Selected tags

Further tags

Χαρταετό λέμε ότι πετάει αυτός ο οποίος αυτοϊκανοποιείται και δεν είναι ιδιαίτερα δραστήριος στον σεξουαλικό τομέα! Γιορτάζει την Καθαρά Δευτέρα.

Έκοψες καθόλου ή μόνο χαρταετό;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσφατο, σχετικά, ειδικό μεταλλικό εργαλείο του τεχνίτη αμαξωμάτων αυτοκινήτων (φανοποιού, λαμαρινά), για εξειδικευμένη και συγκεκριμένη χρήση. Πρόκειται για εξολκέα που χρησιμοποιείται για επιδιορθώσεις ελαφρών ζημιών (βουλιάγματα) το οποίον έλκει την παραμορφωμένη λαμαρίνα προς αποκατάσταση της στο αρχικό της σχήμα και θέση.

Το εργονομικού σχήματος βαρίδι που χρησιμοποιείται ειναι σχεδιασμένο και κατασκευασμένο σε σχήμα χούφτας, ενώ η όλη κίνηση χρήσης του, σε συνδυασμό με την παλινδρομική κίνηση του βαριδιού προσομοιάζει με τη πασίγνωστη και ευχάριστη νεανική , αλλά και ωριμότερη, δραστηριότητα του άρρενος, απ' όπου λαμβάνει και την ονομασία του.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η χρήση του εν λόγω εργαλείου πραγματοποιείται ευχάριστα τόσον απο νέους οσο και από παλαιότερους τεχνίτες, οι οποίοι, κατά κοινή ομολογία και κατ' εξαίρεση από τα υπόλοιπα εργαλεία, δεν αντιμετωπίζουν καμιά απολύτως δυσκολία κατα την εκμάθηση του τρόπου χρήσης του, που εξελίσσεται και περαιώνεται ταχύτατα και με εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Μια αντιπροσωπευτική τιμή του σετ μαλάκα, για το τρέχον έτος 2010, είναι περί τα 35 ευρώ.

Κυκλοφορεί και μαλάκας βαρέος (η βαρέου) τύπου.

Οι μαλάκες προέρχονται από όλες τις γνωστές βιομηχανικές χώρες ενώ υπάρχουνε και μαλάκες εγχώριας παραγωγής. Ο επώνυμος και εγγυημένος μαλάκας διαθέτει διεθνή ISO τυποποίηση ποιότητας και παραδίδεται σε ανθεκτική μεταλλική κασετίνα.

Αναμένεται η καταχώρηση του λήμματος μαλάκας και στα τεχνικά εκπαιδευτικά μηχανολογικά εγχειρίδια για πλήρη αποκατάσταση και αποσαφηνισμό του όρου και άρση κάθε σύγχυσης και παρερμηνείας.

Για να δείτε τον μαλάκα στο φυσικό του περιβάλλον, επισκεφθείτε αυτό εδώ το σάιτ εταιρείας που ειδικεύεται στα εργαλεία αυτοκινήτων.

Ο μάστορας στο βοηθό:

- Τάκη, φερ' ένα μαλάκα βαρέου τύπου, γιατί μ' αυτόν εδώ δε γίνεται τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την ακατάσχετη, την μανιακή και χωρίς οίκτο αντιγραφή κυρίως σε διαγωνισμό μαθημάτων, αλλά και σε επαγγελματικές εργασίες, σε έργα τέχνης, στην τεχνολογία κ.α., χωρίς απαραίτητα να έχει αρνητική έννοια.

Αν και παραπέμπει στο γνωστό κοπίδι (εργαλείο με κοφτερή λάμα-λεπίδα όμοια με ξυράφι), προέρχεται από την αγγλική λέξη copy που, εκτός των άλλων, σημαίνει και αντιγράφω.

Το κοπύδι είναι ο υπερθετικός βαθμός της αντιγραφής όπως είναι το κλανίδι για την κλανιά, το βρισίδι για τη βρισιά κλπ.

  1. (εν έτει 1994)
    - Μεγάλη μέρα η αυριανή!
    - Ναι, το ξέρω, είναι το θερινό ηλιοστάσιο.
    - Εννοώ ότι αύριο θα γράψουμε ιστορία...
    - Έεερεε κοπύδι που θα πέσει!
    - Όχι στο σχολείο ρε βλάκα! Θα γράψουμε ιστορία σαν έθνος, αύριο η εθνική Ελλάδος θα παίξει με την Αργεντινή τον πρώτο της αγώνα σε παγκόσμιο κύπελλο!!

  2. - Λοιπόν, τι λέτε κ. Τεπενδρή; Θα έρθετε μαζί μας στο Σούνιο;
    - Ξέρετε...
    - Α! Δε θέλω δικαιολογίες σήμερα! Είναι τόσο όμορφη η μέρα έξω...
    - Αχ! Το ξέρω αλλά έχω να κάνω κοπύδι στα σχέδια του Χατζηαναγνώστου για το εργοστάσιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άθρωπας που έκαψε το νεοχιτώνιό του στην προσπάθεια του, να εμπεδώσει επικερδείς, το μάλλον ή ήττον, έννοιες μέσω αριθμολογίας, astrolozy, I ching, και άλλα συναφή μη εναλλάξιμα.

- Τυχαίο; Δε νομίζω!!
- Πάνε ρε επέρα, ρόιδα του λότο, κίνο κλπ κλπ, που σου έχουν αποφλοιώσει τον εγκέφαλο ελπίδα και αριθμολογία. Δε πα να σε πατήσει νταλίκα με ρυμούλκα, σημασία δε θα δώσεις.

Για την πλήρη κατανόηση του ορισμού είναι απαραίτητη η αναφορά στο σχόλιο του allivegp παρακάτω και μάλλον και στα links.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και υποδηλώνει μια δραστηριότητα που απαιτεί κόπο και εξουθενωτική προσπάθεια για να επιτευχθεί, όπως η ύλη των μαθημάτων που πρέπει να καλυφτεί -βγει- πριν τις εξετάσεις του εξαμήνου.

- Την πρώτη μέρα θα δούμε το πύργο του Άιφελ (όλα τα πατώματα), την Αψίδα του Θριάμβου (ταράτσα και μουσείο), την Αψίδα στην Ντεφάνς (τις εκθέσεις και την Προμενάντ), το Λούβρο και τη γυάλινη Πυραμίδα …
- Μανάρι μου, γιαβάς – γιαβάς!! Τα ταξίδια δεν είναι ύλη για να βγει. Διακοπές πάμε στο δια ταύτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το μεγάλο χαρτονένιο κουτί.

Εδώ, το καινούργιο διαρκές αγαθό, όχι μεταχείρα και σε καμία περίπτωση φθαρμένο ή σαπάκι.

Μόλις δηλαδή βγήκε και καλάουα από την κούτα του και συναρμολογήθηκε.

Κυρίως χρησιμοποιείται για μηχανάκια.

  1. Φιλε μην τα λες σε εμενα αυτα
    εδω τα περισσοτερα λεφτα που εδωσα στην ζωη μου ηταν 4.000 ευρω για την μπεμβε.
    Εσυ ποσο ειπαμε πειρες το ντενεκε σου ;;;

:2funny::2funny::2funny:

o ΝΤΕΝΕΚΕΣ ειναι ΚΟΥΤΑ φιλε...
οχι αρχαιολογια του 1821.

ειχες και εσυ στα νιατα σου το 1916 ΚΟΥΤΑ μηχανακι, και νομιζω πως ξερεις τη διαφορά..εδώθε

  1. Καταρχάς πόσα χρήματα διαθέτεις.........γιατί στην κατηγορία μοτάρντ κούτα υπολόγιζε κοντά στα 6-7 χιλιάρικα. Τι θες να κάνεις με αύτο το μηχανάκι, την χρήση που το παίρνεις δηλ. γιατί μία λες για sm μία για enduro, καμία σχέση το ένα με το άλλο.....
    να μειώσεις λίγο τις επιλογές γιατί έτσι χύμα στο κύμα δεν θα κατασταλαξεις ποτέ....εκείθε

Μπεβερλυ 300 ΚΟΥΤΑ  (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποια κομπλεξάρα γράφει άσχετα ή εριστικά σχόλια σε διαδικτυακούς τόπους με αποκλειστικό σκοπό την διατάραξη της συζήτησης και να σπάσιμο των όρχεων των παρευρισκομένων.

Εκ του γνωστού τέρατος τρολ. Ως ρήμα, ανάγεται στο μεσ. Γαλλικό troller, «περιπλανώμαι άσκοπα σε άγρα θηράματος». Η πρώτη δε καταγεγραμμένη σλανγκική χρήση του ρήματος (circa 1967) αφορά το ψωνιστήρι σε κύκλους ομοφυλοφίλων. Τυχαίο; δε νομίζω.

  1. Εν προκειμένω, σ' ένα ιντερνετικό περιβάλλον, αν κάποιος έχει καταλήξει οτι κάποιος άλλος συνομιλητης είναι Τρολ, τότε πολύ απλά δεν ασχολείται καθόλου μαζί του, δεν του δίνει τροφή για να συνεχίσει να τρολιάζει και να γαμάει τα νεύρα των άλλων
    (σοφό σχόλιο Ζανουάρ, εδώ)

  2. Το να χρησιμοποιείς όμως 2 ή 3 ψευδώνυμα και με το 1 να το παίζεις κουλτουριάρα και λογοτεχνίζουσα και με το άλλο να τρολιάζεις ασύστολα, ούτε θεμιτό ούτε αποδεκτό είναι.
    (εκεί)

- Έχει ταράξει το φόρουμ με φωτογραφίες και έχω πρόσφορο (και αντίδωρο αμην) έδαφος για να τρολιάζω (παραπέρα)

σπεκ, σε όποιον το σκέφτηκε αυτό.. (από Jonas, 27/10/10)Πέρασμα Τρολ (από Vrastaman, 04/12/11)"Ψαριανός τρολλάρει Μπουμπούκο". (από patsis, 05/01/12)(από Galadriel, 12/01/12)

βλ. και τρολ, τρολάρω, τρολιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στις συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στα αθλητικά πηγαδάκια ομαδικών σπορ, παρατηρείται το φαινόμενο αντικατάστασης του γ' προσώπου ενικού ή των α' & β' πληθυντικού με το α' & β' πρόσωπο ενικού, ανάλογα την περίσταση. Εξηγούμαι:

- Όταν αναφερόμαστε στην ομάδα μας, χρησιμοποιούμε το «εγώ» αντί για το αναμενόμενο «η α' ομάδα» ή «εμείς» (δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε στην αντίπαλη ομάδα και απευθυνόμενοι στον εκπρόσωπό της στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε το «εσύ» αντί για το αναμενόμενο «η β' ομάδα» ή «εσείς» (και πάλι δηλαδή το σύνολο των οπαδών και η ομάδα ως σύλλογος).

- Όταν αναφερόμαστε σε τρίτη ομάδα που δεν εκπροσωπείται στη συζήτηση, χρησιμοποιούμε κανονικά τους αναμενόμενους τύπους «η γ' ομάδα» και «αυτοί».

Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η συζήτηση, χάριν οικειότητας, ανάγκης επίδειξης μαγκιάς αλλά και γνώσεων ως προς τα αθλητικά θέματα από μέρους μας, αλλά και κάποιου (ασυναίσθητου πολλές φορές) σεβασμού προς το συνομιλητή για τις δικές του γνώσεις, λαμβάνει πιο προσωπικό χαρακτήρα.

Σημειώνεται, πως το φαινόμενο αφορά σε ομαδικά σπορ με μεγάλους συλλόγους και οργανωμένους οπαδούς (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϋ κλπ), όπου ευδοκιμεί και ο φανατισμός -και όχι σε ατομικά «ευγενή» αθλήματα (στίβος).

- Τι ήταν αυτό χτες; Πόνεσε; Έτσι! Ασάλιωτα!
- Καλά, λέγε... Τα πέντε που σου έριξα πέρυσι τα ξέχασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προσφιλές άθλημα, οι αθλητές του οποίου επιδίδονται στην ταυτόχρονη κατανάλωση μπάφων και ξιδιών, με δυσάρεστα συνήθως αποτελέσματα.

Κυριολεκτικά: μπάφοι με ξίδια.

- Πω πω δικέ μου, έχω κλάσει πάνω μου. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας..!
- Εμ, αφού είσαι φλώρος. Τι το 'θελες το μπι εμ εξ;
- Μπεργκ. Πάω να αμολήσω μια ρουκέτα...

(από skabyjr, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση της λέξης χλιμίτζουρας.

- Τι έγινε, πώς είναι το νέο αφεντικό;
- Χλίμης... αλλά ξέρω και γω, νταξ, καλό παιδί, ρεμπέτης.
- Ε αποφάσισε.

Χλίμης ο Αλεξανδρεύς (από Vrastaman, 21/10/10)Ο ρουμάνος Δεινόσαυρος προς τους συναδέλφους του: Ο χλιμίτζουρας δεν έχει καμιά δουλειά μέσα στο χλιμιτζουράσικ πάρκ. Φάτε τον αδέλφια (από GATZMAN, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published