Selected tags

Further tags

Πρόκειται για παρετυμολογία της λέξης λιμοκοντόρος που χαρακτηρίζει μειωτικά κάποιο νεαρό, ο οποίος συμπεριφέρεται επιδεικτικά και επιτηδευμένα παριστάνοντας κατ' ουσίαν το γόη (τεντυ μπόυ).

Η λέξη λημμοκοντόρος ανήκει εις τη σλανγκική γλώσσα και συντίθεται από τις λέξεις λήμμα+κοντά+οράω. Ως εκ τούτου δηλώνει τον κοντόφθαλμο λημματοδότη, ο οποίος στη προσπάθεια του να ορίσει κάποιο λήμμα παραλείπει σημαντικές πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη παράλληλων χρήσεων του λήμματος, τόσο σε μεταφορικό, όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο.

Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που τίθεται στη διαδικασία παραγωγής κάποιου ορισμού έχοντας ως αυτοσκοπό τη προσωπική ανάδειξη του ιδίου χρησιμοποιώντας πολύ συχνά φθηνές πρακτικές εντυπωσιασμού.

-Καλά ο Κώστας έχει μυηθεί βαθιά εις το zeroαστρισμό.
-Αφού είναι λημμοκοντόρος, ο γελοίος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα κατά τα άλλα συμπαθέστατα κατοικίδια και χαρακτηρίζει τον άνδρα που στερείται τόλμης σε θέματα προσέγγισης του αντίθετου φύλου. Αντίθετο του ντόπερμαν.

- Ρε φίλε, εδώ είναι όλοι κανίς. Δεν την πέφτει κανείς.
- Και γιατί ακριβώς είναι κακό για σένα αυτό;
- Ε ρε μαλάκα, ένα ντόπερμαν σαν και μένα χρειάζεται και λίγο ανταγωνισμό για να αισθανθεί στο στοιχείο του.
- Καλά, κατέβα Πειραιά τότε να τα γαμήσουμε όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνα Κολάντα (Pina Colada).

Κοινώς η λεύκανση κωλοτρυπίδας. Εκ του χρώματος (λευκού) του ποτού και της ηχητικής γειτνίασης (κολάντα - κώλος).

Η Πίνα Κολάντα εφαρμόζεται σε ινστιτούτα αισθητικής και θεωρείται επέκταση του καλλωπισμού της βουβωνικής χώρας. Η Πίνα Κολάντα δεν είναι συμβατή με τα κουρέμπελα.

  1. - Χθες χρυσή μου πήγα στην Άντζελα. Μού 'κανε ένα μπραζίλιαν φοβερό, και μιας και ήμουν εκεί έκανα και μια Πίνα Κολάντα… Γιατί καλοκαίρι έρχεται ποτέ δεν ξέρεις…

  2. - Κουνιστός ο ξάδελφος, Γιαννάκη…
    - Έλα ρε Κώστα επειδή έχει ξυρισμένο το στήθος του, δηλαδή;
    - Εγώ σου λέω ότι έχει κάνει και Πίνα Κολάντα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με την εθελοντική συλλογική προστασία του περιβάλλοντος με σκοπό το προσπορισμό ανάθεσης εργασιών, έμμισθων θέσεων και αξιωμάτων, για τον ίδιο και τους οικείους του.

Ωχ, αυτός πάλι μιλάει για την άγρια φύση, όμως τον ξέρω εγώ τι περιβαλλοντοπατέρας είναι, όλο κονέ με το υπουργείο είναι για καμία ανάθεση έργου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρέωμα (ρήμα χρεώνω, παθ. χρεώνομαι) αποτελεί, με λίγα λόγια, το κάρφωμα. Την ακούσια, συνήθως, αποκάλυψη μιας πράξης ή συνήθειας που δεν είναι συνετό να αποκαλυφθεί. Χρησιμοποιείται ευρέως μεταξύ χασικλήδων είτε αναρχικών. Από τους πρώτους, για την πράξη κάποιου η οποία βάζει σε κίνδυνο την αγάπη τους για το ..εχμ.. βότανο, για τους δεύτερους την ελευθερία τους από την αστυνομία.

  1. Ρε μαλάκα κράτα τον φοσμπά σαν άνθρωπος, χρεώνεσαι σε όλο το πάρκο!

  2. Ρε συ φόρα μαύρα όταν θα πάμε να σπάσουμε την τράπεζα, μη χρεωθείς μετά!

  3. Μα πες μου, κυκλοφορείς με τα χρεωμένα χαρτάκια (σ.ς. που λείπει το πάνω μέρος για την δημιουργία τζιβάνας);

Βλέπε και χου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική γκανγκστερική απειλή, που σημαίνει «θα σε τσιμεντάρω» ή «θα σε κάνω ντόκ» = θα σε καθαρίσω (δια της κάτωθι μεθόδου).

Ως γνωστόν τοις πάσι (από τις ταινίες), οι μαφιόζοι στην Αμέρικα συνήθιζαν να συλλαμβάνουν νύκτορες τον αντίπαλό τους και να κρατούν τα πόδια του βουτηγμένα σε μια κοινή πλαστική λεκάνη, γεμάτη με υγρό τσιμέντο, ώσπου να πήξει.

Όταν πλέον τα πόδια είχαν γίνει ένα με το τσιμέντο, τον πετούσαν κάπου στ’ ανοιχτά ή σε κάποιο ποτάμι και πήγαινε βολίδα στον πάτο, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη της δολοφονίας. Ήταν δε πλέον σαδιστικό, να ρίπτεται ζωντανός ο αντίπαλος στο νερό...

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση των mobsters (ιταλο-αμερικάνοι που δεν καλομιλούσαν τα εγκλέζικα) για τους εκτελεσθέντες αντιπάλους τους “he sleeps with the fishes” = «ξέχνα τον αυτόν, κάνει παρέα στα ψάρια», ενώ παράλληλα και συμβολικά έστελναν σε πακέτο ένα ψάρι στην αντίπαλη συμμορία, ώστε να μην τρέφουν αυταπάτες για το μέλλον του συντρόφου τους.

Η έννοια λοιπόν, πέρασε και στη νεοελληνική με την ανάπτυξη δομημένων εγκληματικών οργανώσεων ή έστω την εμπέδωση των χολιγουντιανών μεταφορών του αμερικάνικου υποκόσμου και η αναφορά εδώ γίνεται στο αλήστου μνήμης ποδοσφαιράκι Subbuteo, όπου τα πόδια των παικτών ήσαν στερεωμένα σε μια βαθουλωτή βάση, για να στέκονται όρθιοι όπως τα παλιά στρατιωτάκια.

Η αναλογία με το δοτό έρεισμα του ατυχούς κακοποιού είναι προφανής, χώρια ο συνειρμός με την ομόηχη έκφραση «πήγε σούμπιτος»...

Στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), αφού η Βασιλειάδου έπρηξε τα ούμπαλα στο Ν. Σταυρίδη και Μ. Φωτόπουλο με τις φορτικές περιποιήσεις της, ο τελευταίος αγανάχτησε λέγοντας «εγώ αυτή, θα τη χτίσω»!

Αλλά, καλύτερα να μην επεκταθούμε σε βασανιστικές εκτελέσεις ανά τους αιώνες με λογής-λογής χτισίματα (π.χ. Παυσανίας) ή αυτοτιμωρίες σε σφραγισμένα δωμάτια (βλ. «Παναγία των Παρισίων»), για θα πάει μακριά η βαλίτσα...

Αφιερωμένο στον Κωστάκη του Μεγάλου Κάστρου.

-Τι θα κάνουμε με το Δικαστήριο της Δευτέρας;
-Εντάξει έχω μιλήσει, θα τη σκαπουλάρουμε...
-Κι αν καταθέσει ο Β;
-Ε, θα πει αυτά που είπαμε...
-Εγώ έμαθα ότι άλλα έλεγε χτες στην Λ. Τον ψήνει κι ο Α, που τον έχει από κοντά και παίζει να μας τα γυρίσει...
-Καλά, πάρε τότε τηλέφωνο τον Ξ και πες του να πάει να τον βρει και να του δώσει κάτι παραπάνω. Άμα αρχίσει τα σούξου-μούξου, από παραλίες δόξα τω Θεώ τίγκα η Ελλάδα, θα τον κάνω σουμπούτεο. Αυτό να του πει...

Παίχτης που έχασε το πέναλτυ σε τελικό... (από HODJAS, 25/05/10)Andrés Escobar Saldarriaga... τον κάνανε σουμπούτεο για να μη ξαναβάλει αυτογκόλ... (από Jonas, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακαλώ.

Το λήμμα προέρχεται από την αγγλική λέξη please (πλιζ) + την ελληνική κατάληξη -άρω, που συνήθως μπαίνει μετά από ξενικές λέξεις για να γίνουν ελληνικά ρήματα (κορνάρω, κλικάρω κτλ).

- Πάμε μια βόλτα;
- Όχι.
- Σε πλιζάρω!!!!

Πλιζ πλίζαρέ με ω γαία! (από Vrastaman, 27/05/10)Σε πλιζάρω σε πλιζάρω σε πλιζάρω σε πλιζάρω  (από Vrastaman, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζεται σε οίκους ανοχής, όπου ο εορτάζων από τους επισκέπτες μπουρδελοτσαρκαριστές, ή περατζαδαριστές, είθισται να κερνάει τις ερωτικές υπηρεσίες της κοπέλας που θέλει ο καθείς, από τα φιλαράκια του.

Η εορταστική αυτή λοιπόν προσφορά λέγεται κερατζάδα.

- Πω-πω κοσμοσυρροή έξω από το πορτέλο της Λόλας, έπιασε φωτιά και κινδυνεύει η Λόλα, του Αη Μιχαλιού ανήμερα;
- Όχι μωρέ, γιορτάζει ο Μιχαλάκης σήμερα κι έφερε τους κολλητούς του κερατζάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να μοστράρει την τσουτσούνα του και μεταφορικά ο αποσυνδεμένος από την ζοφερή πραγματικότητα, μονίμως προσευχόμενος και προσκολλημένος στον προφήτη Μαλαχία.

Προς αποφυγή μη εύηχων χαρακτηρισμών κρατήματος οργάνου (πεοκράτης, ορχεοκράτης), προτιμάται η εύλογος και με μέτρο χρήση (της λέξης, όχι της τσουτσούνας).

Στην παραλία του Ωρωπού, δυο φίλες:

- Φιλενάδα, ο Σαλίμ, ο Ινδός απέναντι, τη γύμνωσε την κόμπρα του...
- Είναι γνωστός τσουτσουνιστής χρυσό μου!

Προφήτης Μαλαχίας, μεγάλη η χάρη του! (από Khan, 27/05/10)

Βλέπε και τσουτσουνέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified