Selected tags

Further tags

Κατάσταση που τείνει να γίνει θρησκεία για τον πάσχοντα.

Προδίδει υπέρ - μακροχρόνια αγαμία σε διάστημα τέτοιο, ώστε η τελευταία ερωτική συνεύρεση να χάνεται στο βάθος του χρόνου.

Ο αγάμιος (θρησκευτικοποίηση του αγάμητου) έχει πλέον αποφασίσει την αγαμία του, την υποστηρίζει και από πρόβλημα την έχει αναγάγει σε τρόπο ζωής. Θεωρεί πλέον προβληματικούς αυτούς που ζουν μια φυσιολογική κατ’ άλλους ζωή και βρίσκεται με το ένα πόδι στον Άθω.

-Την αγαμοσύνη μου μέσα

(για άλλους, το χ..... μου)

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Ακόμη: αγαμία, αγαμησιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.

Είναι γενικώς απρόβλεπτο.

-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πετσοπάδων:

A. Αφενός:

Ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος pet shop (καταστήματος πώλησης ζώων συντροφιάς).

B. Aφεδύο:

Λεξιπλασία-απόδοση του αγγλικού «pet shop boys», των μελών της φυλής ομοφυλοφίλων του San Fransisco που συχνάζουν σε pet shops από όπου προμηθεύονται ποντικάκια gerbil με τα οποία προβαίνουν σε τρωκτικό σεξ. To συγκρότημα Pet Shop Boys πήρε το όνομα του από τους εν λόγω πετσοπάδες.

  1. - Eίχα to 2001 ένα μωρό κροκόδειλο που μεγαλώνουν κανονικά μέχρι 3-4 μετρά (...) ο πετσοπάς τότε που είπε ότι μεγαλώνουν με το ενυδρείο που ανακάλυψα ότι δεν είναι καθόλου σωστό (...) Τον πήρα ήταν περίπου στα 35 εκ. με την ουρά και το ενυδρείο ήταν στα 55 εκ. και αρκετό χώρο να μπορέσει να αλλάξει πλευρά μέσα στο ενυδρείο. Μετά από 4 μήνες βρήκα την ουρά του να χτυπάει στο τζάμι ... (από εδώ)

- Ένας πετσοπάς μου είπε ότι πρέπει να πλένουμε καλά τα φυτά σε αλατόνερο πριν τα βάλουμε στο ενυδρείο, έτσι ώστε να σκοτώνονται (αν υπάρχουν) τα αυγά από κοχύλια. Ισχύει; (από εδώ)

  1. - Ο (πετσοπάς) Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα… (από εδώ)

(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες τσιμπουκότρυπας:

Αφενός:

Η ελληνική απόδοση του glory hole, της «σήραγγας» που φέρουν τα χωρίσματα ορισμένων δημοσίων ουρητηρίων για να διευκολύνουν στην διεξαγωγή ανώνυμου στοματικού έρωτα, κυρίως μεταξύ ομοφυλοφίλων. Όπως και με την σκουληκότρυπα, η τσιμπουκότρυπα συνδέει σημεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι ενδιαφερόμενοι να καταλήγουν σε κάποιο προορισμό που θα ήταν πολύ πιο μακριά μέσω του συμβατικού χωρόχρονου.

Η λέξη προέκυψε από συζητήσεις επαγγελματιώνγια την μετάφραση ατάκας του Homer Simpson («We can outsmart those dolphins. Don't forget -- we invented computers, leg warmers, bendy straws, peel-and-eat shrimp, the glory hole, and the pudding cup!»).

Aφεδύο:

Χυδαιότατη περιγραφή του ανθρωπίνου στόματος. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν θέλουμε κάποιος να το βουλώσει.

Εκ των çubuk (της πολυτελούς κεχριμπαρένιας πίπας πού κάπνιζαν οι προύχοντες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και τρῦπα.

1, - Οι τρύπες που υπάρχουν στις τουαλέτες σε κατεστραμμένα μπαρ της Αμερικής με σκοπό τη «γνωριμία» με το άτομο που βρίσκεται στο διπλανό καμπινέ (δεν μπορώ να το πω πιο κόσμια).
(O πιο κομψός ελληνικός ορισμός της τσιμπουκότρυπας, από εδώ)

  1. - Φτου, σκουληκοτσιμπουκότρυπα!
    (γλωσσοδέτης)

  2. - ...η φοροδιαφυγή, οι μίζες στα εξοπλιστικά και οι λοβιτούρες της Εκκλησίας μας στοιχίσαν στην τελευταία 4ετία όσο περίπου οι παροχές που τάζει ο ΣΥΡΙΖΑ για παιδεία, υγεία και περιβάλλον οπότε εθνικά υπερήφανοι πολεμόγκαβλοι ορθόδοξοι κάντε μου τη χάρη και ΒΟΥΛΩΣΤΕ ΤΗΝ ΤΣΙΜΠΟΥΚΟΤΡΥΠΑ ΣΑΣ. Είναι προκλητικό να τη λέτε εσείς στο ΣΥΡΙΖΑ για μη επαφή με την πραγματικότητα. Αφήστε να του τη λέω εγώ που τουλάχιστον τα λέω σωστά...
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση Κυψελιωτών-Πατησιωτών, που δηλώνει αγάπη για την περιοχή τους, όπως άλλωστε φάνηκε με την μαζική κινητοποίηση περιοίκων για τη σωτηρία των δέντρων στo παρκάκι Κύπρου και Πατησίων, από τον Ομέρ Πριόνη...

Προέρχεται από την, γειτονική στα Πατήσια-Κυψέλη, οδό Καλλιφρονά και το γνωστό άσμα των Dead Kennedys «California uber alles»!

-Πού μένεις;
-Καλλιφρόνια ούμπερ άλλες!
-Σοβαρά; Εγώ Κέας! Πάμε Ρόξυ για καμιά μονοστεκιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδο-ιταλοπρεπής χιουμοριστική έκφραση, που δηλώνει νοσταλγία για την τίμια πίτσα, που έφτιαχναν μια φορά οι πιτσαρίες του κώλου στην Ελλάδα, σε κάτι λαμαρινένια συρτάρια βουτηγμένη στα πολυκορεσμένα παλιόλαδα.

Μύριζε λαμαρινίλα κι βγαινε σε δυο μόνο τύπους:

  1. Απλή (λιωμένο κασέρι και ντομάτα κονσέρβα-τώρα τη λένε και καλά «μαργαρίτα») και
  2. Απ' όλα (τα ανωτέρω + σκατόζαμπόν + βρωμομπέικον).

Μετά το 1990, που οι κωλοέλληνες ξεψαρώσανε και ζητήσανε (λέει) ποιότητα κι έτσι, εγκατέλειψαν τις παλιές πιτσαρίες (που μαράζωσαν), στρεφόμενοι σε καινούριες, μουράτες, ντιζαϊνάτες, με δήθεν ευρεία ποικιλία πίτσας-σπαγγέτι (καμία απο δαύτες δεν έχουν ανταπόκριση στην Ιταλία) με υποχρεωτικό ξυλόφουρνο για πιο αισθητική...

Έλα όμως που, ακόμα κι αυτές, οι καλοφαγάδες Ιταλοί δεν τις αναγνωρίζουνε για δικές τους και τις βρίσκουν λαδερές, υπερβολικά παχύ το προζύμι και παραφορτωμένες αλλεπάλληλες επιστρώσεις υλικών, αφού ο λιγούρης νεοέλληνας ζητάει τα πάντα όλα πάνω στην πίτσα, ωσάν να πρόκειται για ποικιλία ούζου...

Το βασικό συστατικό της πίτσας είναι η λιτότητα. Λέει σωστά ο Χατζής «η πείνα τρέφει τα παιδιά κι ο ύπνος τα γερνάει». Η παραδοσιακή ναπολιτάνικη πίτσα, ήταν το φαΐ του φτωχού=Ένα ψωμάκι-πίτα με πασπαλισμένα υπολείμματα απ’ το χτεσινό φαγητό (κανά κρομμύδι, καμιά ελίτσα, φρέσκια ντοματούλα κι όξω απ’ την πόρτα, όπως λένε).

Η πλάκα είναι, ότι κατά πάσα πιθανότητα η πίτσα, έλκει την καταγωγή της απο την αρχαιοελληνική ταπεινή πιτούλα και ιδίως τον πλακούντα με μέλι (όπως περίπου τις φτιάχνουν ακόμα οι ελληνικότατοι Κρήτες στα Σφακιά κι ας λέει ο Καζαντζάκης), ίσως και με κάποιες επιρροές από την Αραπιά.

Άραγε, η νεοελληνική προτίμηση για την πυραμιδωτή (τίγκα στο δευτεράντζα υλικό) πίτσα με τα κάλπικα όσο και βαρύγδουπα ψευτο-φράγκικα ονόματα, έρχεται σε προφανή αντίθεση προς το ελληνέζικο «μηδέν άγαν» και καταδεικνύει το ποσοστό μας σε περιεκτικότητα ελληνικής παιδείας (!)

Σ.Σ. Προκειμένου να παρηγορηθούν οι ελληνολάτρεις, να προστεθεί ότι η εγκλέζικια λέξη «μπέικον» είναι ελληνικής προελεύσεως, διότι προέρχεται απο το τριγενές και τρικατάληκτον ουσιαστικοποιημένον επίθετον ο μπέικος-η μπέικια-το μπέικον, επίρρημα: μπέικα (την περάσαμε), βλ. άλσος Βεΐκου και προέρχεται από την υποτακτική του ρήματος βαίνω (βλ. το Ηρακλειτιώτικο «τα πάντα ρει και ουδέν μένει, δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης»)!

-Πάμε για κανά βρώμικο;
-Εγώ ψήνομαι για πίτσα λαμαρίνα. Έχει ένα χλιμίτζουρα εδώ στη γωνία. Είσαι;
-Τί’ πες τώρα; Φύγαμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χμού είναι το «χμ», το οσφρητικό «χμ», το οσφρητικό μεταφορικά και κυριολεκτικά. Είναι αυτό που διακρίνεται στο πολύ βάθος, που είναι μόνο για λεπτές μύτες και απευθύνεται μόνο σε λεπτά γούστα και καλά. Α touch, μία ιδέα, πίσω-πίσω, ένα ίχνος, μία στάξη, μια μυρωδιά, μια πρέζα, μία υποψία.

Δηλαδή. Δοκιμάζουμε ένα άρωμα στον Χόντο και δεν μας αρέσει γιατί διακρίνουμε ένα χμού γιασεμιού -και μεις με το γιασεμί, δεν. Ή δοκιμάζουμε το φαγητό που ετοιμάζουμε και βλέπουμε ότι του λείπει κάτι: θέλει ένα χμού από μοσχοκάρυδο.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται και ευρέως, βλ. παράδειγμα.

Τονίζεται απαραιτήτως.

- Ωραίος γκόμενος!
- Είδες; Έχει και ένα χμού από Τζουντ Λω, το μανάρι...

(από ironick, 04/09/09)(από ironick, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέχομαι κοροϊδευτικά κάποια πρόταση αλλά κατά βάθος την αγνοώ.

Συνώνυμα: Ρίχνω πιστόλι.

- Αντρέα θα έρθεις στο μπαράκι σήμερα; - Ναι ρε, πιστόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας κινηματογραφογενής χαρακτηρισμός γυναίκας, που σερβίρει κοτσάνες ένεκα αγνοίας της ελληνικής, είτε απλοϊκά είτε και με ύφος.

Η συμπαθής κατά τα λοιπά, ονοματοδοτούσα τον όρο ηθοποιός, αμόλαγε καδένα τα μαργαριτάρια (π.χ. αφίχθη ψες αεροπλανικώς, ο αστήρ ντεμπουντέρνει αύριο, τον εβάρεσε στο ζοριλίκι < Ζορό κλπ), στις ελληνικές ταινίες, όπου τα δουλικά αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη (απλοϊκές χωριατοπούλες π.χ. την Κυριακή έχω έξοδος, το ολοκαύτωμα του Ζαρκαδίου κλπ, αστοιχείωτες π.χ. η Βάσια Τριφύλλη «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» που έλεγε για το γαϊδούρειο ίππο και τον Οιδίπου τον τυραγνισμένο κλπ, επηρμένες π.χ. «Η σοφερίνα», γλωσσούδες π.χ. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», φαντασμένες π.χ. «Αχ αυτή η γυναίκα μου» ιδίως όταν παραβάλλονταν με τις σικ (sic) κυράδες τους (συνήθως την ανακτοπριμοδοτημένη κι ατάλαντη βουγιούκλω)…

Τη ρεβάνς όμως την πήραν στον «Ηλία του 16ου» (1959), όπου το δαιμόνιο ντουέτο Σακκελάριου-Γιαννακόπουλου κατάφερε αφ’ ενός καίριο πλήγμα στους νεόκοπους ψευτο-αστούς, (ξεφτιλίστηκαν μες στην Αστυνομία που ξεσκεπάστηκαν αφού είχαν φορτώσει τις ανομίες τους στο φτωχοκόριτσο), αλλά και νομιμοποίησε (!) την κλοπή εξ ανάγκης, κατά το σπανιόλικο θέσφατο «όποιος κλέβει κλέφτη έχει εκατό χρόνια συγχώρεση» (el que roba un ladron, tiene cien anos de perdon).

Αυτό το ζώο, που θέλησε να κάνει ριμέικ για να τα κονομήσει, τίποτα δεν κατάλαβε από το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου…

Αλλά η εσφαλμένη χρήση της ελληνικής, εκτός απ’ τα στρατά και τη λαϊκούρα (που στο φινάλε-φινάλε δικαιολογούνται), γινόταν και γίνεται ακόμα κι από τους ελλιπούς παιδείας μεγαλουσιάνους (βλ. δημοσιογρ-ύφος), ιδίως όταν πρόκειται να προσδώσουν κύρος στο λόγο τους (όπως νομίζουν), χρησιμοποιώντας σόλοικους αρχαϊσμούς ή και αντζελισμούς, κατά το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (π.χ. το κατέστημα, τα κυανούν ύδατα, οι δικασθές κλπ), το οποίον είναι μάλλον ψυχο-κοινωνική παρά γραμματική πάθηση.

Τούτο ανάγεται στο γλωσσικό ζήτημα (δεν θα μακρηγορήσω κ. πρόεδρε) και στους βαυαρούς, που λυσσάξανε ότι η καθομιλουμένη ελληνική είναι δήθεν παρακατιανή της αρχαίας (ποιάς απ’ όλες;) Χώρια που, πάνω απ’ όλα υπερίπταντο τα γαλλικά (βλ. ένα κάντρο του πιρκασόν, λακριντί κλπ).

Ούτω πως, οι νεοέλληνες επί 150 χρόνια δεν εδικαιούντο να ομιλούν τη μητρική γλώσσα τους (τέτοιος ενδορατσισμός υφίσταται και σήμερα με τις διαλέκτους), πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί τόλμησαν να ονειρευτούν!

Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ.

Βλ. ρεμπέτικα με λόγιες εκφράσεις που δεν κολλάνε με τα συμφραζόμενα:

«…φεύγεις και μ’ αφήνεις μοναχό μου
κι έχω την κατακραυγή του κόσμου,
γουστάρησες να μου την αμολήσεις
με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις…»

«…Τα βάσανα μου μ' έριξαν στα ξένα
και μ' έχουν της ζωής κατάδικο
αχάριστη δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο…»

«… και στο πέμπτο όλη η λαθρεμπορία
και στο έκτο όλη η σκευωρία…»

- Άχ, παίξτε μας λίγο Σοπενάουερ στο πιάνοοοο!
- Άιντε να χαθείς μωρή στυλιανοπούλου! Ρεζίλι μ’ έκανες στους ανθρώπους…

(από Khan, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι υπήκοοι του προς Βορρά κρατιδίου της Φυρομίας aka Βαρντάρσκα ή Ντράβσκα Μπανοβίνα, που προήλθε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο πληθυσμός των Ρομά που εγκαταβιούν στο εν λόγω κρατίδιο ανέρχεται στο υπολογίσιμο 10% του συνολικού πληθυσμού, τρίτο ποσοστό μετά τους σλάβους και τους αλβανούς, ενώ και οι πολιτισμικές επιδράσεις του Ρομά στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονες στη χώρα αυτή.

Το λήμμα έχει μια σαφή μειωτική χροιά και χρησιμοποιείται από όσους δεν συμπαθούν τις ανιστόρητες, αλυτρωτικές διαθέσεις που εκφράζονται από την ηγεσία του κρατιδίου σε βάρος του Ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας.

  1. (από σισυφώνειο σχόλιο):
    Δεν είμαι μισάνθρωπος, αυτός είναι γυφτοσκοπιανός...αααααχαχαχαχα ααααααααα
    Και μ' αυτά που έγραψε, λίγα του ΄σουρα!!!

  2. (από εδώ):
    Ο Γυφτοσκοπιανός… πρόεδρος ήθελε να έρθει στην Αθήνα… με αεροπλάνο που θα έφερε τα σήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο θρασύς… Για να μπορεί ο βλαξ να έχει τέτοια σήματα πρέπει να έχει την ελληνική έγκριση!... Τίποτε, ο γύφτος…δεν καταλαβαίνει… και φαντάσθηκε ότι μπορούσε … προκλητικά(!) να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια… με τα πλαστά σήματά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified