Selected tags

Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια ωραία κοπελίτσα, συνήθως μικρή σε ηλικία, και δεν θέλουμε να την χαρακτηρίσουμε μουνάρα!. Όσοι δεν καταλάβατε το λογοπαίγνιο, πείτε το γρήγορα, δυνατά.

- Ψσσσσστ! Κοίτα πίσω απ' το μπλε αμάξι... - Τι ρε;
- Το μικρό μου νύχι ρε!

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική ατάκα με την οποία, αν και φαινομενικά αναιρούμε, στην πραγματικότητα τονίζουμε μια βρισιά που μόλις έχουμε ξεστομίσει.

Κανονικά, το μπιπ μπαίνει ως λογοκρισία στη θέση της βρισιάς, όμως δίκην σλανγκιάς βάζουμε το μπιπ στη θέση μιας άλλης, αθώας λέξης που συνόδευε τη βρισιά, αφήνοντας τη βρισιά ανέπαφη.

Δείχνουμε δλδ ότι έχουμε το τακτ να καταλαβαίνουμε και να επανορθώνουμε για μια παρεκτροπή του προφορικού ή γραπτού λόγου μας, αλλά στην ουσία δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να την επιβεβαιώνουμε και να την επιτείνουμε.

Το λήμμα μας το μεταχειρίστηκε ο σλάνγκαρχος Μητσικώστας μιμούμενος τον Big Mac - Αγαπούλα- Ψωμιάδη, αλλά αφθονεί σε πολλά παραδείγματα του προφορικού και του ιντερνετικού λόγου.

Για τη σημασία του «μπιπ» καθ' αυτό, βλ. το Μέσειο λήμμα μπιπ.

  1. από εδώ
    Είναι χειμώνας, έξω κάνει ψωλόκρυο (βάλε μπιπ στο «κάνει»). Γυρνάς σπίτι σου αργά το βράδυ, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλειά.Τσιμπάς κάτι στα γρήγορα, και χωρίς πολλά-πολλά την πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.ΌΜΩΣ...
    Η πουτάνα η κουβέρτα είναι πολύ μικρή για τα ατέλειωτα στρέμματα του κορμιού σου!!

  2. από εδώ
    Εμένα πάντως το tethering δεν λειτουργεί - συγνώμη, αλλά μας πιάσανε μαλάκες. Και βάλτε μπιπ στο συγνώμη.

  3. από εδώ
    Όσοι πηγαίνετε σε club με «χορεύτριες» να δείτε κάνα ξέκωλο (βάλε ένα μπιπ στο χορεύτριες) δεν είναι ανάγκη, καθώς τα βλέπετε όλα στο δρόμο... κυριολεκτικά... βλέπετε... δεν μεθάει ποτέ η νεολαία της Αγγλίας... cheers mates. Και όταν λέμε ξέκωλο... εννοούμε ξέκωλο... Και βάλτε μπιπ στο εννοούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θολοκουλτουριάρης, θολοκουλτουριαρέος και θολοκουλτουριαράκι, είναι ο πάσχων από υπερκουλτουρίαση ούμπερ-κουλτουριάρης, ο οποίος ψαρεύει σε θολά νερά, χρησιμοποιώντας νεφελώδεις εκφράσεις, ή πρεσβεύοντας σόλοικες απόψεις.

Αν σας άρεσε η έκφραση-σημασία, ίσως αλλάξετε γνώμη όταν μάθετε ότι χρησιμοποιείται από δεξιούς και ακροδεξιούς κυρίως για τους αριστερούς κουλτουριάρηδες (πασόκους, συριζαίους κουκουέδες και λοιπές (θολο)προοδευτικές δυνάμεις), που στο τέλος θα μας πούνε και ότι ο Τζένγκις Χαν δεν ήταν Έλληνας, γιατί σε λίγο μέχρι και εκεί θα φτάσουν κυρίες και κύριοι. Είναι βέβαια ένα θέμα οντολογικής τάξης αν υπάρχει σλανγκ δεξιών, εγώ πάντως κάνω ό,τι μπορώ για να την συλλέξω βλ. και εδώ, ιδίως τώρα που η Δεξιά είναι εκτός εξουσίας, οπότε καλείται περισσότερο να χρησιμοποιήσει σλανγκικές ειρωνικές τροπές.

Ορισμούς του θολοκουλτουριάρη βρήκα δύο στο νέτι. Ο ένας στο φόρουμ της ΝΕολαίας Ορθόδοξου Συναγερμού: «Θολοκουλτουριάρης (σ.ς.: το αντίθετο του Έλληνα σύμφωνα με τα συμφραζόμενα) είναι κάποιος που σίγουρα δεν συμπορεύεται με απόψεις σαν τις δικές μου. Και δεν συμπορεύεται διότι, ως αντίθετος με εμένα, δεν αποδέχεται την άλλη άποψη, δεν κατακρίνει τον δεσποτισμό, δεν αποδέχεται τον σεβασμό σε έναν υγιή διάλογο. Αυτός είναι ένας θολοκουλτουριάρης. Κάποιος που νομίζει πως τα ξέρει όλα. Όχι επειδή τα αναζήτησε και τα βρήκε. Επειδή κάποιοι άλλοι του τα είπαν».

Ο δεύτερος ορισμός στην Εκδίκηση της Θολοκουλτούρας (και την Φρικηπαίδεια):«Σύνθετη λέξη που αποτελείται από την λέξη θολή και κουλτούρα, την οποία πιθανολογείται πώς επινόησε ο ΄Άδωνις Γεωργιάδης, [...] αναφερόμενος προς την αριστερή διανόηση ενώ συνοδεύεται συνήθως πριν ή μετά την σύνθετη λέξη Θολοπροοδευτικός. Σήμερα η λέξη έχει αποκτήσει πολλές ερμηνείες ανάλογα σε ποιους θα την απευθύνεις. Σημαίνει Ψεύτης, Ανθέλληνας, Προδότης, Κουμουνιστής, Αλλοδαπός, Πούστης, Αντιφασίστας, Αντιρατσιστής, Μορφωμένος, κ.α.».

Όπως δείχνει ο γούγλης συνώνυμα του θολοκουλτουριάρη στο δεξιό ντίσκουρς είναι ο αριστερός με δεξιά τσέπη, το θολοπροοδευτικάκι, ο ελληνόφωνος (= αυτός που μιλάει ελληνικά αλλά δεν αξίζει γι' αυτό την ονομασία Έλληνας), ο εθνομηδενιστής.

Από την άλλη, πολλοί σπεύδουν να πανηγυρίσουν τον χαρακτηρισμό και να τον υιοθετήσουν μιμούμενοι τον Jean-Luc Godard, που είχε δηλώσει «Όταν ακούω κουλτούρα, ανοίγω το μπλοκ επιταγών μου», παραφράζοντας την ατάκα που ουδέποτε είπε ο Hermann Göring. Σε κάθε περίπτωση, ας κρούσουμε τον κώδωνα κινδύνου για την κουλτουροφοβία.

Από αυτούς που χρησιμοποιούν τον όρο, ο θολοκουλτουριάρης κατηγορείται κυρίως για τα εξής: Δεν κάνει σαφείς και «υγιείς» διακρίσεις, δεν λέει την σκάφη σκάφη και τα σύκα σύκα, αλλά θολώνει τα νερά με το να υπονομεύει το οξύτομον των διαχωρισμών. Αυτό φαίνεται κυρίως σε διακρίσεις όπως Έλληνας και μη Έλληνας, άντρας και μη άντρας κ.τ.ό. Οπότε τυπικοί θολοκουλτουριάρηδες είναι διανοούμενοι όπως αποδομητές, φεμινιστές, καθώς και προοδευτικοί που αμφισβητούν την σαφήνεια των διακρίσεων, (μεταξύ των φιλοσόφων και οι φαινομενολόγοι, που ξεκινούν από την δική τους πεπερασμένη εμπειρία). Αλλά όχι μόνο. Ένας από τους κύριους ψόγους που εκτοξεύεται εναντίον του θολοκουλτουριάρη είναι ότι θα σε εκθέσει στην δύσκολη στιγμή. Δηλαδή σε μια στιγμή κινδύνου, λ.χ. για τον Έλληνα, ή για τον άντρα κ.τ.ό., όπου καλούμαστε σε συσπείρωση και συστράτευση, ο θολοκουλτουριάρης θα σε προδώσει, και θα λάβει μια και καλά ευρύτερη οπτική, προκειμένου να πουλήσει κουλτούρα. Συναφώς, λέγεται για κάποιον ο οποίος θα αποπροσανατολίσει το λαό από πραγματικά προβλήματα.

  1. Το νόημά της -που δεν μπορεί να κατανοήση ένας θολοκουλτουριάρης- είναι ότι σε ένα σύστημα με ιεραρχική δομή, ο ιεραρχικά κατώτερος δεν έχει κανένα δικαίωμα να αμφισβητήση καμμία απολύτως εντολή ενός ιεραρχικά ανωτέρου. Πάνω σε αυτήν την παραδοχή στηρίζονται οι στρατοί που νικούν (Από το adonisgeorgiadis.gr)

  2. Ενώ εάν το παίζεις θολοκουλτουριάρης, ανοικτός σε κάθε είδους σεξουαλικό ή μη προσανατολισμό, επιθυμείς πολύχρωμες και πολυπολιτισμικές Ελλάδες, όπου όλοι (πλην των Ελλήνων φυσικά) θα έχουν δικαίωμα διατήρησης της ιδιαιτερότητας τους, την κοπανάς από το στρατό, είσαι άθεος κλπ τότε η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία σε επιβραβεύει ως προοδευτικό, φιλελεύθερο και πεφωτισμένο πνεύμα (από το call of duty.gr)

  3. Ιρακινός προσπάθησε να πυρπολήσει την Ελληνίδα γυναίκα του στο Περιστέρι. Ομάδα Αλβανών στη Λάρισσα επιτέθηκε σε Έλληνες με έναν βαριά τραυματία. Βουλγάρες ντυμένες καλόγριες πουλούσαν «θαυματουργά» σταυρουδάκια και «στενού τύπου» υπηρεσίες. Τσιγγάνοι στην Πρέβεζα επιτέθηκαν και έστειλαν στο νοσοκομείο κατοίκους και αστυνομικούς. Θολοκουλτουριάρης στην Φιλοθέη σκότωσε και έθαψε την γυναίκα του στο πάρκο. (δες)

  4. [...] οι διάφοροι θολοκουλτουριάρηδες έχουν ισοπεδώσει τα πάντα..και μαζί με αυτά έχουν αντιστρέψει και τις έννοιες... και τώρα πλέον..δεν λες κλοπή...το ωραιοποιείς και λες απαλοτρίωση....δεν λες εμπρησμός και φασιστικές αντιλήψεις...το ονομάζεις δράση...έτσι και με το «ανθέλληνας» μπορεί αύριο-μεθαυριο να το αλλάξετε και αυτό και ξαφνικά να θεωρείτε ο έξυπνος, ο μοδάτος, ο θολοκουλτουριάρης, ο δήθεν... (εδώ)

  5. Ταπεινώθηκε ο πασόκος θολοκουλτουριάρης (εδώ)

  6. Έχει γίνει παράδοση πια, κάθε φορά που έχουμε Χριστούγεννα οι κομπλεξικοί αριστεροί και οι θολοκουλτουριάρηδες να τα βάζουν με κάποιο έθιμο (Από τον Στόχο).

  7. Πάμπλουτος Εβραίος ήταν και ο Αλιέντε! Όταν αγαπητοί συνερευνητές οι θολοκουλτουριάρηδες θα φανφαρίζουν περί του «προοδευτικού» και «λαϊκού ηγέτη» Σαλβαδόρ Αλιέντε να τους τρίβεται την παρακάτω αποκάλυψη στη μούρη... (εδώ)

  8. Δεξιστές θολοκουλτουριάρηδες υπάρχουν ή ο θολοκουλτουριάρης είναι εξ ορισμού αριστεριστής; (Καλό ερώτημα εδώ)

Βλέπε και άπλυτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό sol (ήλιος, φωτεινός κλπ, απ’ όπου προκύπτουν ένας σωρός λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών).

Έτσι λοιπόν σημαίνει:

  1. (Στα φωτογραφικά σινάφια) ένα παμπάλαιο εφέ (βασισμένο στο λεγόμενο «εφέ Sabatier»), που συνίσταται στο να εκθέτει ο φωτογράφος στο φως -για λίγο- το αρνητικό ή την εκτύπωση της φωτογραφίας. Συμβαίνει μια ελεγχόμενη αναστροφή χρωμάτων (ή τόνων χρώματος), π.χ. το άσπρο – μαύρο / εμφανίζεται μια άλως γύρω από αντικείμενα / η εικόνα δείχνει παλιά / «καμένη» -ενώ δεν είναι, κλπ.

Στην σύγχρονη ψηφιακή φωτογραφία υπάρχει και στο φωτομάγαζο, το αντίστοιχο εφέ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν βάση για περαιτέρω χρήση κι άλλων εφέ.

(Αυτή η έννοια προκύπτει απ’ το solarize, που είναι το όνομα τόσο της παλιάς διαδικασίας όσο και του σύγχρονου εφέ).

  1. Αυτόν ή αυτήν που έχει μαυρίσει, όχι μέσω ηλιοθεραπείας, αλλά κάνοντας χρήση του γνωστού (και μάλλον επικίνδυνου για την υγεία) solarium, απ’ το οποίο και προέρχεται ο όρος. Επίσης με αυτήν την έννοια συναντάται και σαν «σολαριασμένος, –η».

Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο (άλλο το «σολαρισμένη» κι άλλο το σολαρισμένο γκάγκανο, που σε κάνει σα τη μύγα μεσ’ το γάλα).

Σχετικά ακούγονται και τα μη σλανγκ: «και της έκανε ένα μπετοχρώμ άλλο πράγμα», «στο φούρνο αδερφές μου, στο φούρνο!!», «βγήκε σοκολάτα / ίον / αραπίνα απ’ το φέρετρο», (όπου φούρνος / φέρετρο = ο θάλαμος / κουβούκλιο του σολάριουμ, και βεβαιώνω πως δεν πετάω σφόλι το ίον –το ‘χω ακούσει πολλάκις και για άλλες φάσεις).

Το «μαυρολάγνος» δεν έχει ακόμη καταντήσει συνώνυμο, αλλά μπορεί και να δηλώνει τον λάτρη (και) των σολαρισμένων μανουλίων.

Για την Ιστορία:

Το «black is beautiful» δεν ήταν βέβαια, δεδομένο. Προέκυψε με τη σταδιακή κοινωνική άνοδο (νταξ, αυτήν την αναλογικά μικρή έστω) των μαύρων στις σύγχρονες κοινωνίες και με τη μανία για επίδειξη των βόρεια κατοικούντων πλουσίων (αφού αν έχω χρήμα, μπορώ να πεταχτώ για διακοπές σε ξωτικές ηλιόλουστες παραλίες και σε ηλιόφωτες χιονισμένες βουνοκορφές για ξεσκί οπότε το ‘χω το χρωματάκι μου όλο το χρόνο).

Κανένα από τα δύο δεν έχει σχέση με το σολάρω (απ’ το ιταλικό solo) και το εξ’ αυτού σολάρισμα.

1.«….είναι μία φωτογραφία με ιδιαίτερο ύφος που κατορθώνει να με μπερδέψει για το αν είναι μερικών δεκαετιών ή χθεσινή. Το αυστηρό καδράρισμα άλλων εποχών, η μέτρια ευκρίνεια, ο σολαρισμένος ουρανός, το φόρεμα….» (απ’ το δίχτυ)

2α. «…Βγαίνει ο Μαρτάκης με το δικό του ……το βλέπω και αυτό το παιδί το σολαριασμένο και κάτασπρο (σημ για το ντύσιμο) οκ λέω καλή τύχη και σε αυτόν...» και πιο κάτω «..πάρα πολύ όμως και συ (σημ. για την Κακομοίρα) σολαριασμένη αλλά έχεις και μια φρεσκάδα...»
(από εφημερίδα)

2β. «…Αν μάλιστα πάρετε να διαμαρτυρηθείτε στον ΑΝΤ1 για την γελοία εκπομπή που έχουν με τον σολαριασμένο Κανάκη μπορεί και να σας εξυβρίσουν !!!..» (απ’ το δίχτυ)

2γ. «..ρε μάγκες δεν λέω καλές γκόμενες αυτές που λέτε αλλά μην ξεχνάμε την λευκορωσίδα Αζαρένκα, μεγάλος ξανθός σολαρισμένος μούναρος!!!..» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία (μτφ), η ανοησία, η μπούρδα, η σαχλαμάρα, η κουκουρούκου φάση / πράξη, η άλαν ντάλον κατάσταση, μπλε, γκάου, κλπ.

- Άρχισες πάλι τις κουκουρουκιές; Ετοιμάσου να σε γειώσει το αφεντικό, τον ακούω να έρχεται.

(από allivegp, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται εν είδει επιρρήματος, για να περιγράψει μια έξτρα πρίμα γκουντ κατάσταση, μια φάση τριφασικιά και ανεβαστικιά, ένα τρελό σκηνικό κλπ.

Συνώνυμα: τζετ, τζιτζί, τζάμι, και γαμώ, καύλα, πένα, τούμπανο, πάουερ, δύναμη, ζάχαρη, μέλι, κομπλέ... και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Παράγωγο επίθετο: γκαζιάρικος

Πολύ γκαζιάρικο μωρό η Πόπη.

Γιατί γκάζι;

Μα φυσικά διότι έχει μόνο θετικές συνδηλώσεις, σε αντίθεση πάντα με το φρένο:

Έκανα χτες βράδυ κίνηση να τη γαμήσω αλλά μου 'βαλε φρένο.

Το γκάζι ταυτίζεται με την Ενέργεια, τη Δύναμη. Στη φράση μου έχωσε γκάζια, παραδεχόμαστε πως υπομείναμε αγόγγυστα τον υπέρτερο δυναμισμό του νουθετούντος ημάς.

Το γκάζι, όπως και το Αυτοκίνητο, είναι ένα παντοδύναμο σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού, ίσως και της ίδιας της ιδέας της Προόδου, σύμφυτης με αυτόν. O φίλος μου ο Βίκας με είχε προτείνει παλαιότερα το σχετικό Ο Μύθος της Μηχανής του Lewis Mumford, το οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να διαβάσω :(

Συναφές πανίσχυρο σύμβολο του βιομηχανισμού είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, βλ. σχετικά το σαββοπουλικό «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Εξ ου και ο Pierre Bourdieu έχει προτείνει, ενάντια στη φρενίτιδα του τεχνικού πολιτισμού, «να κατεβάσουμε τους διακόπτες».

Αυτά όσον αφορά το γενικόν του πράγματος. Ειδικά όσον αφορά τον Έλληνα, για τον οποίο το αμάξι του είναι το υπέρτατο φετίχ, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ταυτίζει την καλοπέραση με το γκάζι. Ο έλληνας είναι ακόμη δέσμιος του μυθικού αφηγήματος της Προόδου, εξακολουθεί εν πολλοίς να θαυμάζει με παιδική σχεδόν αφέλεια τα μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα του Πρώτου Κόσμου - ίσως γιατί ο ίδιος ούτε καν με αυτά. Ο έλληνας αντιμετωπίζει το μεταμοντέρνο και τις σχετικές επιφυλάξεις και σκεπτικισμό απέναντι στην Πρόοδο ως εξωτικά φρούτα, από τα οποία θέλει να δοκιμάσει μια σταλιά έτσι για τα νεφρά, αλλά ως εκεί, μην το παραχέσουμε κιόλας: η Άννα Βίσση, το 4Χ4 και το τζακούζι παραμένουν σταθερές αξίες στη ζωή του. Ο έλληνας είναι ακόμη βαθύτατα μοντέρνος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ήτοι, με σημερινούς όρους, βαθύτατα οπισθοδρομικός.

- Για πε, τι κάνατε τελικά χτες, βγήκατε;
- Πού να στα λέω, μαζεύτηκαν όλοι οι πεθαμένοι, που 'χαμε να τους δούμε από του Αγίου Πούτσου ανήμερα! Κώστας Παγκράτι, Σπυράκλας, Κουνούπι, Πεταλούδας, ο Φίλιππας ο καπετάνιος, πανικός σου λέω, τα πάντα όλα! Αράξαμε Πανόρμου, ήπιαμε τον κώλο μας, κλάσαμε στο γέλιο, γενικώς την περάσαμε γκάζι. Μαλακία σου που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.

  1. - Έχεις φάει ποτέ σουβλάκι από κει;
    - Μπα, μου κάνει λίγο αμφιβόλου...

  2. - Γαμώ του άντρες ο Λεфτέρης.
    - Μμ, τον κόβω για αμφιβόλου...

  3. Τι είναι όλ' αυτά; Πάλι σήκωσες το ντέλι της γειτονιάς; Σου έχω πει εξακόσιες φορές ότι είναι αμφιβόλου αυτά που πουλάει!

Η Αγγελική Αμφιβόλου-Αβυσσαλέου (από Vrastaman, 30/11/10)

βλ. και γενική αντί ονομαστικής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντελικατέσεν έδεσμα ή κατάστημα. Συντόμευση κατά το μπίο.

Γουστάρω, άνοιξε ένα ντέλι στη γειτονιά, τώρα δεν χρειάζεται πια να γαμιέμαι να τρέχω στου διαόλου τη λελέ για να ψωνίσω μπινελίκια!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χαβαλές, η ανεμελιά, αλλά και η ακαταστασία που προέρχεται από αυτά.

Πιθανόν ηχοποίητη λέξη από το καχ και μπαχ, επιφωνήματα αγνώστου ετύμου και προελεύσεως.

- Τι έγινε χθες στο συνέδριο;
- Άσε ρε, απαράδεκτοι. Το ρίξανε στο καχαμπάχα και γινότανε της μουρλής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθυντικός: μπαρτέντες. Απ’ το αγγλικό bartender.
Ειρωνικά μειωτικό λογοπαίγνιο που αποδίδεται σε μπάρμαν για τον πούτσο.

Άμπντάλης, ζημιάρης, αφηρημένος, άλλα λες - άλλα ακούει - άλλα σερβίρει, καρμίρης στα παρελκόμενα και το κέρασμα, συνήθως γκάβακας στο σπορ, μια κι αντικαθιστά κάποιον αξιότερο. Μπορεί νά ‘χει στυλάκι Τομ Κρουζ στο «Κοκτέιλ» και να παραμελεί τους μόνιμους πελάτες για να κερνά γκομενάκια.

- Φωνάξτε ρε γαμώτο, τον μπαρτέντα, και κάνω τον τροχονόμο τόση ώρα.
- Άσ' τονα. Προσεύχεται.
- Και τι; Θα τη βγάλω με αμίτα;

Ο Σαϊντολόγος σερβίρει (από sstteffannoss, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified