Τσάτρα πάτρα απόδοση του αμερικλάνικου, κατά βάση, motivated = ο έχων κίνητρο, ή κινητοποιημένος, αυτός, δηλαδή, που παρακινείται στη δράση με ισχυρή και αρκούδως εσωτερικευμένη παρώθηση, ώστε να μοιάζει ενθουσιώδης κάνοντας πράγματα τα οποία δύσκολα σε κινητοποιούν από μόνα τους και δύσκολα αποκτούν/ εύκολα χάνουν το όποιο προσωπικό νόημα.

Εμείς τον θέλουμε τον πωλητή μοτιβαρισμένο, αλλιώς πάει στον πελάτη και κλαίνε κι οι δυο μαζί.

Ο όρος μάλλον ακούγεται πολύ στο χώρο των επιχειρήσεων, ειδικά των πωλήσεων, ενός εργασιακού πεδίου έτσι κι αλλιώς ουγκα μπουγκα από την άποψη στρες και ανταγωνισμού, που γενικά τραβάει χαοτικό ζόρι με την κρίση και χρειάζεται κανείς να είναι (δηλαδή, να φαίνεται, δηλαδή, να είναι) κάργα μοτιβαρισμένος για να ελπίζει στον επιούσιο, αλλιώς, ελπίζει στον πούτσο που κλαίγανε.

Αλλά ακούγεται γενικώς, όχι πολύ, ευτυχώς.

ΤΕΡΜΑ ΜΟΤΙΒΑΡΙΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ, ΤΕΡΜΑ BESTΑΡΙΣΜΕΝΟΣ! AT FUNDUM! ‪#‎MotivationWeekendBEST‬ πηγή

Έπρεπε να το αναποδογυρίσεις αμέσως για να φύγει έξω το όποιο υγρό υπήρχε [...]. Η αν είσαι ποιο μοτιβαρισμενος να τον άνοιγες με την βοήθεια διαφόρων site (ifixit) η βίντεο στο youtube, όπως προανέφερε και ο φίλος από πάνω, και να το σκουπίσεις (απορροφήσεις) το υπόλοιπο με μια χαρτοπετσέτα, η με ένα ελαφρά υγραμένο πανάκι! πηγή: πώς να καθαρίσετε το mac σας αν είστε ή αν δεν είστε μοτιβαρισμένος.

Μια ακόμη ερώτηση που πρέπει να προετοιμάσεις είναι το πού φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε 5 χρόνια. Αυτή ειναι μια καλή ερώτηση και για σένα. Η δουλειά που θα κάνεις θα επηρεάσει το πού θα εισαι σε 5 χρονια. Σου κάνουν αυτη την ερώτηση για να δουν αν θα εισαι μοτιβαρισμένος για αρκετό χρόνο. Αν τους πεις πως σε 5 χρονια θέλεις να πας στο φεγγάρι, ίσως να μην σε προσλάβουν σε τηλεφωνικό κέντρο. Αν τους πεις, όμως, πως θέλεις να γίνεις εκπαιδευτής ατόμων που εργάζονται σε τηλεφωνικό κέντρο, η θέση μάλλον θα είναι δική σου. πηγή: βρες δουλειά στο εξωτερικό.

Και επειδή σε μεγάλη πλειοψηφία ο άνθρωπος είναι "κοκο" και φοβάται την αλλαγή και την εξέλιξη γενικώς συνεχίζει είτε να καταστρέφει τον κόσμο, είτε να κατατστρέφει τα παιδιά του, είτε να θεωρεί την οικογένεια ένα σόου που πρέπει να κάνει κι αυτός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η παραμικρή παιδεία και προυπόθεση να ερθει στον κόσμο ενα παιδί αλλά να έρχεται απλά γιατι ήρθε η ώρα (έλεος), είτε να ψηφίζει και πάλι τους ίδιους που μοιράζουν στις τράπεζες δις όταν δεν μοιράζουν σε κανέναν το εφάπαξ. Απλά γιατι ο άνθρωπος πλέον έχει γίνει λίγο απάνθρωπος. Μοτιβαρισμένος και συμβιβασμένος. πηγή

ΠΟΡΩΜΕΝΟΣ = "Μοτιβαρισμένος"(από μόνος του) και Αποφασισμένος(20 πάντα) για τη νίκη. ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΟΣ = 'Ακαμπτος, Αλύγιστος, Ασυνεπής, 'Ατοπος, Αυτός που δεν συμμορφώνεται. πηγή: συζήτηση σε φόρουμ για το παιχνίδι football manager με θέμα τη μετάφραση αγγλικών όρων στην ελληνική βερσιόν (driven, motivated, κλπ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.

- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!

Σαϊλογκόμενα με λίγο από γιαλομαμούνα (από Khan, 02/10/10)Ο Εβραίος Shylock με την κόρη του Jessica Shylock, μεγάλη σαϊλογκόμενα, ντόοοοοινγκ (από Khan, 02/10/10)

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσέχος συγγραφέας Milan Kundera σλανγκιστί, κατά το Γιαλόμας και κατά την ελληνοποίηση ξενικών ονομάτων, όπως Σακεσπύρος ή Σεξοσπύρος για τον William Shakespeare. Αν η σύντροφός σου είναι Γιαλόμα, σού τα πρήζει με το «τι θα έλεγε ο Κούντερα για την σχέση μας», στο οποίο η slangically correct απάντηση είναι: «Τι να πει κι ο Κούντερας;», ή «δεν γαμιέται κι ο Κούντερας!», «ποιος τον γαμάει τον Κούντερα» κ.ο.κ. Εννοείται ότι ο Κούντερας, έχοντας γράψει την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», την «Αθανασία», την «Ταυτότητα» κ.ά. έχει καταστεί η νο2 αυθεντία στις σχέσεις με πρώτον βέβαια τον Γιαλόμα. Slangically correct απάντηση είναι και να πεις: «Ναι, μ' αρέσει πολύ η »Αναστασία«, που έγραψε ο Κούντερας! Κι η Αλικάκη με τον Κούρκουλο μια χαρά παίζανε!».

Επίσης, κούντερας είναι ο τύπος, που πάσχει από υπερκουλτουρίαση και μιλάει πομπωδώς στο στυλ «δώσε βάση στο νόημα».

  1. (Από επεισόδιο της σειράς: «Της Ελλάδος τα παιδιά»):
    -Πού πάει η σχέση μας; Τι θα έλεγε για την σχέση μας ο Κούντερα;
    -Τι να πει κι ο Κούντερας; Πάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα!
  2. (Από σκετσάκι, όπου ο Χάρρυ Κλυνν ως γύφτος συνομιλεί με ηθοποιό υποδυόμενη την Μαλβίνα Κάραλη):
    Μαλβίνα: Έτσι, εσύ με τα τσακίρικα μάτια, αυτό που λες εσύ το ίδιο λέει κι ο Κούντερα, το ίδιο κι ο Μπουκόφσκι!
    Γύφτος: Ποιος Κούντερας; Άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Ο Κούντερας (από Hank, 03/02/09)Με τέτοιες μαθήτριες, του γυρίζουν τα κούντερα! (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified