Further tags

Ο κάτοικος των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Γιαννιώτες βλέποντας την αντανάκλαση του φεγγαριού στην λίμνη της πόλης τους και νομίζοντας πως έχει πέσει μέσα, τρέξαν με παγούρια να αδειάσουν τη λίμνη και να πιάσουν το φεγγάρι. Τον χαρακτηρισμό αυτό μέχρι και σήμερα τον θεωρούν υποτιμητικό.

- Γεια σου ρε Παναγιώτη Παγουρά! - Καλά ρε Γιώργο, να με κορόιδευε κανείς άλλος να το δεχόμουν. Αλλά όχι και συ ρε που είσαι από το Αγρίνιο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός αυτός κατά άλλους προέρχεται από το χαρακτηριστικό σχήμα της κεφαλής πολλών κατοίκων της Ηπείρου, το οποίο χαρακτηριζόταν κατά το παρελθόν κυρίως από έντονη βραχυκεφαλία (υπερβραχυκεφαλοποίηση), δηλαδή πλατύ κρανίο, φαρδύ µέτωπο (πλατυινία), πρόσωπο τριγωνικό σαν ανάποδο Δ.
Οι Χούλσε - Σράιντερ καθώς και ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός λένε οτι οι απομονωμένοι ορεινοί πληθυσμοί έχουν τάσεις υπερβραχυκεφαλοποίησης (π.χ. Αυστρία, Ελβετία, Ήπειρος), η οποία έχει υποχωρήσει λόγω των μεγάλων μετακινήσεων των πληθυσμών τα τελευταία χρόνια. Η υπερβραχυκεφαλοποίηση δίνει στο πρόσωπο χαρακτηριστικά που θυμίζουν παγούρι (ανάποδο Δ, πλατύ μέτωπο) και γι'αυτό είχαν ονομαστεί παγουράδες ή παγουροκέφαλοι.
Άλλωστε και οι γείτονες κάτοικοι της Άρτας αποκαλούνται -κυρίως από τους Γιαννιώτες- νερατζόκωλοι, στοχεύοντας κι εδώ τον χαρακτηρισμό σε ανατομικό στοιχείο.

- Καλά Νίκο είσαι σίγουρα Ηπειρώτης και δεν το ξέρεις, έχεις το κλασικό παγουροκέφαλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος, στά Γιαννιώτικα.

  1. Τι έκανε πάλι ο τζες;!

  2. Τι λε ρε τζε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.

  1. - Την είδες τη τζου του τζε;

  2. - Η τζου είναι τρελό μωρό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.

- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά με έντονη μυρωδιά.

Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.

- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Γκάιντα ρε, τάχα το χαλόνι ! (= κοίτα ρε κώλο το γκομενάκι !)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.

Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί. Υφίσταται και επώνυμο Μπιτχαβάς / Μπετιχαβάς = λουτσαράς.

Ο μπιτχάς μου έγινε χότζας = έβαλα γάζες (σαρίκι) στο λούτσο μου ένεκα νοσήματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified