Selected tags

Further tags

Ο παινεψάρης άνθρωπος, που θέλει να προβάλει τον εαυτό του, και τα έχει του. Συνήθως συναντάται σε αγροτικές περιοχές. Ακόμα και τα πουλερικά του γεννάνε δίκροκα.

Σε κάτι πάντα θα είναι μπροστά από τους άλλους, ο καλυτερότερος, επιπλέον δεν κάνει ποτέ λάθη. Προφανώς συμπεριφέρεται έτσι ίσως από κάποιο σύμπλεγμα κατωτερότητας. Παρ'ολα αυτά είναι φιλότιμος και ίσως αφελής.

Ε' για δες, εδώ όλα τα έχουμε, και δίκροκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων είναι το να πέσεις σε οριζοντιωμένη σανίδα του skateboard με ανοιχτά πόδια.

Πηγή: Η ταινία Wasted Youth.

- Κοίτα τον μαλάκα, έφαγε τηλεκάρτα ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published

Μάλλον εκ του μπιστάω, που σύμφωνα με μυαλά του σάη σημαίνει χτυπάω με ένα ευρύ φάσμα σημασιών. Το μπιστάρι είναι ό,τι και ο μπίστος, και χρησιμοποιείται ειδικά στην ιδιόλεκτο των σκεϊτάδων για να σημάνει την εντυπωσιακή πτώση από την σανίδα του skateboard, την τούμπα, το σκότωμα, το αποτυχημένο landing.

Defte Labete MPISTARI ( salonika skate slang dialektos, o tonos sto A , mpistari = toumpa , bail , skotoma , pesimo , apotuximeno landing , oti ponaei x0ax0ax00x )
to podi mou meta apo mia orea mera sto nafplio me full skate ... efuga apo ena megalo gap me ollie north(gia gnostes tou skate) kai sto langing prosgiothika me gonia 70 moirwn ston astragalo mou
to gap gurw sta 1.50 upsos kai 3 metra mikos (Εδώ).

(από Khan, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχετικά ακαμάτης, συνήθως low profile, λίγο κουτοπόνηρος και λίγο σπίρτο βρεγμένο.

Συναντάται σε εργοστάσια, εργαζόμενος σε μη χειρωνακτικές εργασίες, έχοντας καταλάβει ένα καλό πόστο, με πιθανότητες ανέλιξης του, περνώντας τα χρόνια, σε διευθυντή.

Είναι βέβαια υπάκουος και συνεργάσιμος πάντα.

- Ρε ο λελέτης, ούτε γυμνάσιο δεν έχει τελειώσει... - Καλά, φίλε μου... θα τον δεις κάποια μέρα , μεγάλο και τρανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την γαλλική λέξη «début», που σημαίνει πρώτη εμφάνιση. Συνώνυμο του «επανακυκλοφορώ».

Χρησιμοποιείται για την πρώτη και εκθαμβωτική εμφάνιση που πραγματοποιεί κάποιος μετά από μεγάλη απουσία από τις νυχτερινές εξόδους, κυρίως μετά από χωρισμό.

  1. - Θα πάμε πουθενά απόψε; - Θα ακολουθήσεις; Εσύ έχεις να μας κάνεις την τιμή μήνες! - Ε,ναι λοιπόν. Απόψε ντεμπουτάρω!!!

  2. Πάρ' το απόφαση επιτέλους! Πλύσου, ντύσου, στολίσου! Πρέπει να ντεμπουτάρεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η (συνήθως) φοιτητής /-τρια που, όσο δεν βρίσκεται στο εξωτερικό με κάποιο πρόγραμμα ανταλλαγής ή εθελοντικής εργασίας (BEST, Erasmus, Leonardo κλπ), είναι μόνιμα απασχολημένος /-η να πρήζει τους άλλους για τα ταξίδια του/της.

Αγαπημένα θέματα για μονόλογο της μπεστογκόμενας είναι:
- τα drink games
- οι χαρακτηρισμοί λαών, τύπου: «οι Ισπανοί είναι ρυθμικός λαός, συνεχώς χτυπούν παλαμάκια».

- ...και εκεί που μαζεύαμε blueberries, πετάχτηκε ένας άστεγος από τους θάμνους, αλλά εμείς βάλαμε τα backpacks πάνω από τα κεφάλια μας, για να νομίζει πως είμαστε μεγαλύτερα ζώα και μείναμε ακίνητοι, γιατί η όρασή τους βασίζεται κυρίως στην κίνηση.
- Πάμε στο χωριό μου τον Αύγουστο να μαζέψεις όσα βατόμουρα θες και να κάνουμε και μαρμελάδα;
- Αχ, τον Αύγουστο θα είμαι Χιλή! Θα συναντηθούμε όλη η παλιά παρέα από το συνέδριο στο Σίδνεϊ!
- Καλή μπεστογκόμενα είσαι και του λόγου σου...

Λεοναρντογκόμενα (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δροσερός η και δροσερό αγόρι ονομάζεται χαρακτηριστικά το άτομο του οποίου το αναπαραγωγικό όργανο αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο και απλά κρέμεται. Δροσιά, διότι αυτά τα καλλιεπή αγόρια εκπέμπουν μια αβρότητα με τους κομψούς και ανάλαφρους τρόπους τους, σαν ένα δροσερό θαλασσινό αεράκι. Οι «δροσεροί» συχνάζουν στο Γκάζι, σε σάουνες, στο μαγκαζέ και ενίοτε εργάζονται σαν οικοδεσπότες σε οίκους ανοχής.

  1. Φίλος σε φίλο:
    - Καλά, μαλάκα, χθες βγήκα με τον Πολύκαρπο για καφέ και με κοίταζε σαν ξερολούκουμο. Μιλάμε είχε πάθει σιελόρροια! Μάλλον είναι δροσερός!

  2. Σε τηλεφωνική συνομιλία:
    - Πού να πάμε; Καζάρμα; Εκεί είναι τίγκα στα δροσερά αγόρια! Ρε, μήπως είσαι δροσερός κι εσύ; Έπρεπε να το καταλάβω όταν σε είδα τσίτσιδο πάνω στον Βαγγέλη και μου είπες ότι κάνατε ελληνορωμαϊκή!

  3. Και μεταφορικά:
    - Ρε Γιαννάκη, κόψε τη γκρίνια... σα δροσερός κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταλλαγμένα ονομάζουμε τις γυναίκες με εκπληρωμένες... τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.

Ένα μεταλλαγμένο μπορεί να μην είναι πλήρως μεταλλαγμένο. Αρκετά κρατάνε το παλιό «υδραυλικό σύστημα» το οποίο χρησιμοποιείται κατά κόρον ως εργαλείο δουλειάς στο να μεγαλώνουν την πρωκτική διάμετρο δροσερών αγοριών, τα οποία αναζητούν μεταλλαγμένες συνευρέσεις έναντι αδράς αμοιβής. Παρ' όλο που δεν έχει τυπωθεί σχετικό ΦΕΚ, η τελευταία κατηγορία, αυτή των μερικώς μεταλλαγμένων εντάσσεται στην ευρύτερη των μεταλλαγμένων de facto, με κάποιες τετριμμένες γραφειοκρατικές διαφορές.

Τα μεταλλαγμένα συναντώνται στον πολυσύχναστο δρόμο της Συγγρού, στην παράλληλο Δοϊράνης, στην Λ. Αθηνών (για μερακλήδες), σε studio καθώς και στο Φυλής 99.

Από τα μεταλλαγμένα προέρχεται και η μεταλλαγμένη ηδονή.

Από γνωστό φόρουμ:
Αυτο δεν ηταν σπιτι με μεταλλαγμενα στον 1ο οροφο;
Εκει,αν θυμαμαι καλα, πρεπει να ειδα για 1η φορα τραβελι με προσοντα!!! πηγή

Ομοίως:
και όσοι πηγαίνουν με μεταλλαγμένες όπως και εγώ θέλουμε τα μερακλίκια μας χωρίς αυτό να συμβαίνει ότι είμαι πούστης. πηγή

H Ultron, το πρώτο transexual cyborg στην ιστορία της Μαρβελιάς. (από Khan, 27/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν χρησιμοποιούμε την παρακάτω σημασία της λέξης αυτής, χρησιμοποιούμε συνήθως τη θηλυκή βερσιόν (ξεβρακοκέφαλη).

Η ξεβρακοκέφαλη λοιπόν, ορίζεται ως το αγενές και ξεδιάντροπο ξέκωλο, το αμόρφωτο, αυτάρεσκο και ψωνισμένο πουτανάκι, η Ελλεεινίδα, αυτή που νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω απ' τη μουνάρα της και η ματαιοδοξία της κάνει παρέα σε στρωματοσωρείτες, γι' αυτό και ο όρος, εκτός από το προφανές της ημιγυμνίας, εμπεριέχει και μια αρνητική κάπως έννοια.

Πολύ συχνά η ξεβρακοκέφαλη δίνει προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να επεκτείνει το fan club της, τους γνωστούς σε όλους και χαμερπείς λιγούρηδες.

Η προέλευση της λέξης με τη δεδομένη σημασία θρυλείται ότι προέρχεται από τον Ηλία το νοικάρη (αγνώστων λοιπών στοιχείων).

  1. - Πού θα πιατσάρουμε σήμερα;
    - Πάμε Γκάζι;
    - Εκεί είναι τίγκα στις ξεβρακοκέφαλες ελλεεινίδες. Μόνο για το μάτι είναι καλά εκεί.

  2. - ...οπου τιν σταματαο και και τιν βαζο πανο στιν πετρινι ψολαρα μου...εκει ι ξεβρακοκεφαλι πορνι ιποσχοταν ποσ θα με γαμισει αλλα τισ ελεγα ποσ εγο θα τιν πιτσιλισο...! (από μονομαχία του πιτσιλιστή με μεταλλαγμένο, εδώ)

  3. - που τα βρικεσ μορι ξεβρακοκεφαλι τα 100 ραντεβου;πεσ μασ μορι ξινι και ξεδιαντροπι πορνι... (αντιπαράθεση του πιτσιλιστή με ξεβρακοκέφαλη πόρνη, (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified