εφημερίες πλάσμα το μήνα και χτυπάει μισθό Αρεοπαγίτη χωρίς να πατάει ούτε μια ώρα στην εφημερία!
- Ε, καλά, αυτός ζει στην πλάσμα διάσταση.
Got a better definition? Add it!