Selected tags

Further tags

Χαρακτηριστική προσφώνηση αναφερόμενη στους γονείς και συγκεκριμένα στην μεν μητέρα ως «μά» στον δε πατέρα ως «μπά». Προκύπτει από την διχοτόμηση των λέξεων μαμά και μπαμπά και την χρήση της μίας εκ των δύο επαναλαμβανόμενων συλλαβών, χάριν συντομίας.

Παρατηρείται χρήση κατά κόρον εντός οικογενειακής οικίας, όπου αποδεδειγμένα το μονοσύλλαβο μά υπερτερεί έναντι του μπά, καθώς τις περισσότερες φορές η μητέρα είναι ο απόλυτος γνώστης των του οίκου και ως εκ τούτου δέχεται τις περισσότερες αναφορές.

Οι μόνες περιπτώσεις όπου το μά και το μπά συντάσσονται με τελικό σίγμα (ς) είναι κατά τον συνδυασμό τους με την κτητική αντωνυμία της (της μάς) και το άρθρο ο (ο μπάς) αντίστοιχα. Σπανιότερα συναντάμε το γιά για την γιαγιά, ενώ το παππούς είναι εκτός κανόνα.

  1. - Τελείωσες το διάβασμα που μου στρώθηκες στην τηλεόραση; Φύγε στο δωμάτιό σου!
    - Έλα ρε μπά...

  2. - Γιά, μήπως είδες τον μπά; γιατί τον θέλει η μά.
    - ...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως με το ρήμα είμαι.

Σημαίνει χρωστάω, έχω μεγάλο παθητικό στους λογαριασμούς μου. Προέρχεται από το χρώμα με το οποίο οι παντός είδους λογιστές σημειώνουν τα χρέη.

Σπάνιο το είναι κόκκινος με την ίδια σημασία.

- Τι λες για την Πειραιώς;
- Μπα!! Δεν υπάρχει σάλιο. Είμαι στο κόκκινο από Ιούλη μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριαρχία μεγάλου αριθμού άσχημων γυναικών (μπάζων) σε κέντρο διασκέδασης, μπαρ ή σε οιαδήποτε άλλη συγκέντρωση ανθρώπων και των δυο φύλων. Το αντίθετα του μουνοθύελλα.

- Χτύπησες κανένα γκομενάκι χτες ρε;
- Άσε ρε φίλε, μπαζοκαταιγίδα ήταν! Μόνο τη Μαρία την Άσχημη δεν είχαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υπερθετικός του τραβάω μαλακία, με αναφορά στα γνωστά ασπρίζω τοίχους, «μπογιατίζω ντουβάρια» κι άλλα παρεμφερή.

  2. Κολλάω (κάποιον) στον τοίχο.

  1. - Πού χάθηκες χθες ρε μαλάκα; Πάλι ντουβάρια μπογιάτιζες; - Μέσα έπεσες. Έλειπαν οι δικοί του κι έκανε γκράφιτι στο σαλόνι. - Πόσα κιλά μαλάκες είπατε πως είστε κι οι δυο μαζί;

2α. - Κοίτα μην έρθω 'κει και σε κάνω γκράφιτι παλιομουνοκλανίδι!!

2β. - Πήγαινε μ' όλα τα γκάζια, έγιν' η στραβή κι αν δεν ήταν τα πουρνάρια θα 'χε γίνει γκράφιτι ο κολλητός.

Άσπρισμα τοίχων Πολυτεχνείου με αφηρημένο εξπρεσιονισμό αλά Pollock, που μπορεί να επιτευχθεί και με τη μέθοδο που περιγράφει ο Στέφανος. (από Khan, 20/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γνωστότατο λογοπαίγνιο σε περιβάλλοντα όπως στρατώνες, γυμναστήρια (λες και μοναστήρια;) όπου υπάρχουν κοινά ντους.

  2. Μεταξύ ζευγαριών παίρνει προφανέστατα διαφορετική χροιά.

  1. - Άντε να φεύγουνε οι πρωινοί. - Έλα να συντουζιαστούμε ρε μεγάλε. Χίλιοι καλοί χωρούν μα μήτε ένας πούστης.

  2. - Ααχ!! Τι ζέστη!! - Τι λες, να συντουζιαστούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτυχίο πανεπιστημίου της ψωροτζέφραινας, αυτό που προσφέρει κάθε εχέγγυο να ενταχθείς κι εσύ στην γενιά των 700 Ευρώ. Και δεν αναφερόμεθα σε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, μιλάμε για Μαθηματικό Πατρών και βάλε.

Αλλά ας μη γκρινιάζουμε, υπάρχει κι η οικοδομή.

- Ήμουν κι εγώ, κάποτε, ένα συμβατικό παιδί, με τους γονείς μου και τη μικρότερη αδερφή μου, δηλαδή ένα παιδί της μάζας (άχρωμο, άοσμο και άγευστο) που κάποια στιγμή κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να πάρει το «πτωχείο» του ως Μαθηματικός.
(εδώ)

- Στη φτωχοελλάδα που ψωμολυσσαει ηρθαν ολοι και βρηκαν δουλεια και εγω με πτωχιο πανεπιστημιου δε μπορώ!!!
(εκεί)

(από Vrastaman, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκίζω σημαίνει χρησιμοποιώ με σλανγκ τρόπο ή προσδίδω σλανγκ σημασία σε μια κατά τ' άλλα καθόλου σλανγκ λέξη ή έκφραση. Ωσεκτουτού, η περί ης ο λόγος λέξη λέμε ότι «σλανγκίζεται» (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ρ. βάζω).

Το ρήμα σλανγκίζω και τα παράγωγά του (σλανγκιά, σλανγκισμός, σλανγκιστί, σλανγκάζ, σλανγκιστής), όσο ξέρω, πρωτοδιατυπώθηκαν εδώ μέσα.

  1. Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο.
    (από τον ορισμό του λήμματος κωλ-γκερλ).

  2. Λόγω του στρογγυλού σχήματος και της οπής στο κέντρο, το κουλούρι σλανγκίζεται ως: (ακολουθεί ο ορισμός της λέξης κουλούρι).

  3. Το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι τόσο μέσα στη ζωή μας που απέκτησαν ψυχή και ωσεκτουτού κλίνονται πια...

έμμεση ασίστ: vikar.

Ρε πστ δεν παίζεται αυτή η πουτσοχώρα, πρώτα ήρθε ο Οτές και μας έσκαψε τον δρόμο, μετά ήρθε το νερό, και τώρα σκάβουν οι υπάλληλοι της Δεής, γαμώ το φελέκι μου μέσα γαμώ, σαββατιάτικα με τα κομπρεσέρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω λαίμαργα, γρήγορα.

Τσαλακώνω ένα σάντουιτς (σουβλάκι, βρώμικο ή whatever) στη μούρη μου.

Άντε βρε μαλάκα, τσαλάκωσ' το να φύγουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριτοκοσμικός Αφελίμ που νομίζει πως είναι πρωτοκοσμικός, είτε επειδή ό,τι λίγο έχει ανάμεσα στ' αυτιά έχει υποστεί βιολογικό καθαρισμό, είτε επειδή προσφάτως λάδωσε τ' άντερό του και νομίζει πως έπιασε τον πάπα απ' τ' αρχίδια.

Κάθε ομοιότητα με πλείστα καναλοπεριοδεύοντα τσουτσέκια δεν είναι τυχαία.

Λέγεται και για ολόκληρες χώρες και λαούς σε πικρές στιγμές αυτοκριτικής και εκλάμψεις αυτοσυνειδητοποίησης, συνήθως μετά από κάποια καταστροφή, οικολογική ή μη.

Τώρα φυρί φυρί το πάτε αλλά... (βλ. εικόνα).

(από sstteffannoss, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified