Αλλιώς το «how are you», στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
– Hello Marika, καύλ αρ γιου τουντέι;
– Φάιν thanks.
Μετάφραση για τους μη ξενόγλωσσους:
– Γεια σου Μαρίκα, how are you simera;
– Kala, ευχαριστώ.
Αλλιώς το «how are you», στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
– Hello Marika, καύλ αρ γιου τουντέι;
– Φάιν thanks.
Μετάφραση για τους μη ξενόγλωσσους:
– Γεια σου Μαρίκα, how are you simera;
– Kala, ευχαριστώ.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.
Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:
α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)
β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.
γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).
Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.
δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).
Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.
Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.
Got a better definition? Add it!
Η σλανγκ ονομασία της γνωστής μάρκας τσιγάρων με σκοπό την γελοιοποίηση των Γάλλων και της συνήθειάς τους να προσθέτουν άχρηστα γράμματα σε όλες τις λέξεις, την προσπάθεια να δοθεί στην αφ' υψηλού γαλλική προφορά της μάρκας μια πιο λαϊκή χροιά και ωσεκτουτού ευκολότερη εκφορά και την έμφυτη τάση του απλού καθημερινού καλλιτέχνη, που δημιουργεί τη σλανγκ, να δημιουργεί τη σλανγκ.
Η πραγματική προφορά της μάρκας τσιγάρων είναι (από ό,τι με πληροφορεί ο απεσταλμένος μου στο απέναντι περίπτερο) «γκουλουάζ». Άντε τώρα τρέξε και βγάλε την προφορά από αυτήν εδώ τη λέξη «Gauloises» αν δεν είσαι γαλλομαθής ή έστω έχεις εξασκηθεί στη γαλλική (και ναι, τα ασανσέρ, καλοριφέρ, μιλφέιγ, κρουασάν, βουλε βου κου σε αβέκ μουά δεν πιάνονται για γαλλικά). Ίσως τα ακούσετε και σαν «γκαυλοίσες» ή ακόμη καλύτερα σαν «γκαβλίτσες». Να ξέρετε ότι είναι ακριβώς το ίδιο - και δεν χρειάζονται σχόλια για το γκαβλ-, πάλιωσε.
- Κυρ-Παντελή, πιάσε δύο Ντιξάν αναβράζοντα με προτοκαλιούς κόκκους, ένα πακέτο Μίσκο αλντέντε, δύο χλωρίνες Κλινέξ με την νέα βελτιωμένη δράση οξυγόνου, δυο σοκοφρέτες και δυο τσικουλάτες για τα πιτσιρίκια και 2 πακέτα γκαυλόισες για μένα.
- Καλά Ορέστη μου, να στα στείλω με το παιδί;
- Όχι ρε Παντελή, από τότε που είδε το Μπακαλόγατο μας έχει τρελάνει στα «αμ πως» και στις μαλακίες, θα περάσω να τα πάρω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς
beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)
Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.
Είσαι πολύ παραλία.
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).
Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού
Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.
- Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
- Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.
- Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
- Πίπατσου.
(από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)
Got a better definition? Add it!
Τα χιλιάδες παιδιά που καθημερινά τους βγαίνει ο πάτος, ξεκωλώνονται για το μεροκάματο πάνω σε μια σέλα παπιού.
Μας φέρνουν στο σπίτι την πίτσα μας, τα σουβλάκια μας, τα γκίλι ντάιετ μας, τα διάφορα καλαμπαλίκια που παραγγέλνουμε μέσω ίντερνετ, δέματα, αλληλογραφίες. Είναι γνωστοί και με την παραπλανητική, πούστικη ονομασία «εξωτερικοί»: υπάλληλοι σε βιβλιοπωλεία, φωτογραφεία, ανθοπωλεία κ.ο.κ.
Έχουν φάει τους δρόμους με το κουταλάκι. Γνωρίζουν τις πόλεις μας σαν τη παλάμη του χεριού τους, όντας η ζωντανή ψυχή τους. Οι οδηγικές ικανότητές τους ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες του μέσου όρου. Πάντα βιαστικοί, τρέχουν να προλάβουν άλλη μια παραγγελία και να τσιμπήσουν το tip, απ' το οποίο περιμένουν να ζήσουν (διότι τι να σου κάνουν τα 3,72 την ώρα που πληρώνουν τα περισσότερα μαγαζιά). Καβαλάνε πεζοδρόμια, σφάζουν χαλαρά το κόκκινο φανάρι, πάνε ανάποδα σε μονόδρομους, δεν φορούν κράνος. Όλη τους η ύπαρξη μια συνεχής λυτρωτική παραβατικότητα.
«Καμπαλέρος» είναι το όνομα του σωματείου που πρόσφατα ίδρυσαν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους. Ανεπισήμως, η ονομασία αυτή ασφαλώς και προϋπήρχε. Καμπαλέρο είναι στα ισπανικά ο ιππότης, σε λατινοαμερικάνικο όμως context (μεξικάνικη επαναστατική παράδοση, πόλεμοι κατά των γιάνκηδων κλπ).
Οι Καμπαλέρος σήμερα πολεμούν για καλύτερους μισθούς, πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Κύριο σύνθημά τους: «κούριερ, ντελιβεράδες, εξωτερικοί, βαρέα ανθυγιεινά».
Δεν ξεχνούν ποτέ πως «η δουλειά είναι δουλεία», όπως έλεγε ένας παλιός φίλος κουριεράς.
Οι Καμπαλέρος αρνούνται πεισματικά να αργοπεθαίνουν μες τους 4 τοίχους ενός κλιματιζόμενου γραφείου, προτιμούν το μολυσμένο - και ωστόσο άπλετο - αέρα των δρόμων. Γουστάρουν αυτό που κάνουν, και το μισούν συγχρόνως. «Σιχαίνομαι και συνάμα καυλώνω απ' την κάθε στιγμή που περνώ πάνω σ' αυτήν εδώ τη σέλα», άλλη μια ζωγραφιστή ατάκα που είχε πετάξει κάποιος.
Οι εμπειρίες των εναλλακτικών κινημάτων δείχνουν
ότι μια τέτοια πορεία είναι δυνατή και ο στόχος της
αναδημιουργίας ενός εργασιακού κοινωνικού
κινήματος εφικτός.
Ας μελετήσουμε και ας παραδειγματιστούμε από τις
εμπειρίες νέων συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων,
όπως ο Σύλλογος Εργαζομένων Βιβλίου-Χάρτου, ο
Σύλλογος Εργαζομένων στα Φροντιστήρια
Καθηγητών, οι εργαζόμενοι σε εταιρίες κούριερ-
ντελιβερι, οι «καμπαλέρος», που δείχνουν ότι ακόμη
και στην πιο σκληρή καθημερινή πραγματικότητα του
νέου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σπάει η
κυριαρχία της εργοδοτικής αντίληψης περί «ζωνών
ελεύθερων από συνδικάτα» και οι εργαζόμενοι/ες
αυτοοργανώνονται, αγωνίζονται και νικούν.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της σκέψης του Αντόνιο
Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην
εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την
κατάκτηση της «ηγεμονίας» από την πλευρά του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί,
κατά την άποψή του, «η δράση νικά τα δάκρυα» για
την κρίση και την αποσυνδικαλιστικοποίηση,
δείχνοντας ότι τίποτε δεν είναι αναπόφευκτο και
μοιραίο, όπως μέχρι σήμερα η ιδεολογική ηγεμονία
του νεοφιλελευθερισμού αφήνει στους ανθρώπους να
εννοηθεί.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μεγάλη κουβέντα. Να φας, να πιεις, μεγάλη κουβέντα να μην πεις.
Δεν μιλάμε για ξεκούραση, όχι, μιλάμε για ήσυχη συνείδηση (light) και για ύπνο (αραχτός). Βέβαια το «αραχτός» δεν είναι και υποχρεωτικά ο κοιμώμενος.
Κάποιος που κοιμάται χωρίς χάπια, σαν πουλάκι -χωρίς τις Ερινύες να του στοιχειώνουν τον ύπνο του ώστε να μην έχει ένα ρεμ ήρεμο.
Αν κάποιος ενήλικας κοιμάται 7 ώρες κατ' ελάχιστο, προλαβαίνει ο οργανισμός του να αναδομηθεί. Μεγάλο πράγμα ο ύπνος, πιστέψετε με.
Πρέπει να το έχει πει ο Χάρης ο καθαρός.
- Τέρμα το αραχτός και light για μένα. Έχω πέντε μέρες να κοιμηθώ σαν άνθρωπος ρε φίλε, από τότε που χτύπησα αυτό το σκυλάκι στον δρόμο... Βλέπω τη φάση σαν εφιάλτη...
- Μην ανησυχείς αδελφέ, ο χρόνος είναι μεγάλος γιατρός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είδος ταινίας Β-movie («δεύτερης κατηγορίας») που χαρακτηρίζεται από ακούσια ή (συνήθως) εκούσια κακογουστιά και ακραίο κιτς. Πολλές τρασιές είναι τόσο τραγικά άθλιες, που παραδόξως αποκτούν αίγλη καλτ αριστουργήματος.
Τα έργα Plan 9 from Outer Space του Ed Wood και Pink Flamingos του John Waters θεωρούνται οι κορυφαίες ίσως τρασιές όλων των εποχών.
Στην Ελλάδα, πολλές τρασιές του αισχίστου είδους μαγνητοσκοπήθηκαν την δεκαετία του '80. To 2002 o Πάνος Κούτρας αποπειράθηκε να σκηνοθετήσει την πρώτη Ελληνική τρασιά με αξιώσεις, την Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά.
Εκ του αγγλικού trash culture.
Η σκηνή που ακολουθεί είναι από την ταινία En Büyük Yumruk, τουρκικής παραγωγής 1983, τρελή τρασιά στη γείτονο χώρα, περιπέτεια από αυτές που αντιγράφουν σκηνές από καρατερίστικα, Bond, πορνό και γενικά ό,τι του έρθει. Για να μην κράζουμε μόνο τα δικά μας.
(από εδώ)
Καλά, μιλάμε για αριστούργημα! «Τρασιά»...παρασημοφορημένη για τη κακοτεχνία της μας έρχεται από το Αμέρικα μας ζητά να τη δούμε.
(από εδώ)
Το θέμα με την Τρασιά είναι να την αποδέχεσαι, να την αγκαλιάζεις, να τη χαίρεσαι όταν έρθει η ώρα να την κάνεις. Γιατί άμα είναι μάνα μου να είσαι στα μπουζούκια και να το παίζεις της Λυρικής το έχασες όλο το νόημα. Είναι σα να είσαι στη Λυρική και να κοιμάσαι πριν τη Δεύτερη Πράξη.
(από εδώ)
Δες και σλανγκιές διαφημιστών.
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικοποίηση του νατουραλιζέ πια τούρκικου επιρρήματος και συνδέσμου demek που, σε αντίθεση με την Σαλονικιώτική του έννοια, του δήθεν δηλαδή, σημαίνει στα οθωμανικά «επομένως», «άρα», «συνεπώς», «κατά συνέπεια», «για τον λόγο αυτό».
Η ντεμεκιά θα μπορούσε να μεταφραστεί ως την δηθενιά, δηλαδή κατάσταση όπου το υποκείμενο είναι τελείως δήθεν, ψεύτικο, κάλπικο, πουλάει μούρη και φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Για τους πάσχοντες από το σύνδρομο της Ανορθόγραφης Παράτονης Ακρόασης, ακούγεται ως και ντεμέκια, δηλαδή χαμουτζίδικη ντεμέκ φτηνή βρισιά για τους μπουγατσοφάγους βόρειους γείτονες μας.
Από βλόγιον σε συζήτηση για το ασφαλιστικό:
Αφού με τόση επανάσταση μας είπε ότι δε θα περάσει, φαντάζομαι ότι προτίθεται να πληρώσει και το λογαριασμό. Αλλιώς ντεμεκιά και τζάμπα μάγκας...
Από έτερον βλόγιον σε συζήτηση για τις εκλογές:
χαρακτηριστική ντεμεκιά.... «στις εκλογές νικητής ήταν η... δημοκρατία» ή «να γίνει ανταλλαγή απόψεων και να προάγουμε τον γόνιμο διάλογο»
Από παρ' άλλο βλόγιον σε συζήτηση για μια θεατρική παράσταση:
Να κι ένα τρέχον αρτ πράμα από τη Νέα Υόρκη που δεν είναι (μόνο) ντεμεκιά.
«Ναι, κοροϊδεύετε τα ντεμέκια ρε χαμουτζήδες εδώ κάτω, αλλά άμα τύχει και ανεβείτε στην φραπεδούπολη μένετε με τον στόμα ανοιχτό ιδίως με τα μωρά της. Άρα μόκο, και ερωτική πόλη είναι και καλό φραπέ έχει»
Got a better definition? Add it!
Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.
Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..
Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…
Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.
- Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…
- Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!
- Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...
- Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)
Βλέπε και μαρκούτσι.
Got a better definition? Add it!