Ο αφρικανός πωλητής CD.
Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!
Ο αφρικανός πωλητής CD.
Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τηλεφωνώ σε call girl (c.g., προφ. σι τζι) με στόχο το ξεφόρτωμα (ή την ειλικρινή σχέση, αν είμαι πολύ-πολύ μαλάκας).
Παράγωγα: σιτζάρισμα, σι τζι μαν (= αυτός που σιτζάρει), σιτζάτος (= αυτός που μόλις σιτζάρησε).
- Πάλι σιτζάρισες ρε αυνανιστή;
- Τι να κάνω, Αλαριχάκο μου, αφού δεν μου κάθεται ούτε θηλυκιά κατσίκα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Λαρισαίος.
Ο βρωμοπόδαρος, αυτός που οι πατούσες του μυρίζουνε τυρίλας (σε γενική πτώση). Βλ. και τυρέμπορας.
Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μεσαιωνικού συγγραφέα Τυρόλδου, πιθανώς μυθικού. Βλ. εδώ.
- Από πού είναι ο Βάιος, ρε;
- Δεν το 'πιασες από το όνομα; Τυρόλδος είναι ρε, τυρόλδος.
- Τι βρομάει σα λέσι εδώ μέσα, μάγκες;
- Αυτός ο τυρόλδος ο Γρηγόρης έβγαλε πάλι τα παπούτσια του.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προφάνουσλυ, αυτός ο οποίος σκέφτεται μόνο το τομάρι του, ο παρτάκιας.
Ζωντανό παράδειγμα: ο Μοντεχρήστος, στον Ισοβίτη του Αρκά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ανήκει στη δεκαετία των έιτις / eighties ('80s) του 20ού αιώνα. Συνήθως έχει λίγη χαιτούλα, ελαφρώς αξ(ο)ύριστος, αδύνατος με «τζην σωλήνα», ακούει - από ελληνικά - Παιδιά απ' την Πάτρα, Ζιγκ-Ζαγκ, Πασχάλη Αρβανιτίδη κ.ά,, και - από ξένα - Manowar, Scorpions, U.F.O., Metallica, Iron Maiden κ.ά.
Επίθετο: εϊτάδικος /-η /-ο. Παράγωγα ουσιαστικά: εϊτιά, εϊτίλα.
Συνώνυμα: εϊτάνθρωπος, ογδοντάνθρωπος.
- Ρε συ, δεν βάζουμε κανα Χαρρυκλύνν (sic) να γελάσουμε;
- Σιγά μην πάμε και σε καμιά επιθεώρηση του Στάθη Ψάλτη... Τι εϊτάς που είσαι, ρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι ο παθών, αυτός του οποίου το πορτοφόλι επάρθη, πιάστηκε κορόιδο σε υπερθετικό βαθμό. Όχι απλά πιάστηκε κορόιδο αλλά και δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.
Γήπεδο:
- Πώς πας να πλασάρεις έτσι ρε; Σου πήρε το πορτοφόλι ο τερματοφύλακας. Παλτό, ε παλτό.
Τάβλι:
- Ρε φίλε, τον είχα κλείσει και πέρναγε μόνο με 2 και 6.
- Και;
- Τι και; Και το φέρνει ρε ο κωλόφαρδος και μου παίρνει το πορτοφόλι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.
Ορισμοί:
Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).
Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.
Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.
Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.
Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!
Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;
Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.
Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.
Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Δ.Ο.Υ.
Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία.
Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών.
Πέρασα από το ξεφραγκάδικο το πρωί και ακούμπησα τη 2η δόση του φόρου. Μας έχουν πιει το αίμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η πλήρης φράση είναι: πίσω αδέρφια, πέσαμε σε τσιμπούκι.
Προέρχεται από το κλασικό παλαιό ανέκδοτο με τα σπερματοζωάρια. (Για όσους δεν το ξέρουν το παραθέτω στο τέλος).
Χρησιμοποιείται για να δείξει πως ενώ είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας ή των ενέργειών μας ή μιας εν εξελίξει υπόθεσης μας, κάτι συμβαίνει και πάνε όλα κατά διαβόλου.
All time classic:
Τα σπερματοζωάρια περιμένουν στα αρχίδια ενός τύπου να ανάψει πράσινο για να τρέξουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Όσο περιμένουν έχουν πέσει με τα μούτρα στη γυμναστική. Κάθε ένα από αυτά θέλει να είναι αυτό που θα γονιμοποιήσει το ωάριο. Μεταξύ τους όμως ξεχωρίζει ένα σπερματοζωάριο, ο Μήτσος, το οποίο είναι μακράν το πιο γυμνασμένο και φορμαρισμένο από όλα. Ξαφνικά εκεί που γυμνάζονται πυρετωδώς, σημαίνει συναγερμός και το πράσινο φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Ο ιδιοκτήτης τους είναι έτοιμος να εκσπερματώσει. Τα σπερματοζωάρια μπαίνουν αμέσως στη γραμμή και όταν δίνεται το σήμα ξεκινούν τρέχοντας ποδοπατώντας το ένα το άλλο. Όμως ο Μήτσος τα προσπερναέι όλα σαν σταματημένα και σε μηδέν χρόνο εξαφανίζεται από μπροστά τους, τρέχοντας σαν τον άνεμο. Τα υπόλοιπα παρόλο που ξέρουν ότι ο Μήτσος θα είναι σίγουρα πρώτος δε σταματούν τον αγώνα και συνεχίζουν να τρέχουν προς την έξοδο. Ξαφνικά και ενώ φτάνουν στην έξοδο, βλέπουν το Μήτσο να τρέχει πανικόβλητος προς τα μέσα, αντίθετα στο ρεύμα. Περνώντας δίπλα τους, κάποιο του φώναξε: «Ρε Μήτσο που πας ρε αντίθετα στο μονόδρομο;» Και ο Μήτσος: «ΠΙΣΩ ΑΔΕΛΦΙΑΑΑΑ ΠΕΣΑΜΕ ΣΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΙΙΙΙΙ»
- Τι έγινε ρε εχθές; Έφαγες χυλόπιτα από την Ελένη;
- Όχι αλλά άκου τι έπαθα: Όσο καθότανε στη μπάρα το σκεφτόμουνα. Κάποια στιγμή το αποφασίζω και σηκώνομαι να πάω να της μιλήσω. Αλλά μόλις φτάνω 2 μέτρα πριν, βλέπω ένα χέρι και της πιάνει τον κώλο. Όπα !!! Πίσω αδέλφια, πέσαμε σε τσιμπούκι. Κάνω μεταβολή και ξανακάθομαι στο τραπέζι μου. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ρε πως ήτανε με τον τύπο που καθότανε δίπλα της. Ένα κτήνος 2 μέτρα φίλε.
Αφεντικό: «Γιώργο σφίξε άλλο λίγο τι βίδα και τελειώσαμε»
Γιώργος (Αφού την παραέσφιξε και έσπασε): «Πίσω αδέλφια. Την κάτσαμε τη βάρκα. Έσπασε.».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.
Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.
Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.
(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified