Selected tags

Further tags

Προέλευση: ποδόσφαιρο + φέος (=γάρο)

Το τσιγαριλίκι (ή και περισσότερα) που πίνει ένας οπαδός όταν είναι στο γήπεδο. Η κατάποσή του συνήθως γίνεται ή στην αρχή ή στο ημίχρονο του αγώνα. Οι πιο σκληροπυρηνικοί μπορεί να το σκάσουν και όταν σκοράρει η ομάδα τους, ώστε να νοιώσουν τη κάβλα πιο έντονα στην εξέδρα.

*Σε σοβαρές κερκίδες μπορεί κάποιος να το ακούσει και σαν ''γηπεδικό σκανάκι'' ή ''τρίφυλλο βαρβάτο και ωραίο''.

- Τσακάλια, έχουμε μόνο έναν ποδοσφέο για σήμερα, να τον στρίψουμε τώρα;
- Άραξε ρε στο ημίχρονο, ας πιούμε τώρα τις μπύρες που μπάσαμε γιατί μετά θα γίνουν κάτουρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: Σύντμηση της λέξης «ζελατίνα».

Είναι η ζελατίνα-περιτύλιγμα ενός πακέτου τσιγάρων ή και η φαρμακευτική ζελατίνα που είναι αεροστεγής. Η συντομογραφία αυτή χρησιμοποιείται σε συζητήσεις μεταξύ χρηστών κάνναβης, αλλά και ναρκωτικών. Η ζέλα χρησιμοποιείται για να αποθηκεύει / καβατζώσει ο χρήστης το stuff του.

Πολύ συχνά τη συναντάμε και με το δεύτερο μέρος της κανονικής λέξης, δηλαδή ''τίνα''.

**Υπάρχει και δεύτερος ορισμός γι' αυτή τη λέξη σε κάποιες διαλέκτους και δεν έχει καμία σχέση με τη ζελατίνα. ΜΗΝ τολμήσει κανας μπινές και τον ανεβάσει.*

- Χώρισες τη φούντα;
- Ναι.
- Έχεις καμιά ζέλα να καβατζώσω τη δικιά μου;
- Όχι, πάρε χαρτί από το γραφείο για να το τυλίξεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χίπστερς ή χιπστεράδες (το δεύτερο ελληνοποιεί μεν τη λέξη αλλά την μαγκιτοποεί κάπως, άρα δεν είναι τόσο αποδοτικό) είναι ένα μπάσταρδο και ό,τι νά 'ναι στυλάκι, πιθανόν και λίγο φασό, λίγο απ' ό... (ανυποψίαστοι και για τα δύο), και καλά ζεμανφού και τρέντικο, που από πίσω κρύβει νεοπλουτισμό, λαϊκοκυρίλακαι φλωριά -και ωσεκτουτού δημιουργεί την αντιπάθεια πολλών και καλούα πιο κωλοπετσωμένων ή πιο ζόρικων, ή τεσπα πιο συνειδητοποιημένων.

Είναι άτομα που μάλλον δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να προτείνουν σαν σύνολο, αυταπατώνται ως προς την αξία τους και γι' αυτό δεν προσπαθούν να εξελιχθούν. Είναι κράμα κεκαλυμμένης κορεκτίλας, λατέρνατιβ, ιντιδενξέρω, φαν του λειψάνου χασίσι, γαμήσι κι επιστροφή στη φύση, προτιμούν γενικά πράγματα που ξεφεύγουν από τον μπουχό, όμως, επειδή δεν τα κάνουν από επιλογή αλλά από μόδα -ή δια της εις άτοπον και χωρίς βάθος, είναι ένα απόλυτο τίποτα ημιμάθειας και όπου φυσάει η μόδα, η άποψη, το τάδε περιοδικό κλπ.

Παρόλο που είναι κατά τα φαινόμενα ανώδυνοι (ξέρουμε πώς κάποια στιγμή θα σβήσουν σαν πεφταστέρια και θα μπουν στον κουβά), προσώπικλυ τους θεωρώ όχι απλώς ένα φλου προϊόν πολιτιστικοκοινωνικών ζυμώσεων, αλλά μια μάζα που εύκολα μπορεί, με την δηθενιά της και την μη ταξική της ταυτότητα, να χειροτερέψει τα κοινωνικά προβλήματα του δυτικού κόσμου.

Η ενδυματολογία τους είναι ένα άλλο μπαστάρδεμα, τόσο που αδυνατώ να το περιγράψω.

Βλ. και φλανέρ.

Ήταν η κακία της ημέρας από την Ηρωνίκ.

  1. συγγνωμη η συναυλια που πατησανε το ποδι τους οι χιπστερς ποια είναι;

  2. Το «Bricolage» είναι ενδιαφέρουσα η μείξη εικαστικών, χίπστερς, παιδιών καλών οικογενειών και ανθρώπων οι οποίοι δεν έχουν να πληρώσουν τη συνδρομή αλλά διψούν να μάθουν.

  3. Το καθιερωμένο fashion bazaar της Shop & Trade στην οδό Αγησιλάου 57-59 στον Κεραμεικό ξεκινά αυτό το Σάββατο 13 Νοεμβρίου, με έκπτωση μέχρι 65%. Θα λειτουργεί καθημερινά από τις 10:00 έως τις 20:00, ενώ τα Σάββατα από τις 10:00 μέχρι τις 18:00 και οι χίπστερς της πόλης έχουν χτυπήσει συναγερμό!

  4. νομιζω τελικα οτι εσυ εισαι χιπστερας…απο μουσικη ψηφοφορια εως…μεσα σ ολα. σουπερ μπλογγ. μακαρι να χα χρονο να σε επισκεφτομαι.
    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά όχι και χιπστερας ρε κύριος! Εδώ βάλαμε στη λίστα μας Teenage Fnclub, με τα τρέχοντα δεδομένα με λες ως και παλιοροκά.

  5. Στο ντένβερ βρίσκεται και ο χιπστεράς πικτσερπλέϊν ο οποίος περηφανεύεται διατυμπανίζοντας ότι είναι ο νονός της drag. Αυτός βάπτισε τους σάλεμ witch house και η ρετσινιά κόλλησε - αν και το μπλογγ προτιμά τον όρο ντραγκ.

  6. Και μεταλλάδες μπορεί να δεις με ψυχεδελική, και τρανσάδες, και χιπστεράδες, και ανένταχτους αναρχοαριστεροκουλτουριάρηδες παροικούντες το Γκάζι και εσχάτως την πλατεία Καρύτση. (από το σάη μας, λήμμα ψυχεδελικές)

  7. Είναι τυχαίο που η πουστεία και οι συναφείς με αυτή συμπεριφορές, π.χ. γιούνισεξ, χιπστερίλα, emo-καταθλίψεις, και ρέστα, ευδοκιμούν κατ' εξοχήν στις δύο μεγάλες ηττημένες του Βου Παγκοσμίου Πολέμου, Γερμανία και Ιαπωνία;
    (από το σάη μας, λήμμα αχαρτογράφητος)

όλα από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετεξέλιξη του χιπστερά. Για να μην αντιγράφω, παραπέμπω εδώ.

  1. Πάμε να φύγουμε από εδώ έχει γεμίσει ο τόπος φλανέρς.
  2. Ρε συ, κοίτα! Αυτός ο φλανέρ είναι και εδω πέρα!

από το ίδιο άρθρο.

Τα παρισινά passages των αρχών του 20ού αιώνα ήταν μέρος της κουλτούρας του φλανέρ που ανέδειξαν μεταξύ άλλων ο Louis Ferdinand Celine και ο Walter Benjamin. (από Khan, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Ο απίστευτος, ο άπαικτος, ο ανπαίκταμπλ. Το λέμε όταν κάποιος κάνει κάτι απίστευτο ή ακατόρθωτο.

Προέρχεται από το αγγλικό στερητικό un και την ελληνική λέξη απίστευτος. Κανονικά η λέξη θα έπρεπε να γράφεται με «ευ» αντί του «φ», αλλά είναι κάπως δυσανάγνωστη, γι' αυτό το λόγο συνηθίζεται να τη γράφουμε με «φ».

Τι έκανε, ρε μαλάκα, το άτομο; Ανπιστέφταμπλ!

βλ. και ανπιστεύαμπλ, unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντίθετο του «Συνωστισμός».

Δηλώνει μέρος που έχει απομείνει λίγος κόσμος (τρεις κι ο κούκος) συνήθως για μπαράκια, καφετερίες κλπ.

Προέρχεται από το γνωστό πολιτικό κοινοβουλευτικό μας κόμμα, όπου εδώ και χρόνια αποχωρεί κόσμος για να πάει στο Πασόκ (βλ. Δαμανάκη) ή να φτιάξει δικό του κόμμα (βλ. Κουβέλης).

Συνήθως το χρησιμοποιούν όσοι δεν ψηφίζουν το συγκεκριμένο κόμμα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις προς χάριν αυτοσαρκασμού.

- Εγώ λέω να κάτσουμε ... ωραία μουσικούλα παίζει!
- Τι λές ρε ... έχει πολύ Συνασπισμό εδώ μέσα, πάμε αλλού μπας και δούμε κανένα νιμού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προσδιορισμός ικανότητας στρατιώτη / οπλίτη πέραν του Ι-5, που αποτελεί ακατάλληλο για στράτευση. Λέγεται για άτομα που δεν την παλεύουν μία ή δεν προσπαθούν καν πλέον ή δεν ξεκίνησαν ποτέ (να την παλεύουν). Ισχύει τόσο για σωματική όσο και για ψυχολογική απαλεψία, ή, τέλος, για απαράδεκτη αντικοινωνική συμπεριφορά μέσα στο στρατόπεδο. Τον χρησιμοποιούν και οι στρατεύσιμοι για ανώτερους που δείχνουν ανησυχητικά σημάδια στο μυαλό τους ή στην αυστηρότητά τους προς τα κακόμοιρα φαντάρια.

  2. Έχει περάσει και στην καθομιλουμένη για να δείξει την ανικανότητα και την βλακεία και να θίξει τα άτομα που την παρουσιάζουν. Επίσης θίγει τον ελληνικό εγωκεντρισμό και το σκεπτικό του ξερόλα -«Έλληνες είμαστε, ό,τι θέλουμε είμαστε»- σύμφωνα με τον οποίο παρατηρούμε και αντιλαμβανόμαστε, μυωπικά, μόνο ό,τι αφορά την μπάκα, την τσέπη, και την πάρτη μας, με γαϊδουρινή απάθεια για τα υπόλοιπα.

  1. - Είδες πάλι τον Αρρώστογλου που όπλισε στη σκοπιά. 20 Φ έφαγε και λίαν επιεικώς.
    - Επίτηδες το κανε μωρέ, από απελπισία, για να τον βγάλουν από ένοπλες υπηρεσίες.
    - Δε σκέφτηκε μήπως εκπυρσοκροτήσει το όπλο; Καλά ρε ο λακαμάς, τέρμα γιώτα πια;!

  2. - Κοίτα το μαμμούθ πως περνάει τον δρόμο περπατώντας λες κι είναι χωράφι του!
    - Τί ασχολείσαι; Τέρμα γιώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.

- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified