Selected tags

Further tags

Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.

Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:

"Βλάχα, βλαχάρα, τελευταία"

Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).

-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζόμπι είναι ένα απ' τα πιο θεμελιακά «πλάσματα της φαντασίας» που τυποποιήθηκαν και διαδόθηκαν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσω κυρίως του κινηματογράφου (horror movies) και που με την «αμερικανοποίηση» της κουλτούρας διαδόθηκαν παγκόσμια –να που γράψαμε λοιπόν την εναρκτήρια πρόταση αυτού του ορισμού αποφεύγοντας το «...που στοίχειωσε τη φαντασία», να ληφθεί υπόψη.

Το ζόμπι είναι «ο νεκρός που περπατάει», το έμψυχο ή «επανεμψυχωμένο» («reanimated») πτώμα, που παρά τη σήψη και την απουσία των βασικών φυσιολογικών προϋποθέσεων της ζωής εμφανίζει αισθητηριοκινητικές λειτουργίες, στοιχειώδη «στοχοκατευθυνόμενη» συμπεριφορά και λόγο (κυρίως επιδιώκει το να σκοτώσει και να τραφεί με σάρκες ή μυαλά –«brrraaains!»). Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζόμπι όταν πια έχουν περάσει στη δράση, είναι το ασταθές κούτσαυλο περπάτημα με τα χέρια προτεταμένα.

Τώρα, από την πληθώρα των ταινιών κυρίως για ζόμπι, απ' την εποχή του White Zombie με τον ανύπαρκτο Μπέλα Λουγκόζι μέχρι τις ταινίες του Ρομέρο και το σήμερα έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη φαινομενολογία των ζόμπι, σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητές τους, το πώς γίνεται κανείς ζόμπι, το πώς μπορείς να σκοτώσεις ζόμπι, το τι θέλουν τελικά τα ζόμπι από μας (αν και συνήθως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ένα ζόμπι σε ποθεί για το μυαλό σου και μόνο) κλπ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο σε σχέση με τις σλανγκικές σημασίες που ακολουθούν.

[i]Το «ζόμπι» ως όρος της αγγλόφωνης αργκό...[/i]

...έχει πραγματικά ένα κάρο σημασίες που εκτείνονται από το κουρασμένος, χλωμός και πτώμα στην κούραση, μέχρι το άβουλος, μονοδιάστατος και άλλα, περιλαμβάνουν και πιο ψαγμενιές όπως το ζόμπι = ο Χριστός, ή το «χύνω κουβάδες στο πρόσωπο της παρτενέρ - και αυτή περιλουσμένη με αυτό το γλοιώδες πράμα ψάχνει στα γκαβά πετσέτα στο δωμάτιο» = to give someone the zombie). Μια λεξικογραφημένη αργκοτική ένννοια του ζόμπι είναι ένα κοκτέιλ από διάφορα είδη ρούμι (ή ρουμιού) λόγω του γκρίζου του χρώματος –σαν τη λιωμένη σάρκα του ζόμπι– ή έτσι τουλάχιστον γράφει η φίλη μου η Μίριαμ. Για περισσότερα το λήμμα στο urban dictionary είναι εδώ. Και οι ελληνικές αργκοτικές χρήσεις του όρου πάντως που ακολουθούν, εν πολλοίς προέρχονται από ή ταυτίζονται με τις αγγλόφωνες.

[i]Ζόμπι της ελληνικής αργκό[/i]

Η λέξη ζόμπι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως περιγραφή μόνιμης κατάστασης ατόμου όσο και παροδικής, και κατά κανόνα αφορά σε συνδυασμό άσχημης εξωτερικής εμφάνισης, βλακείας και αλλόκοτης συμπεριφοράς. Κάποιος, λοιπόν, επισύρει τον χαρακτηρισμό όταν συντρέχουν πολλά από τα παρακάτω, και η διάκριση σε επιμέρους σημασίες και χρήσεις είναι εν πολλοίς σχηματική.

1. Χρήσεις που αποσκοπούν στην περιγραφή κυρίως εξωτερικής εμφάνισης:

  • ο κάτωχρος, ο ψόφιος, ο ταλαιπωρημένος, με ή χωρίς κόκκινα μάτια. Ο είμαι γάμησέ τα από την κούραση και μου φαίνεται,
  • ο άσχημος, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, αυτός που έχει τον ανθρωποδιώκτη λόγω εξωτερικής εμφάνισης, το φρικιό, le freak,
  • το μπάζο,
  • δευτερευόντως μπορεί να αποκληθεί ζόμπι o γκοθάς που έχει παστωθεί με διάφορα βλ.εδώ, αν και το desired effect είναι συνήθως το βαμπίρ.

2. Χρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην περιγραφή μειωμένης/στοιχειώδους νοητικής λειτουργίας

  • ο που έχει μόλις ξυπνήσει, o μειωμένης αντίληψης που έχει το ακαφελόγιστο. Ενδεχομένως και αυτός που δεν έχει κοιμηθεί καλά και αντιμετωπίζει απαλεψές, ο σερίφης,
  • ο αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης εντατικής νοητικής εργασίας,
  • ο (παροδικά) αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης έκθεσης σε τηλεοπτικά ή video game σκουπίδα,
  • o χαζοβιόλης ή ο χαζοχαρούμενος, που λέει πεθαμένα αστεία.
  • o μπετόβλακας, η πανηλίθια.

3. Χρήσεις με φιλοφοσικές / κοινωνιολογικές / ανθρωπολογικές / ψυχολογικές κλπ διαστάσεις

Τα ζόμπι εκδηλώνουν συμπεριφορά, στερούνται όμως έλλογης αγωγής και αυτοβουλίας («agency»): αυτή τους η παραδοξότητα τα έχει καταστήσει χρήσιμα σε «πειράματα σκέψης» της –αναλυτικής– philosophy of mind, στη συζήτηση περί σολιψισμού και αναγωγισμού της συνείδησης (philosophical zombie) κλπ. Κοντινή είναι κάπως από εντελώς άλλη σκοπιά, όμως, και η –γαμιστερή– συζήτηση του Λακάν για το «αυτόματο» –του Αρίστου.

Κυρίως όμως και στις παρυφές της slang τα ζόμπι έχουν χρησιμέψει σε κοινωνιο-κριτικές αλληγορίες καταγγελίας αρχικά της βουλησιοκτόνας μαζικής εργασίας στην τεϋλορική εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής κι έπειτα της μαζικής κατανάλωσης και της αποχαύνωσης από τα ΜΜΕ –μονοδιάστατος άνθρωπος, homo consumens, «λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης» κλπ. Σε ένα θολό αλλά κάργα γοητευτικό συμβολικό πλαίσιο επανοικειοποίησης αυτής της μεταβολής μας σε ζόμπι, γίνονται ανά τον κόσμο zombie parades.

Σχετικές χρήσεις:

  • o άβουλος καταναλωτής, ψηφοφόρος, τηλεθεατής, εργαζόμενος, μαθητής κλπ,
  • ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το ανθρωπάκι,
  • ο κομφορμιστής, ο πατάω επί πτωμάτων.

    4. Άλλες χρήσεις

  • ρατσιστικά, ο διανοητικά καθυστερημένος και σωματικά δύσμορφος, το φρικιό, όπως δηλώσαμε και παραπάνω, ειδικά στον πληθυντικό, όταν οι άνθρωποι αυτοί βρεθούν ομαδικά σε δημόσιο χώρο,

  • ο μεγάλης ηλικίας που εξακολουθεί να έχει παρουσία σε επαγγελματικούς και γενικά δημόσιους χώρους εις βάρος των τελευταίων, κατά το δεινόσαυρος, βρικόλακας κλπ,
  • Είδος ιού υπολογιστών.

[i]Ετυμολογία και προέλευση του όρου[/i]

Ο όρος έλκει την καταγωγή της από τις δοξασίες Voodoo της Αϊτής και λέξεις αφρικανικής καταγωγής που σήμαιναν «φάντασμα».

Η δοξασία περί ζόμπι περιελάμβανε το ότι μπορεί ο μάγος με ξόρκια να «ξυπνήσει» νεκρό και να τον έχει υπό τον έλεγχό του.

Έρευνες που έγιναν πολλές δεκαετίες μετά τις πρώτες αναφορές σε ζόμπι, με ανθρώπους –ζωντανούς– σε κατάσταση «ζόμπι» –δηλαδή, μειωμένης αυτοσυνείδησης και ακραίας υποβολιμότητας– έδειξαν στην κατεύθυνση διάφορων ισχυρών ναρκωτικών, όπως λ.χ. του γνωστού και μη εξαιρετέου ντάτουρα.

Ενδεικτικά....

  1. - Πάνε ρε μαλάκα να την πέσεις, σα ζόμπι είσαι...

- Τι ζόμπι είναι αυτή ρε συ, με φρικάρει και μόνο που με πλησιάζει....

  1. -Εεεε;
    - Καλά ρε μαλάκα, δεν ακούς τι έλεγα τόση ώρα...
    - Δεν έχω κοιμηθεί ρε κι είμαι σα ζόμπι

- Ρε συ ζαλίζομαι, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι....
- Έ, άμα παίζεις αυτές τις μαλακίες όλη την ώρα ζόμπι θα καταντήσεις...

- Είχαν καταντήσει... ζόμπι τον Michael Jackson για τις συναυλίες... (απόδω)

- Μα τι ζόμπι ρε συ αυτός ο Χαρίλαος...
- Απ' τους πλέον εκνευριστικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει....

  1. - Καλά, πήγα για ψώνια κι εγώ με τις εκπτώσεις, δεν την πάλεψα να βλέπω όλ' αυτά τα ζόμπι...
    - Θα πάρω το, θα πάρω το τουφέκι μου....

  2. Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν - δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο (απόδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και μουνόψειρας.

Κατ' επέκταση των δύο άλλων ορισμών, είναι ο μιζερομίζερος, ο πρωκτικάντζας, ο διυλίζων τον κώνωπα, ο δούλος της ασημαντότητας και της τιποτένιας ανάγκης.

Είναι δηλαδή ο ασήμαντος (ορισμός β' oneiros) που, όσο μέγεθος -κυριολεκτικά και μεταφορικά- του λείπει (ορισμός α' oneiros), τόσο φορτικός γίνεται (ορισμός hank), επιμένοντας με μικροπρέπεια και μιζέρια για τις μικρότητες και τις μιζέριες του.

Να πούμε ότι δε ρήαλ θινγκ, η αληθινή δηλαδή μουνόψειρα, είναι κάτι λίαν υπαρκτό και υποτίθεται σχετικά εύκολο να το κολλήσεις, μπελαλίδικο να το διώξεις.

Διαβάζουμε στο νέτι: «Η μουνόψειρα μεταδίδεται κύρια με την σεξουαλική επαφή. Θεραπεύεται με ειδικά φάρμακα με κύριο χαρακτηριστικό την επανάληψη της θεραπείας μετά μια βδομάδα για την πιθανότητα υποτροπής. Τα αυγά αποκολλούνται με ξύδι, πετρέλαιο και ειδική κτένα. Εχει χρώμα σκούρο καφέ, σχήμα στρογγυλό και κολλάει με μεγάλη δύναμη πάνω στο δέρμα και στις τρίχες του εφηβαίου με ειδικά άγκιστρα που εχει στα πόδια της. Τα αυγά της είναι σκούρου χρώματος, γερά κολλημένα πάνω στις τρίχες. Η τρίχα του εφηβαίου μπορεί να προχωρήσει και σε άλλα σημεία του σώματος. Δημιουργεί σκούρες μπλε κυλίδες στην κοιλιά του παθόντος με το σάλιο που εκκρίνει και παρουσιάζει έντονο κνησμό.»

  1. ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-ΜΟΥΝΟΨΕΙΡΑ ΚΑΤΣΙΚΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΑΙΔΙΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

  2. Ο μουνόψειρας
    Στίχοι: Σπύρος Γραμμένος
    Μουσική: Σπύρος Γραμμένος
    Πρώτη εκτέλεση: Μάγια Μελάγια
    δες εδώ

αμφοτέρατα από το δίχτυ

(από joe909, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροαστός που έγινε μικροαστείος...

Ζωούλα. Σπιτάκι. Δουλίτσα. Γυναικούλα. Αντρούλης. Παιδάκια...

Όλα αυτά τα ‘-άκια’ και τα ‘-ούλια” της ντροπής. Όλα τα υποκοριστικά της μιζέριας, της ψυχικής ένδειας, ανθρωπ-ΑΚΙ της συμφοράς.

Ρίξτε μια ματιά στις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες που τόσο αγαπάμε. Δείτε πιο προσεχτικά τις αρχές και στις αντιλήψεις που πρεσβεύουν οι χαρακτήρες: Να βρουν μια δουλίτσα, να παντρευτούν το κορίτσι τους, να είναι ‘νοικοκυραίοι’, να κερατώσουν αλλά να μην χωρίσουν το στεφάνι τους, να προστατέψουν την παρθενία της κόρης, να πετάξουν στο δρόμο την ‘ατιμασμένη’, να καταδικάσουν το ‘μπάσταρδο’, να αποκληρώσουν, να διώξουν, να κλείσουν την πόρτα κατάμουτρα. Για να μην την ξανανοίξουν ποτέ πια. Κι ας πάει το παιδί τους άκλαυτο. Σαν το σκυλί στο αμπέλι.
Αυτές οι ταινίες δεν έπεσαν από το πουθενά. Αυτές αντικατοπτρίζουν τις ‘αρχές’ κι αξίες ενός άθλιου μικροαστισμού. Που στην ήπια μορφή του μεταφράζεται σε ‘κοινωνική αδιαφορία’. Και στην ακραία μορφή του σε εγκληματική ενέργεια.

► «Ονειρεύομαι τη μέρα που τα σκυλάδικα θα μείνουν άδεια και οι πολιτικάντηδες ομού με τους μισθωτούς επαναστάτες, άνεργοι. Τότε θα δεις την επανάσταση που σου αξίζει»

► «Φιλαράκι, μήπως έχεις ένα ευρώ να διορίσω κάνα δημόσιο υπάλληλο που του το'χω τάξει;»

♪♫ Ρέκβιεμ, ο παιάνας του μικροαστείου μικροαστού

1.
Προσοχή στο κενό μεταξύ Μικροαστείων και Μικροαστών

2. επίσης καθόλου τυχαίο ότι οι μικροαστοί λένε μικροαστεία

3. Οι «άντε ρε τους παλιοπουσταράδες παρασύρουν τα παιδιά μας» έγιναν «κρίμα αυτοκτόνησε το παλικάρι, όλα απ'το θεό είναι». Ψόφος μικροαστείοι

4. τέτοιοι δεν αξίζουν στο χέστη μικροαστείο ψηφοφόρο;

5. Καριόλες ανεξαρτήτως φύλου υπέρμαχοι του «free market» και του «laissez-faire» δήθεν opinion makers. Μικροαστεία ανθρωπάκια. Πίσω ρουφιάνοι.

6. -α και ταλιμπάν τραγόπαπες δε θέλω να πληρώνω. Εσύ που μιλάς για άχρηστους ΔΥ, πότε τα έβαλες με τους μπάτσους, τους παπάδες, τους δικαστές;
-Ρε δε ντρέπεσαι να θίγεις τα ιερά των μικροαστείων;

7. Αντί να αντιδράσω, κάθομαι στο τουιτερ και γράφω αστεία. Μικροαστείος

(από soulto, 25/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέμα που υπό κ.σ. ενδιαφέρει ανθυποσύνολο της επιστημονικής κοινότητας των λεπιδοπτερολόγων, γίνεται -αλίμονο- συνώνυμο της ασημαντότητας, της ακυρίλας και άξιο για κατευθείαν σύνδεση με Κάιρο.
Προσφέρεται ακόμη για να πετάς την μπάλα στην εξέδρα/ μνήματα ή να παθαίνεις αιφνίδια και κατά βούληση έκπτωση εγκεφαλικής λειτουργίας (άι κιου ραδικιού/ κατσικιού), κοινώς να κάνεις τη μπάμια, νομίζεις οτι σε συμφέρει γιατί.
Είναι κι η άχρηστη πληροφορία της ημέρας.
η μεταμόρφωση της πεταλούδας

  1. Προτιμώ να διαβάσω για την αναπαραγωγή της κάμπιας παρά κοέλιο ΕΔΩ
  2. αυτος ο μαραθωνιος εχει τοσο ενδιαφερον οσο και ενα ντοκιμαντερ για την αναπαραγωγη της καμπιας #dwts5 ΕΔΩ
  3. Δεν θέλει να μιλάμε για "λαθολογία" ο μπούρδας. Ε καλά να μιλήσουμε για την αναπαραγωγή της κάμπιας #ERTdebate2015 ΕΔΩ
  4. Όταν απέλυσαν τους χιλιάδες ιδ. υπαλλήλους κ έκλεισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα η #ERT μετέδιδε ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της κάμπιας ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, αναξιόπιστος, κάποιος που δεν αξίζει να τον πάρεις στα σοβαρά.

Γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός, που ακούγεται πολύ συχνά σε οπαδικά αθλητικά συμφραζόμενα.

  1. Το γεγονός ότι η ΑΕΚ είχε μεγάλη συμπαράσταση από τους οπαδούς της παρά το ότι ο Λεβαδειακός έδωσε μόλις 350 εισιτήρια, προκάλεσε νεύρα στον Κομπότη, ο οποίος μετά το τέλος του αγώνα -σύμφωνα τουλάχιστον με τους ανθρώπους της Ένωσης- φώναζε στα αποδυτήρια: «Αν δεν σας ρίξω, να με γα... Είστε ανύπαρκτοι. Θα σας γα...». (από εδώ)

  2. βαρέθηκα να ακούω από χθες σχόλια του τύπου «Όλη η ιστορία του γαύρου σε ένα ματς, αυτοί είστε» και «Στο μπάσκετ Hala Madrid και ακόμα και με τους Τούρκους ήμασταν».. Ηλιθιότητα στο full.. Λες και έχει σχέση το ποδόσφαιρο με το μπάσκετ... Απλά η διοίκησή μας είναι τόσο εμετική και απαράδεκτη που έχει δώσει δικαίωμα σε όλους τους ανύπαρκτους να μιλάνε... (από εδώ)

  3. Μια φιλική συμβουλή προς όλους τους ανύπαρκτους του Ελληνικού ποδοσφαίρου. Αφήστε τις ειρωνείες γιατί δεν σας παίρνει. Η καλύτερα πείτε τα σε τίποτα πιτσιρικάδες που ίσως δεν γνωρίζουν και δεν έχουν πολλές εμπειρίες και παραστάσεις. Γιατί στα άτομα της δικής μου γενιάς δεν σας παίρνει με τίποτα. Και διευκρινίζω ότι ανήκω στην γενιά των 40άρηδων.

  4. Μια κουβεντα μον' θα πω για τους πολιτικους μας
    Για ολους τους ανυπαρκτους και ψευτοειδικους μας
    Σημαια μη σηκωσετε κουβεντα να μη πειτε
    Και μεσα στη δειλια σας να πατε να κρυφτειτε
    (λυρική εκδήλωση ελληναρά εδωπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ισοδύναμη της αρχίδια μάντολες, ασήμαντα πράγματα, τρίχες.

- Περιμένεις τίποτα από τον Γιωργάκη;
- Μπομπόλια μάντολες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σκέτο μπυραρία.

Είναι η (κυρίως ποδοσφαιρική) αθλητική ομάδα πολύ χαμηλού επιπέδου, ημιερασιτεχνική αν και τυπικά επαγγελματική και παγκοσμίου φήμης άγνωστη, τόσο πολύ, ώστε μοιάζει σαν τυχαίο συνονθύλευμα από θαμώνες μπυραρίας που, πάνω στα τσακίρ κέφια, βγαίνουν στη διπλανή αλάνα και παίζουν και ένα παιχνίδι.

Ο μόνος λόγος που ενδεχομένως θα βγει από την αφάνεια και θα αναφερθεί πέρα από τα όρια της πόλης της, είναι κάποιο φιλικό παιχνίδι με μεγαλύτερη και γνωστότερη ομάδα, στα πλαίσια προετοιμασίας της τελευταίας ή κάποια απρόσμενη νίκη που θα καταφέρει σε βάρος μιας τέτοιας ομάδας. Ούτε τότε όμως η έκφραση επιφυλάσσει κάποιο θαυμασμό προς τη νικήτρια, αλλά μάλλον ψόγο προς την ηττημένη.

  1. Από εδώ:
    Η γνωστή μας Φλόρα Τάλιν είναι μέσα στους υποψήφιους αντίπαλους, την οποία δυσκολευτήκαμε να αποκλείσουμε προ ενώ υπάρχουν και οι ομάδες-μπυραρίες από Ουαλία, Φαρόε, Μάλτα και Ιρλανδία.
  2. Από εδώ:
    Πρόθεση της τεχνικής ηγεσίας είναι να γίνουν φιλικά που θα είναι ικανά για να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα απ’ ότι να παίξει ο ΟΦΗ με ομάδες – μπυραρίες που βρίσκονται στην περιοχή!
  3. Από εδώ:
    Ήταν που ήταν άκρως ανταγωνιστικό το πρωταθλημα Σκωτιας ( με ομάδες Μπυραριες ) τώρα και χωρίς Rangers θα πρέπει να σε πληρώνουν για να κάτσεις να το δεις !!!!
  4. Από εδώ:
    Παιδια ειναι καταντια να φτασαμε στο σημειο να συγκρινομαστε με ομαδες μπυραριες στο μπασκετ(αλλα για αυτο ευθυνη εχουμε εμεις κ κανενας αλλος).
  5. Από εδώ:
    Μάλιστα είναι χαρακτηριστικά τα φιλικά με...μπυραρίες που έπαιζαν αφού δεν θεωρούσαν σκόπιμα τόσο νωρίς τα σοβαρά τεστ όπως συμβαίνει τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified