Further tags

Όρος που χρησιμοποιείται κυρίως από θαμώνες νυχτερινών μαγαζιών και αναφέρεται στα άνθη που εκτοξεύονται προς το μέρος του καλλιτέχνη σε στιγμές έκστασης των ιδίων κατά τη διάρκεια γνωστών λαικών ασμάτων. Συσκευάζονται σε μικρά χάρτινα πιατάκια που κατά τη λαϊκή διάλεκτο καλούνται πανεράκια. Τα τελευταία συνήθως εκτοξεύονται ολόκληρα σε κατάσταση παραληρήματος των θαμώνων.

- Δώσε ρε Νότη...
- Άντε Νίκο, πάρε κανά λελουδικό ακόμα. Θα καεί το πελεκούδι.
- Φέρε εδώ να ρίξω κανά πανεράκι στο θεό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο το αιδοίο. Σημαίνει μέρος, μαγαζί, γεμάτο γυναίκες.

- Πάμε να βρούμε τον Τάσο στο "Mama's".
- Τρελλός είσαι; Πάμε σε κανα ωδείο στου Ψυρρή, να χαζέψουμε μωράκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκυλάδες αποκαλούνται οι:

Βλ. και κρυφοσκυλάς.

  1. Ποιος είναι ο καλύτερος λαϊκός και σκυλάς τραγουδιστής; Tolis Tsimoggianis; Alekos Zazopoulos; Giannis Kollias; Kostas Safetis; Vasilis Mitropoulos; Stathis Ksenos; Xara Vera; Xaris Kostopoulos; Spiros Zaxarias; Anneta Marmarinou; Giannis Floriniotis; Giorgos Salampasis; Antzela Dimitriou; Vasilis Karas; Vasilis Terlegas; Gonidis; Konstantinopoulos; Notis Sfakianakis... (Βλ. εδώ)

  2. Αγαπητοί συνφορουμίται, με περίσσια χαρά σας παρουσιάζω το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ εξώφυλλο της υπερ-καλτ μοναδικής ταινίας «Ο ΣΚΥΛΑΣ» με τον Κώστα Στεφανάκη. Δώστε προσοχή στις διάφορες ατάκες όπως «μια ταινία για όλη την οικογένεια» και «γυρισμένη στη όμορφη Χαλκίδα». Επίσης παρατηρήστε την έντονη ανορθογραφία : Η Μανουσέλη έγινε Μανουσέλι, το «guest star» έγινε «gest star», στην πλοκή, αντί «κυνηγιέται» γράφει «κυνηγιέτε». Η μόνη αληθινή ατάκα, είναι ότι «δε θα ξεχάσετε ποτέ αυτή την ταινία». (Βλ. εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περνάω το χρόνο μου αντιπαραγωγικά, με την έννοια ότι δεν κάνω απολύτως τίποτα. Ή, ακόμη καλύτερα, δεν κάνω τίποτα χρήσιμο σύμφωνα με τις διδαχές και τα κυρίαρχα δόγματα της προτεσταντοκρατούμενης Δυτικής κοινωνίας αλλά καταναλώνω τον χρόνο μου νωχελικά, αξιοποιώντας την ευκαιρία να μην κάνω τίποτα κουραστικό ή επίπονο, είτε πρόκειται για σωματική, είτε για πνευματική δραστηριότητα.

  2. Αφήνομαι σε ξέφρενη διασκέδαση, ασωτίες, ξενύχτια, αλητείες κλπ συναφή, εξίσου αντιπαραγωγικά όπως στην αποπάνω περίπτωση (για οποιονδήποτε άλλο πλην εμού πάντα). Τα κάνω όλα πουτάνα, κάνω τα χειρότερα, όλα είναι εδώ κι όλα είναι τώρα. Υπό αυτή την έννοια, προσεγγίζω το ρεμάλι με την κλασική και καθιερωμένη έννοια της λέξης.

Άμεσο παράγωγο του ρήματος είναι το ρεμάλιασμα, το οποίο μπορεί να είναι ατομική ή συλλογική δραστηριότητα, ή, ανάλογα με τις δύο περιπτώσεις του ορισμού, μη-δραστηριότητα.

Η λέξη χρησιμοποιείται με σκωπτική -ως επί το πλείστον- διάθεση, μακριά από τις αρνητικές συνδηλώσεις που έχει το ρεμάλι ως τύπος ανθρώπινου χαρακτήρα.

  1. Μου αρεσει που τα ξαναεφτιαξα με την πρωην....δεν μου αρεσει που δεν μπορω να ρεμαλιαζω με τους καφρους τους φιλους μου οπως πριν! (Από εδώ)

  2. ρεμαλι με κανει το οτι ρεμαλιαζω κανονικα μεχρι τα ξημερωματα, ντιρλιαζω, καπνιζω, χορευω, φωναζω, κλαιω, γελαω, αλλα πααααντα θυμαμαι τι εχω κανει!(αλλιως θα ημουν μια κλασσικη γκομενιτσα που χρειαζεται δικαιολογια το ποτο για να κανει οτι κανει και μετα θα ντρεπομουν κιολας.. ναι σιγα!) (Από εκεί)

  3. Λοιπον απο τοτε που γνωρισα τον blog-world καθε φορα που ρεμαλιαζω στον real-world αναρωριεμαι ποσοι απο οσους περνουν διπλα μου στο δρομο ή πινουν καφε στο απεναντι τραπεζι ή περνουν με το αμαξι απο μπροστα μου,μπορει να εχουν ενα δικο τους χωρο-οπως κι εγω-οπου εκφραζουν καποιες απ τις σκεψεις τους(;) (Από πιο ' κει)

  4. Καλημέρα με φιλιά! Δεν έχω πάει δουλειά σήμερα και έτσι θα σας βλέπω όλη μέρα. Ρεμάλιασμα στο full δηλαδή σήμερα, μια χαρά σε βρίσκω! Μετά από τη βραδινή έξοδο που έπαιξε ρεμάλιασμα σε ένα καφέ με την παρέα και το πολύωρο κάψιμο εδώ, στο fb, το ikariam και άλλα (όχι τα άλλα δεν είναι redtube και τα συναφή), θα χαιρετήσω για να απλώσω την κορμάρα στο κρεβάτι και να ταβλιαστώ! (Από παραπέρα)

(από Vrastaman, 03/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των μουσικών επιλογών σε σχεδόν όλα τα βραδινά κέντρα διασκέδασης και μπαράκια, το οποίο εξαντλείται σε χορευτικά τραγούδια με βαρετά beat και Ελληνικά νερόβραστα τραγούδια τύπου Χατζηγιάννη.

- Χθες το βράδυ καταλήξαμε σε ένα καινούριο μπαρ που άνοιξε κοντά στη γειτονιά μου και τα πίναμε.
- Καινούριο ε; Τί φάση, τί μουσική έπαιζε;
- Τα γνωστά φίλε, χατζημπίτια και κανα δυό ροκιές σούπα. Τίποτε ιδιαίτερο.

omorfa matia mple kai 8anai h <3 komple (από Khan, 11/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουράδικο αποτελεί ένα ουσιαστικό-ομπρέλα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις εξής τρεις κατηγορίες καταστημάτων:

α) Καπνοπωλεία που ειδικεύονται στα πούρα και στα περιφερειακά των πούρων.

β) Μπαράκια, καφετέριες ή (ψιλό)κυριλέ εστιατόρια-φαγάδικα που συγκεντρώνουν θαμώνες του ηλικιακού φάσματος των σαράντα και άνω, στα οποία κυριαρχούν η χαλαρή μουσική (π.χ. λαουντζιές) και το πιο μινιμαλιστικό και αυστηρό ντεκόρ, και,

γ) Μαγαζιά τύπου μπαρ ή κλαμπάκια στα οποία συχνάζουν γυναίκες ώριμης και/ή προχωρημένης ηλικίας προς αναζήτηση ερωτικού συντρόφου επί πληρωμή (κοινώς ζιγκολό), καθώς και άντρες που δείχνουν προτίμηση σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.

  1. Ετοιμάζομαι για εξόρμηση στο πουράδικο για να χτυπήσω 4-5 πούρα για το τριήμερο. Επίσης ψάχνω για κάτι καθημερινό για τον απογευματινό μου καφέ. Τι λέτε; (εδώ)

  2. Φεύγοντας, μου λέει ένας από την παρέα: «Πρώτη φορά πέρασα τόσο καλά σε πουράδικο.» (Εκ του πουρό -- όρος για -ηντάρη σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από αρσενικά 25-35 που δουλεύουνε σε διαφημιστική ή στην κινητή τηλεφωνία και που πλένει τα χυμένα τους, σιδερώνει τα σιέλ πουκάμισα και τους μαγειρεύει ντολμάδες η μαμά τους.) Είχε δίκιο. Μόνο που δεν είχε ξαναμπεί σε πουράδικο, έτσι; (Εκεί)

  3. Κοίτα κάτι κωλόφαρδοι τύποι που υπάρχουν ρε δικέ μου... εδώ εμείς τρέχουμε απο πουράδικο σε πουράδικο μπας και πετύχουμε καμιά ψώφια και αυτός την έχει στα πόδια του... έχουμε γαμηθει στις ρωσοβουλγάρες freelancer (πιο εκεί, ακατάλληλο κάτω των 18)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζί τύπου κλαμπ ή μπαρ που εξειδικεύεται στην διοργάνωση και πραγματοποίηση συναυλιών (live < λάιβ στο ελληνικότερο).

Η διαφορά του κατ' εξοχήν λαϊβάδικου σε σχέση με τα διάφορα μπαράκια ή κλαμπάκια που διοργανώνουν περιστασιακές εμφανίσεις μουσικών ή συγκροτημάτων, έγκειται στην ειδική διαμόρφωση του χώρου (ύπαρξη σκηνής, υπερυψωμένης ή στο επίπεδο του πατώματος) έναντι της δημιουργίας χώρου μέσω της αφαίρεσης τραπεζιών, πάγκων, καναπέδων στα δεύτερα, καθώς και στον ιδιόκτητο ηχητικό και μουσικό εξοπλισμό (π.χ. ολοκληρωμένο σετ ντραμς, ενισχυτές, κονσόλες, P.A. κλπ συναφή), αν και το δεύτερο δεν αποτελεί πάντα κανόνα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι τ' ότι στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν στάνταρ εβδομαδιαίο πρόγραμμα εμφανίσεων, αλλά φιλοξενούν διάφορες διοργανώσεις, συχνά με συνεχή ροή διαφορετικών συναυλιών.

Τα λαϊβάδικα δεν περιορίζονται σε συναυλίες συγκεκριμένων μουσικών ιδιωμάτων, αν και στα καθ' ημάς ασχολούνται περισσότερο με ροκ / μέταλ και έντεχνη ελληνική μουσική. Πρέπει επίσης να αναφερθεί τ' ότι όσον αφορά το σκέλος της παροχής αλκοολούχων, τα λαϊβάδικα δεν διαφέρουν σχεδόν σε τίποτα απ' τα παραδοσιακά κλαμπάκια-μπαράκια-ελληνάδικα, είτε ως προς τις τιμές και την ακρίβεια, είτε ως προς την ποιότητα - η μπόμπα πάει σύννεφο και στα μεν και στα δε.

Οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών αυτών λέγονται λαϊβάδες.

  1. Τον θυμάμαι στις αρχές τις δεκαετίας του 80 να παίζει συχνά-πυκνά σε ένα λαιβάδικο στην Μεσογείων στο ύψος της Αγ.Παρασκευής . «Ρόδα» το λέγανε το μαγαζί αν θυμάμαι καλά και μάζευε 50-100 άτομα.Όταν δεν έπαιζε ο Nick,παίζανε οι «Μουσικές Ταξιαρχίες».Τέλειο line up για τότε.Ιδανικό. (Εδώ)

  2. Το ΑΝ είναι για το πολύ 350 άτομα. Παραπάνω χωράει μεν, αλλά δεν φχαριστιέσαι συναυλία, εκτός εάν είσαι στις 5 πρώτες σειρές. Βασικά πιο πολύ κοντά σε προβάδικο πάει παρά σε λαιβάδικο. (Εκεί)

  3. Εδω θα ηθελα να αναφερω ενα μαγαζι το οποιο δεν ηταν μεταλ, αλλα αποτελουσε μια πολυ καλη προσπαθεια προς την κατευθυνση αυτου που λεω ''σωστο ροκ κλαμπ''. Τελη 90 και το μαγαζι ηταν το Bug στο Γκαζι. Αρκετα μεγαλος χωρος, industrial σκηνικο με σωληνες τεραστιους ανεμιστηρες κτλ. Η μουσικη ηταν αυστηρα ξενη και κινουνταν απο το mainstream rock της εποχης, στο ανερχομενο crossover (μετεπειτα numetal), industrial και στο τσακιρ κεφι επιλεγμενα μεταλ κομματια. Μπορει μουσικα να μην με καλυπτε 100% αλλα ηταν ενας πολυ ωραιος χωρος, προπαντως με καλο κοσμο και οχι καμμενους και πρεζακια. Σωστος ηχος και πολλες ωραιες παρουσιες χεχε, μιας και ηταν παντα τιγκα. Μετα εγινε αποτυχημενο λαιβαδικο και τελικα απ οτι εμαθα gay bar (ε ρε νηλες που θα επαιξαν τις πρωτες μερες) (Λίγο πιο πέρα)

(από Khan, 25/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφ εκ του αγγλικού after (βλ. και άφτερ), είναι το -άδικο μέρος, όπου πας μετά, δηλαδή επακριβώς στις αργάμιση, ή μετά από κάτι, δηλαδή αφτερότερα. Αντίστοιχη αγγλική έκφραση είναι το afterhours club αλλά στα ελληνικά το αφτεράδικο μπορεί να σημάνει κάπως διαφορετικά πράγματα.

Μπορεί να είναι ένα μπαράκι ή κλαμπάκι που το ξενυχτάει όλη τη νύχτα, όσο πάει.

Ή κάποιο μέρος που πας μετά το ξενύχτι και το ξεσάλωμα, για να στανιάρεις από την κραιπάλη, και να φας κάτι όπως πατσά, ή κάτι βρώμικο, που θα σε συνεφέρει από το μεθύσι, κάνοντας τα διάφορα κόλπα που γνωρίζουν οι χανγκάιβερ. Ως προς αυτή τη δεύτερη σημασία βλέπε τα κάτωθι παραδείγματα:

1.Ακόμα κι αν σιχαίνεσαι τον πατσά, το Αυτόφωρο της Αλεξάνδρας είναι εκείνο το «πήγε κιόλας 6...κοντεύει να ξημερώσει, πιάσε μία πατσές και ποδαράκια» ξημέρωμα που μαζί με την παρέα σου σας έχει βρει να μετράτε αστείες στιγμές από το περασμένο βράδυ, τη χυλόπιτα που σας έδωσε μια αγέλη κοριτσιών και πολλά άλλα. (Εδώ).

2.Το πιο ιστορικό αφτεράδικο της πόλης. [...] “Εκείνες τις εποχές η νύχτα ζούσε μεγάλες στιγμές. Έβγαιναν παρέες 15-20 άτομα, πήγαιναν μπουζούκια, ξόδευαν λεφτά και μετά ερχόντουσαν εδώ και ξόδευαν άλλα τόσα. Τσακώνονταν ποιος θα κεράσει τον άλλον. Παλιά εδώ είχαμε ουρές. Έπαιρνε ο άλλος την σούπα και την έτρωγε στο αμάξι έξω γιατί δεν είχε τραπέζι. Κάποια περίοδο είχα και πορτιέρη γιατί τσακώνονταν ποιος θα μπει. Ήταν και λίγο μεθυσμένοι από πριν και καταλαβαίνεις. Αίμα κι άμμος ήταν τότε. Όλη η Αθήνα, ένα τεράστιο πάρτι”. (Αναπόληση εϊτίλας εδώ).

3.έτσι από το να μαζεύεται και ο ίδιος σε άλλα στέκια, έφτιαξε αυτός το καλύτερο αφτεράδικο σουβλάκι και μαζεύει όλους τους φίλους του ιδιοκτήτες από νυχτερινά μαγαζιά και τους εργαζόμενους τους. (Εδώ)

Γενικά πάντως το αφτεράδικο, βγάζει κάποια παράκμα με την καλή έννοια και μια έλλειψη κανόνων, που παρόλο που είναι παρακμιακό ή μάλλον επειδή είναι παρακμιακό σου δίνει μια σιγουριά, ξέρεις ότι θα το βρεις εκεί, δεν θα σε προδώσει. Ξέρεις ότι όταν θα έχεις φτάσει στο πάτωμα της μέθης, θα υπάρχει κάτι ακόμη χειρότερο, το βρώμικο άφτερ, ή ξέρεις ότι άμα θα έχεις βαρεθεί από την γκλαμουριά των κλαμπακίων, θα υπάρχει κάτι πιο αναπαυτικά ντέκα για σβήσιμο. Πώς να το κάνουμε εκ των πραγμάτωνε η κατάστα άφτερ παραπέμπει σε ποστίλα και σε τελειωμενάδικες συνθήκες, ή άλλοτε σε έναν συνδυασμό παράκμας και χαλαρουίτας, μιας δηλαδή απελευθερωτικά χαλαρωτικής και απενοχοποιημένης παρακμής.

Και για να θυμούνται οι παλιοί/ μαθαίνουν οι νεώτεροι ορισμένα από τα διαμαντάκια του σάιτ, παραθέτω πώς περιγράφει τα λίγο πιο ψαγμένα αφτεράδικα από το κλασικό πατσατζίδικο ή βρώμικο, ο Κνάσος:

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

εδώ

Και μερικά παραδείγματα από το Διαδίκτυο (εδώ για μπαράκια αφτεράδικα):

Τα καλύτερα after-άδικα της πόλης. Στέκι ξενύχτηδων και σουρεάλ σκηνικών από το 1989. Το πιο κλασικό after της πόλης δικαιωματικά, ο Batman έχει κοιμίσει και μεθύσει όλους όσους υπήρξαν για μια, δύο ή και παραπάνω νύχτες της ζωής τους, εργένηδες, χωρισμένοι, μποέμ, νυχτόβιοι και ερωτευμένοι. Στέκι που γνωρίζουν πολλοί αλλά που πηγαίνουν λίγοι, αφού η απουσία ταμπέλας χρήζει να το επισκεφτείς με παραδοσιακούς μύστες του. [...] Ό,τι γίνεται στο Batman, μένει στο Batman είναι το σύνθημα που συνοδεύει το εν λόγω after σε πολλές παρέες. [...] Χρυσές και κόκκινες αποχρώσεις, κομμένα χέρια αλά Adams family, θέσεις διαχωρισμένες με δίχτυα και ένας κορμός στη μέση του μπαρ. Το Μπρίκι αποτελεί κλασική επιλογή ξενύχτηδων και ερωτικών παρορμήσεων. [...] Με μουσική "όλα τα έχει ο μπαξές", με φτηνά ποτά και με διακόσμηση "ντύθηκα πρόχειρα και έβγαλα το κραγιόν μου", στον Άνθρωπο θα γνωρίσετε αταίριαστους θαμώνες, διαθέσιμους για όλα! [...] Χρώματα παντού, περίεργα παιδικά φωτιστικά, ζωγραφισμένες τοιχογραφίες, αυλή, δύο stages και μια μπάρα για το τέλος είναι όλα όσα χρειάζονται οι πιο friendly νυχτόβιοι τύποι για να κλείσουν ευχάριστα το βράδυ τους και είναι όλα όσα παρέχει το Νηπιαγωγείο. [...] Κλίμα φιλόξενο, φωτισμός "καθωσπρέπει" με ευγενικούς θαμώνες και ιδιοκτήτες, το Barelhouse, στο όλο και πιο αναπτυσσόμενο μπαρόβιο Κουκάκι, αποτελεί ιδανική επιλογή για όλα τα "σκυλιά της νύχτας". (Η Αθήνα ξενυχτάει).

Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένα αφτεράδικα είναι τόοοοσο άφτερ ώστε όχι μόνο μας πιάνει το ξημέρωμα αλλά και το μεσημέρι, υπάρχει και μια ντεκαφεϊνέ χρήση του αφτεράδικου, που είναι να πέφτεις για ύπνο νωρίς και να πηγαίνεις στο αφτεράδικο νωρίς το πρωί έως μεσημέρι (ελεεινά χιπστέρια!). Είναι κάτι σαν αυτό που λέμε πιο χίπστερ γίνεσαι μέϊνστριμ.

Ένα μεγαλύτερο ποσοστό των θαμώνων του Skull είναι άνθρωποι που δουλεύουν τη νύχτα και όταν σχολάνε ξεδίνουν από την πίεση της βάρδιάς τους εκεί, ενώ οι περισσότεροι πελάτες του μαγαζιού που συνηθίζουν να το επισκέπτονται Κυριακή πρωί είναι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί κανονικά και ξυπνούν για να πάνε για χορό. «Είναι πολύ σύνηθες να βλέπεις αγουροξυπνημένο κόσμο, που δεν δουλεύει την Κυριακή, να έχει μόλις πιει καφέ και να έρχεται σ' εμάς". (Από τη Γλάιφο).

"Το πιο καθαρό βρώμικο"= το πιο ντεκαφεϊνέ όνομα για αφτεράδικο

Ευτυχώς στη χιπυστερική εποχή μας παραμένουν και κάποιοι υπερήρωες να φυλάνε την πόλη στις κρίσιμες άφτερ στιγμές, προκαλώντας και ακραίες αφτεράδικες καταστάσεις.

Μπάτμαν: Οι υπερήρωες που φυλάνε την πόλη στις άφτερ ώρες της

"Batman" [...γιατί...] και, τέλος, δεν έκλεινα ποτέ, ούτε όταν έβγαζε νόμους ο Παπαθεμελής ούτε τίποτα. Εμείς μένουμε ανοιχτοί για να φυλάμε την πόλη. [...] «Ο Τάκης και η Φιλία γνωρίστηκαν στο μαγαζί. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Τη νύχτα του γάμου τους, αφού χαιρέτησαν τους συγγενείς στην εκκλησία, ήρθαν σκαστοί στο μαγαζί. Έδωσαν σε όλους μπομπονιέρες και κέρασαν ποτά. Τους έπαιρναν τηλέφωνο από το τραπέζι: “Πού είστε;” Ο Τάκης τους έλεγε: “Εμείς στο “Batman” γνωριστήκαμε, θα πιούμε πρώτα το ποτό μας εδώ και μετά θα ’ρθούμε”». (Εδώ).

Πλατεία Μαβίλη Τέσσερις παρά

Μαζί μ' ένα ψώνιο κι οι δύο χαμένοι, τρώγατε σάντουιτς θολή ματιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified