Όταν κάτι είναι γαμάτο λες: εκείιιιιιιιι!
- Πωω φίλε, γάμησα μια εχθές, όλα τα λεφτά σού λέω...
- Εκειιιιιιιιι!
Όταν κάτι είναι γαμάτο λες: εκείιιιιιιιι!
- Πωω φίλε, γάμησα μια εχθές, όλα τα λεφτά σού λέω...
- Εκειιιιιιιιι!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που αντλείται από τα κόμιξ με τον Αστερίξ, και την έλεγε περισσότερο ο Οβελίξ. Σημαίνει αυτό που είναι ένα τακ παραπάνω από καταπληκτικό, προσδίδοντας ένα τάκα-τάκα ζενεσεκουά στην κατάσταση.
Βλ. και αμφορεάρισμα.
Λοιπον εχω βρει εδω ενα τακαπληκτικο μαγαζι για να σε κανουν κατσαρωμα μεγκλα Εχει και τακαπληκτικες τριχοτσαπερδονες, επιστημουνισες λεμε !!! (Εδώ).
η κοκα κολα ειναι τακαπληκτικο καθαριστικο.αλήθεια; δεν μαζεύονται μύγες; Μια γνωστή μου έλεγε πως είναι και το καλύτερο αντηλιακό. Μούλιαζε στη κόκα κόλα και έπαιρνε -λέει- καταπληκτικό χρώμα. Η χαρά της σφήκας. (Εκεί).
Got a better definition? Add it!
Περισσότερο στη Θεσσαλονίκη και μία-δύο γενιές πριν, το γκαγκάν, (άπαξ αυτή τη φορά) σημαίνει κάτι ωραίο και πετυχημένο. Όπως το τζιτζί.
Πρέπει να είναι προϊόν της γενιάς των γουέστερν, αλλά σαν τον μπρούκλη, στην αρχή ήτανε ο πλούσιος ελληνοαμερικάνος, ντυμένος στην πένα, με αμάξι, που τον ζηλεύανε όλοι, ενώ μετά έγινε ο κιτσάτος, κραυγαλέος τύπος που κάνει τον καμπόσο.
- Περνάμε ζωή γκαγκάν
- Σου έφτιαξα το αμάξι και στο έκανα γκαγκάν!
Got a better definition? Add it!
Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.
Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).
Got a better definition? Add it!
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον όταν συναντιέσαι με ανάποδη φορά με κάποιο γκομενάκι που αξίζει την αμέριστη προσοχή σου για τα δευτερόλεπτα που μπορείς να τη δεις.
Τείνει να χρησιμοποιείται και με ένα ερωτηματικό στο τέλος καθώς και με το ωμέγα (του «πωπωω» αλλά και του «φιλιώ») με έντονη διάρκεια π.χ. πωπωωωωω... Φιλιώωω μου !!;!
Η φράση είναι παρμένη από, τον θεϊκό σε τέτοια ζητήματα, Βλάση Μπονάτσο και συγκεκριμένα από το επεισόδιο, όπου το γκομενάκι που γούσταρε ήταν (προφανώς) η Φιλιώ...
Είσαι στο cabrio με ένα φίλο σου και ένα μωρό περιμένει στη στάση του λεωφορείου (δεν μπορείς να της πεις να την παρεις γτ το αυτοκίνητο είναι διθέσιο). Κόβεις λίγο και λες ενθουσιασμένος χωρίς όμως να φωνάζεις σα μινάρας: «πωωωπωωω.. φιλιώ μου...!!!) Αφού περάσεις το γκομενάκι κοιτάς τον φίλο σου και λες: «πολύ καλό το φιλιώ...».
Παραλλαγή: φίλοι βρίσκονται για πρώτη φορά σε κοινή παρέα όπου παίζει ένα γκομενάκι, καλό μεν αλλά, όχι και απίστευτο... Γυρνάς και ήρεμα λες στο φιλαράκι σου: «εν κακό το φιλιώ... πωπωωω... » («δεν είναι κακό το μωρό» σε ελεύθερη μετάφραση).
;-)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.
Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.
Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.
To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).
Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.
- Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
- Εύκολα, εύκολα!
(μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
- Έλα να γυρνάει!
- Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ;
- Καλό ε;
- Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
- Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)
(στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
- ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)
Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.
Got a better definition? Add it!
Αποτελεί την γνωστή και μη εξαιρετέα λέξη «καύλα» ειπωμένη όμως παρά ατόμου με εμφανή δυσχέρια στην εκφορά του φθόγγου «ρ».
Ο φθόγγος προφέρεται ως «β» και το αποτέλεσμα είναι η διπλή επανάληψη του φθόγγου «β» και η παραφθορά τοιαύτης λέξεως.
Τα ονόματα εις το παράδειγμα είναι κωδικοποιημένα καθότι το λήμμα απευθήνεται εις... ειδικούς παραλήπτας!
Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Μαλάκα, γνώβισα μία γκόμενα χτες από την Κέβκυβα και το κάναμε τβεις φοβές!»
Ν. Προγούλιας-Σουπλίν: «Και πώς σου φάνηκε;»
Ι. Καβάτος-Πελεγκρίνο: «Καύβααααα!!!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ό,τι σχέση έχει το (και) γαμώ με το γαμάουα, η ίδια αντιστοιχία υπάρχει και ανάμεσα στο σπεκ και το «σπεκάουα». Βλ. και αούα με προσοχή στο μύδι.
Σχόλια:
- Σπεκ!
- Αστρασπέκια!
- Σπέκια κι αστερίες!
- Σπεκάουα!
- Σπεκ!
- Αυτό το είπαμε ρε φίλε! Βρες κάτι πρωτότυπο! Όλο τα ίδια και τα ίδια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.
- Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!
- Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μμμ! τι ωραίο επιφώνημα! Μμμ! μουγκανίζουν οι αγελάδες Μμμ! αναφωνούμε όταν θαυμάζουμε, αναρωτιόμαστε, αμφιβάλλουμε, σκεφτόμαστε, ηδονιζόμαστε, επιβραβεύουμε. Όσο πιο πολλά τα μ, τόσο πιο έντονα τα συναισθήματα.
Μμμμμ ναι ναι ναι μμμμμμναι μμμμμ ... τι μου κάνεις μάνα μου; μμμμμ μμμμ μμμμμμμ
Got a better definition? Add it!