Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.
Μέρος όπου βρίσκεις μόνο άντρες, όχι γκέι όμως, από τους άλλους. Μπακουρότοπος, αρχιδόκαμπος.
Λέξεις για το συνωστισμό αντρών: αρχιδάλωνο, αρχιδαριό, αρχιδόκαμπος, καψιμί, λοσταρία, πουτσοπανήγυρος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, σβερκαρία, τίγκα στο αρχίδι, τσατσάρα, ψωλαρία, ψωλοχώρι.
Λέξεις για το συνωστισμό γυναικών: Αιδοίον πέλαγος, ακατάσχετη μουνορραγία, θεομουνία, μουνόβραση, μουνοθύελλα, μουνοκαλύβα, μουνόλακκος, μουνοπλαγιά, μουνοπλημμύρα, μουνώνας, μπαζοκαταιγίδα, μπουλογιόλι, του μουνιού το πανηγύρι, moon storm.
Got a better definition? Add it!
Υποκατηγορία του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού, που παίρνει τ' όνομά της από το τραγούδι «Να μ' αγαπάς» του αείμνηστου Παύλου Σιδηρόπουλου.
Μουσικά, το ναμαγαπάδικο είναι ένα μπαλαντοειδές τραγούδι, συχνά σε ακουστική εκτέλεση, που πολλές φορές ταυτίζεται με τη φασολάδα, αν και υπάρχουν εξαιρέσεις όπου ο συνθέτης μπορεί να φανεί εξαιρετικά θαρραλέος, ή και ευρηματικός, ως προς την επιλογή και κατασκευή της αρμονικής δομής.
Στιχουργικά όμως, η ταύτιση με τη φασολάδα είναι κατά 99% απόλυτη: χαμένες αγάπες, διαλυμένες ή προβληματικές σχέσεις, θλίψη και μελαγχολία από τη μια μεριά, από την άλλη μεριά ψευτορομαντική και ποιητική εκδήλωση συναισθημάτων για τον / την σύντροφο, ενίοτε διανθισμένες με μία υποψία ελπίδας από την άλλη -για να μην χαρακτηριστεί ο συνθέτης ως καταθλιψάρας, αλλά και ψήγματα κοινωνικού σχολιασμού και κριτικής, προκειμένου να υπάρξει μία γέφυρα επικοινωνίας με την τρέχουσα πραγματικότητα (μη βγει προς τα έξω πως ο συνθέτης είναι στην κοσμάρα του), αλλά και για να μπορέσει να γίνει ένα άνοιγμα στην προβληματισμένη νεολαία, με σκοπό την προσέλκυση ακροατών αυτής της ηλικιακής ομάδας. Αυτό βέβαια σε καθαρά επαγγελματικό επίπεδο, σε πιο ερασιτεχνικό επίπεδο -π.χ. το γκρουπάκι της γειτονιάς- η όλη ιστορία είναι να τσιμπήσει καμιά συμμαθήτρια, συμφοιτήτρια (θολοκουλτουριάρα ή μη), καμιά παρατρεχάμενη / ασυνόδευτη στη μπάρα ή στη διπλανή παρέα κλπ.
Τέλος, η σύνδεση ή ταύτιση του ναμαγαπάδικου ως χώρου (βάσει προηγούμενου ορισμού) και ως είδους μουσικής δεν είναι κάτι καινούργιο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το σκυλάδικο, που μπορεί να δηλώνει είτε το ίδιο το μαγαζί, είτε απλά το μουσικό ρεπερτόριο ασχέτως χώρου.
Κατεβασε το Ministry of Sound :the annual 2008,και κατι αναλογο (εαν θες τιτλους ευχαριστως να σου κανω spamming απο τονους τετοια τραγουδια) μετα τραβα ενα Τiesto ( απο τα decafeine μην τους ριξεις στην πρεζα)
Κατοπιν ανεβαινεις προς τα χαζοχαρουμενα, με δυο τρια ακομα dance κομματια. Εαν γουσταρει η παρεα , εδω ριχνεις και κανενα Βανδη, βγανδη,Τσαλικι (ΤΟ τσαλικι, οπως λεμε το κοχυλι),και μετα βαζεις Αγγλικα ναμαγαπαδικα... (η ωρα 4, πρεπει να χαλαρωσουμε και λιγο να κοιμηθουν οι γειτονες), μετα βαζεις τις «βλακειες» που βαζουν κλασσικα: απο Scorpions μεχρι Ξυλινα σπαθια, μετα αρχιζεις να μαζευεις τους τελειωμενους μην κοιμηθουν στις καρεκλες (ωρα 5:30) και παθουν κανενα νευροπονο και πετας κανα δυο χαλαρα (The Nightwatchman ενδεικνυται) για να την πεσουν και οι υπολοιποι, και μετα αντε καληνυχτα, και καλους απογονους
(Εδώ)
Μπορεί τα μάτια της να διαμαρτύρονταν μετά από την υπερβολική έκθεση σ’ αυτόν, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και με τα αυτιά της. Όχι, δεν της τραγουδούσε “ναμαγαπάδικα” ούτε τη φλόμωνε με γλυκόλογα και κομπλιμέντα. Η φωνή του ωστόσο, χωρίς να είναι γλυκιά ή μελωδική, είχε σ’ εκείνη μια σχεδόν ναρκωτική επίδραση. (Εκεί)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Χριστός, από το λατινικό INRI που σημαίνει Iesus Nazarenus, Rex Iudaeorum, δηλαδή Ιησούς Ναζωραίος Βασιλιάς Ιουδαίων, το ελληνικό ΙΝΒΙ. Δεν λέμε όμως Ίνβι, επειδή δεν είναι τόσο εύκολο να προφερθεί και επειδή, επίσης, δεν έχουμε συνηθίσει τόσο να το βλέπουμε μπροστά μας όσο ο καθολικός ή ο προτεστάντης.
Το αρκτικόλεξο αυτό το λέμε υποτιμητικά και ειρωνικά ή όταν θέλουμε να αστειευτούμε -και όχι χάριν συντομίας. Με αυτό, δηλώνουμε τη μη πίστη μας.
Δίνει επίσης μια ανατολίτικη χροιά στον χαρακτηρισμό μας (θυμίζει ινδική θεότητα) και υποβιβάζει λίγο το εν λόγω πρόσωπο, καθότι η κατάληξη -ι φέρνει λίγο προς το χαϊδευτικό ή το ουδέτερο.
Τελικά τι έγινε στην Ιταλία; Κατεβάσαν τον Ίνρι από τα σχολεία, τα δικαστήρια και λοιπούς δημόσιους χώρους ή μπα;
Got a better definition? Add it!
Κάνω την προσπάθεια να πάρω ένα αποτέλεσμα μόνο και μόνο με την παρουσία μου.
Συνήθως έχω ειδικό βάρος και ελπίζω ότι μόνο το γεγονός πως θα συναγωνιστώ σημαίνει πως θα διαλύσω και θα κατατροπώσω τον ανταγωνισμό. Ακολουθεί συνήθως παταγώδης αποτυχία.
Η έκφραση έχει τις ρίζες της στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα (συνήθως δυνατή) κατεβαίνει στον αγωνιστικό χώρο χωρίς διάθεση και ελπίζει να κερδίσει μόνο με την παρουσία της στον αγωνιστικό χώρο ακα να πάρει κανα πέναλτυ μαϊμού ή να κοιμηθεί ο Θεός.
Με τη φανέλα κατέβηκε στις εκλογές η Ν.Δ., αλλά έτσι δεν παίρνονται τα ματς, ιδιαίτερα όταν ο Γιώργος Παπανδρέου έχει πάρει μεγάλους παίκτες από το εξωτερικό
(απο εδώ)
Πώς πήγαν οι εξετάσεις ρε; Το σήκωσες το πτυχίο;
- Αλκίντια, κατέβηκα να το πάρω με τη φανέλα το ματσάκι και πήγα άπατος... φού δεν είχα ανοίξει βιβλίο...
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται περί αντονομασίας (pronominatio) που προκύπτει από συγχώνευση (contaminatio) δύο αδόκιμων εκφράσεων.
Είναι ο ανεπιθύμητος σε αντροπαρέες («μπακουροπαρέες ξεγά(μ)νωτες»), ειδικά επειδή η παρουσία του ξενερώνει τις γυναίκες (το «γκομενοαπωθητικό»), ο απόβλητος, ο αποσυνάγωγος, ο κακο-Spin-ozaς, που παίρνει τον πούλο, «τον πουλόδρομο» γιατί είναι μπούλης («μαμαμπουκιάς», «μπάτερτσαϊλντ», «γαλακτοκομίας», «μυζητήρας», φλούφλης.
- Καλά ρε, είπαμε ότι θα βγούμε με τα απόλυτα κούκιζ, τη Φόνια και τη Σιόνα, και συ πήγες και φώναξες τους το μπούλη και Θανα-σάκο, τον χοντρούλη μικρό ιππότη του 1700 με το σπαθάκι στο πλευρό και τον καρδιοθραύστη-γυναικοκατακριτή, τον παπαδομπέμπη που φουμάρει θυμιατό;
(Παράφραση του Alberto Moravia)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που είναι πολύ της μοδός στην ιδιόλεκτο από δεξιούς, ακροδεξιούς, πατριώτες, εθνικιστές και λοιπές εθνικές δυνάμεις (ενίοτε και από πατριώτες της Αριστεράς). Δηλώνει τον αντίπαλο του ελληνικού έθνους, αυτόν που θέλει να το μηδενίσει. Δεν μιλάμε όμως για κάποιον ταπεινό μετανάστη, ούτε για αλλοδαπό ανθέλληνα, αλλά για αυτούς που απεργάζονται αυτό το έργο μεταξύ μας όντας είτε θολοκουλτουριάρηδες της ιντελιγκέντσιας, είτε πολιτικοί.
Ως ύβρις το εθνομηδενιστής είναι πολύ συχνό και συνδυάζεται με πολλά άλλα όπως τα: θολοκουλτουριάρης, ευρωλιγούρης, εκσυγχρονιστής, αποδομιστής, μεταμοντέρνος, νατοκεμαλιστής και ταλιμπάν. Ο όρος δεν φαίνεται να είναι κλασική ζουραριά, αν και χρησιμοποιείται και από ζουραροειδείς διανοούμενους. Εδώ γίνεται η διερώτηση για την καταγωγή του με ασαφή συμπεράσματα, κάπου ανάγεται στους ξενικούς όρους ethnonihilism και national nihilism χρησιμοποιηθέντες (υποτίθεται) και από τους Stalin και Engels. Σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρων ο σχηματισμός του συνθέτου με το πρώτο συνθετικό ως αντικείμενο, όπως λ.χ. στο κωλογαμιάς. Και βγάζει έναν φιλοσοφικό εγελιανισμό, ο μηδενισμός του έθνους για χάρη μιας ανώτερης διεθνιστικής σύνθεσης και τα ρέστα παγωτά.
Τέλος, όπως συμβαίνει με παρόμοιους βαρύγδουπους όρους, χρησιμοποιείται σχεδόν εξίσου συχνά από αντι-εθνικιστές ειρωνικά, ωστόσο ποτέ πανηγυρικά, όπως λ.χ. το θολοκουλτουριάρης.
Άσε μας ρε ἐκσυγχρονιστή, εὐρωλιγούρη, ἐθνομηδενιστὴ καὶ πατριδοκτόνε, Νατοκεμαλιστή, τραπεζίτη παράσιτο καὶ Μνημονιολάτρη Βουνό. (Εδώ).
Oι Ινδιάνοι Ζαπατίστας και οι ημέτεροι εθνομηδενιστές μπαχαλάκηδες (εδώ)
Με την εμφάνιση του Μεταμοντερνισμού —αυτής της νέας επίθεσης στην ίδια την αντικειμενική αλήθεια, με την άρνηση γεγονότων ή περιστατικών χωριστά από τη γλώσσα ή το κείμενο, και την αντίληψη της ότι κάθε πραγματικότητα είναι κοινωνικά καθορισμένη — η Ελλάδα μας θεωρείται πια μια αυθαίρετη αφηρημένη έννοια. [...] Στην Ελλάδα αυτούς τους μεταμοντρένους φορείς ξενοκεντρικών πολυπολιτισμικών αντιλήψεων τους ονομάζουμε πλέον ως εθνομηδενιστές. (The poverty of multiculturalism)
Κάθαρσις τοῦ κλήρου ἀπό κιναίδους καί ἐθνομηδενιστές. (Φίλοι της ελληνικής γροθιάς).
Ειδικά το “τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα απ’αυτούς” παραπέμπει όχι στο… αρχαιοελληνικό μεγαλείου που ΚΑΜΩΝΟΝΤΑΙ ότι θαυμάζουν οι φασίστες, αλλά στους βάρβαρους Σκύθες που κάκιζε ο Ηρόδοτος. Ουπς! Ξαφνικά έγινε κι ο Ηρόδοτος εθνομηδενιστής και θολοκουλτουριάρης! Άντε τραβάτε στους νεοναζιστικούς σας βόθρους… (ειρωνική χρήση εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού glory hole, βλ. εδώ, (αν και τα αρχαιόκαυλα ένστικτά μου θα προτιμούσαν το οπή του κλέους / κλεόπη/ Κλεόπας).
Πρόκειται για τρύπα που είναι ανοιγμένη στις μεσοτοιχίες δημοσίων αποχωρητηρίων ή άλλων χώρων, λ.χ. δωματιάκια σε τσοντάδικα, με σκοπό να έρθουν σε σεξουαλική επαφή οι χρήστες / ένοικοί τους. Λέγεται και τσιμπουκότρυπα, αλλά αυτός ο όρος είναι κάπως περιοριστικός, καθώς αν και οι τρύπες της χαράς προορίζονται κυρίως για στοματικό σεξ, δεν αποκλείεται να γίνει και ολοκληρωμένο σεξ, ή και πρωκτικό, καμιά φραπεδιά βρε αδερφέ, ένα τσιμπουκομάσχαλο για τους πιο κίνκι συμπολίτες μας.
Η τρύπα της χαράς έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει εύκωλο σεξ με ανωνυμία και περνάς γρήγορα τα προκαταρκτικά τύπου καμάκι, μ' αγαπά δεν μ' αγαπά, ταιριάζουμε κ.τ.λ. Για όσους γκέι δεν έχουν βγει από την ντουλάπα, προσφέρει το πλεονέκτημα της ανωνυμίας. Επίσης είναι καλή για όσους είναι άσχημοι, τόφαλοι, έχουν τον ανθρωποδιώκτη και δεν έχουν αλλέως πώς ευκαιρία να γαμήσουν.
Έχει περάσει ωστόσο γενικά στην κουλτούρα, στις ονειρώξεις και στην κουλτούρα του πορνό, ενώ μπορεί να προσφέρεται και ως επιλογή σε ευαγή ιδρύματα. Όπως αποκάλυψε σύσλανγκος, όταν οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν τον κώλο τους μόνο για να χέζουν, εμείς οι Έλληνες είχαμε ήδη τρύπες της χαράς σε κωλάδικα. Δεν αποκλείεται επίσης η χρήση τους σε παρτουζάδικα νέας κοπής και σε παιχνίδια ρόλων με χαρακτήρα εξευτελισμού, κυριαρχίας- υποταγής.
Δεδομένου βέβαια ότι κυκλοφορούν και δαγκανόμουνα-κωλα θέλει αρετή και τόλμη η τρύπα της χαράς. Δεν είναι και λίγο να εκθέτεις τον πέοντα στο άγνωστο με βάρκα την ελπήδα.
Στο Δ.Π. υπό Mr Cadmus.
(σ.ς.: Δεν βρήκα χτυπήματα στον γούγλη πέρα από το lexilogia.gr, ωστόσο κάπως πρέπει να ονομαστεί αυτή η πρακτική και το τσιμπουκότρυπα δεν αποδίδει όλο το φάσμα. Πρόκειται βέβαια για σλανγκ εκ των άνω).
Στο Παρίσι υπάρχει ο (βρ)αστικός μύθος ότι σε κάποια ευαγή ιδρύματα σε προσκαλούν να βάλεις τον πέοντα σε τρύπα της χαράς, και από την άλλη βάζουν μια κότα την οποία και γαμάς. Ύστερα από λίγα λεπτά την πνίγουν με αποτέλεσμα οι επιθανάτιοι ρόγχοι της να προκαλούν μια ηδονjική αίσθηση με την οποία το δίχως άλλο τελειώνεις.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται :
Δεν ενέχει σεξιστικό υπονοούμενο / σαρκασμό, πρόκειται περί χιουμοριστικής παρονομασίας (annominatio) που προκύπτει από το συνδυασμό ελλείψεως (eclipsis, defectio) και αντίστασης (ploke, distinctio): η πλήρης πρόταση που εννοείται είναι: «(Το εννοείς το Ok, είναι ένα) Straight (εδώ »ειλικρινές«) Ok ή (είναι ένα όχι straight=) gay Ok;»
Δεν αποτελεί κατά βάση σλανγκιστική γείωση με την έννοια των τιραμισουρεαλιστών του παρόντος ιστοτόπου, γιατί δε βάζει λουκέτο και τσιμεντογαλότσα στη συζήτηση -η βασική της λειτουργία είναι διευκρινιστική ή παρωθητική (όπως ειπώθηκε).
- Λοιπόν, όπως είπαμε, στις οχτώ στη στάση, έτσι;
- Ok.
- Ok ή γκέι;
- Είπα θα 'μαι, λήξις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πέραν από τον ορισμό που καταχωρήθηκε πιο πριν, ο χωσιματίας περιλαμβάνει και άλλους δύο τύπους ανθρώπων:
Xωσιματίας καλείται το άτομο που τα χώνει, που δεν μασάει τα λόγια του και δεν φοβάται να εξαπολύσει μύδρους ενάντια σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε τον χαλάει, στοχεύοντας είτε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, είτε γενικότερα και αόριστα, τσουβαλιάζοντας ασύστολα τους πάντες και τα πάντα, ασχέτως με το αν έχει δίκιο ή άδικο.
Στην φανταρική ιδιόλεκτο, xωσιματίας καλείται ο στρατιώτης που αγγαρεύει άλλους, δηλ. που χώνει κόσμο, για την εκτέλεση μίας υπηρεσίας ή μίας εργασίας εντός ή εκτός στρατοπέδου. Αυτό συμβαίνει είτε λόγω ανάγκης (π.χ. μία αρρώστια), είτε συχνότερα, λόγω γνωριμίας - κολλήματος - τακιμιάσματος - συγγένειας, ενίοτε δε ακόμη και απλά εντοπιότητας, με τους εκάστοτε επιλοχίες, αξιωματικούς - υπαξιωματικούς.
Πρέπει επίσης να τονιστεί πως ο χαρακτηρισμός του χωσιματία πιάνει εξίσου και τους βαθμοφόρους του Ε.Σ., οι οποίοι δεν διστάζουν να χώσουν τόσο στρατιώτες, όσο και κατώτερους στην ιεραρχία βαθμοφόρους. Είναι δε πάγια τακτική η μετακύλιση του χωσίματος στις κατώτερες βαθμίδες της ιεραρχίας, φαινόμενο που κυριαρχεί επίσης και σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της πολιτικής και επαγγελματικής ζωής.
Τελικά ο Ριζοσπάστης το παίζει «χωσιματίας» και η Λιάνα «τους» ξεπλένει: [NEMECIS, συνεντεύξεις, (όχι τυχαίες) – τεύχος Φλεβάρη 2010] με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Α. Λοβέρδος: Είμαστε στο χείλος του γκρεμού» και «Κατερίνα Μπατζελή: Δεν είμαι πολιτικός των δογματισμών». (Εδώ)
Θεωρώ ότι η οποιαδήποτε δουλειά πρέπει να γίνεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ό,τι δουλειά και να είναι, ακόμα και ο στρατός. Αλλιώς, δεν υπάρχει νόημα να κάνεις το ο,τιδήποτε. Ο τεμπέλης στο στρατό, είναι τεμπέλης και στη ζωή του. Ο βυσματίας στο στρατό είναι βυσματίας και στη ζωή του. Ο χωσιματίας του στρατού χώνει συναδέλφους και στην προσωπική ζωή. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει πάντα. (Πιο' δώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καλά δικτυωμένος σε παρεΐτσες, αυτό το αεικίνητο είδος ανθρώπου που ασχολείται με το να χώνεται από δω κι από κει και να καταφέρνει, κουτουλώντας, δουλειές για την πάρτη του ή για άλλους, αποκλειστικά μέσω γνωριμιών.
Ο χωσιματίας συνήθως πατάει στα κάτω σκαλοπάτια, δεν είναι δηλαδή τοπ διαπλεκόμενος. Εξυπηρετεί ως εκ τούτου και τους τοπ, αλλά και τους από κάτω, όσο και τους απ' έξω από το μαντρί, στην περίπτωση που οι τελευταίοι αποφασίσουν να μπουν στο κατεστημένο (βλ. παράδειγμα).
Ο χωσιματίας κάνει τις δουλίτσες του και τα κονέ του στα καφενεία, στα μπαρζ, στα παρτάκια, παντού όπου συχνάζουν οι εκάστοτε στόχοι του.
Όπλα και εργαλεία του κυρίως το μπίρι-μπίρι, αλλά ενίοτε και το σεχ, η γαλαντομία, ο μικροεκβιασμός.
Τα δόντι, τσάτσος, άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας, ρουσφέτι, bluetooth κλπ, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Ο χωσιματίας δεν είναι πχ ακριβώς δόντι, ούτε κάνει ρουσφέτια, είναι ουσιαστικά προξενητής. Οι απολαβές του δεν είναι σπουδαίες και παραμένει ένας ανεπιθύμητος πλην αλλ' όμως απαραίτητος κρίκος της ειδεχθούς αλυσίδας του σύγχρονου (ελληνικού κυρίως) νταλαβεριού.
Got a better definition? Add it!